Οι φιλονικίες για τα κληρονομικά και τον καταμερισμό των περιουσιακών στοιχείων έχουν σε πολλές περιπτώσεις μετουσιωθεί σε βίαιες αντιδράσεις κατά συγγενών πρώτου βαθμού, ενίοτε και σε τραγικής κατάληξης εγκλήματα με την αφαίρεση ζωών.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση στα χρονικά της ελληνικής εγκληματολογίας να είναι αυτή στο χωριό Δάφνη Σερρών, με το τριπλό φονικό, ανήμερα του Αγίου Νικολάου του 1985. Ο δράστης πυροβόλησε και σκότωσε τον πατέρα του, τον αδερφό του και τη μητριά του, ενώ η νύφη του γλίτωσε σαν από θαύμα, βάζοντας τα χέρια της μπροστά στην κάννη της καραμπίνας. Το σκηνικό αυτής της απίστευτης βαρβαρότητας εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια της 7χρονης ανιψιάς του δράστη, που ήταν και η μοναδική μάρτυρας του συμβάντος.
Η περίπτωση της τριπλής δολοφονίας στη Δάφνη Σερρών έχει όμως και μια μάλλον μοναδική ιδιαιτερότητα. Όλο το χωριό, με μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού εξαιρέσεις, στάθηκε στο πλευρό του δολοφόνου! «Αθώος, αθώος ο Β.Τ. Πήγαν να τον αφανίσουν ο πατέρας του, η μητριά του και ο αδερφός του. Αυτός είναι το θύμα», φώναζαν σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής περίπου 300 συγχωριανοί του, κατά την αναπαράσταση του ειδεχθούς εγκλήματος. Το χωριό είχε περικυκλωθεί από αστυνομικές δυνάμεις υπό το φόβο αντιποίνων, άλλα έκπληκτοι οι αστυνομικοί συνάντησαν ένα τελείως διαφορετικό κλίμα.
Ο 31χρονος κτηνοτρόφος είχε για καιρό προστριβές με τον πατέρα και τον μικρότερο αδερφό του. Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής όλα ξεκίνησαν όταν ο θύτης έμαθε πως ο πατέρας του πούλησε ένα χωράφι μαζί με τον αδερφό του και δεν του έδωσαν το μερίδιο που του αναλογούσε. Το ποτήρι της οργής ξεχείλισε όταν ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι για να μείνει εκεί ο αδερφός του με την οικογένεια του, που μόλις είχαν επιστρέψει από την Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1985 ο πρωτότοκος είχε πολύ έντονο καβγά με τον πατέρα του και για αντίποινα έβαλε φωτιά στην αποθήκη με τα ζωντανά και τις ζωοτροφές, προκαλώντας μεγάλες απώλειες.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1985, ο 31χρονος, που είχε μετακομίσει στο γειτονικό χωριό Μύρκινος, επέστρεψε για προτελευταία φορά στο πατρικό του. Πατέρας και γιος αντάλλαξαν βαριές κουβέντες και ο ένας απείλησε τον άλλο. Η επόμενη επίσκεψη του ήταν και η μοιραία. Στις 6 Δεκεμβρίου εισέβαλλε στο σπίτι και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον 60χρονο πατέρα του, τον αδερφό και την 62χρονη μητριά του. Η νύφη του, στην απέλπιδα προσπάθεια της να σωθεί, κάλυψε με τις παλάμες της την κάννη και τα σκάγια άλλαξαν πορεία. Τραυματίστηκε βαριά, αλλά σώθηκε.
Ο δολοφόνος επέστρεψε στο σπίτι του, όπου ζούσε με τη γυναίκα του και την τετράχρονη κόρη του, επιλέγοντας να μην παραδοθεί. Εκεί τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί ύστερα από 20 ώρες και δεν προέβαλε καμία αντίσταση. «Δεν έφυγα για να αποφύγω τη σύλληψη, αλλά για να συνειδητοποιήσω τι είχα κάνει», τους είπε, ενώ στην προανάκριση του ισχυρίστηκε όσα ουσιαστικά επιβεβαίωσαν με τη στάση τους οι συγχωριανοί του.
Ανέφερε ότι ο πατέρας του τον αντιμετώπιζε ως αποπαίδι και τον πέταξε στο δρόμο μαζί με την οικογένειά του για να εγκατασταθεί στο σπίτι ο αδερφός του. Τόνισε μάλιστα ότι το μεγαλύτερο μέρος των πόρων που απαιτήθηκαν για να χτιστεί το σπίτι το είχε εξασφαλίσει ο ίδιος με σκληρή δουλειά πολλών χρόνων. Υποστήριξε επιπλέον ότι τα χρήματα από την πώληση του χωραφιού, στο οποίο έπρεπε να έχει ο ίδιος μερίδιο, χρησιμοποιήθηκαν για να ανοίξει ο αδερφός του κατάστημα παιχνιδιών.
Αποκάλυψε ότι είχε χειροδικήσει αρκετές φορές κατά του πατέρα του και ότι το μοιραίο βράδυ στόχος του ήταν να εκφοβίζει τους συγγενείς του και όχι να τους σκοτώσει.
Στο δικαστήριο, απευθυνόμενος στον εισαγγελέα, προέβη και σε έναν άλλο σοκαριστικό ισχυρισμό, που ήταν αδύνατο να ελεγχθεί ως αληθής ή ψευδής. Υποστήριξε ότι εκτέλεσε πρώτα τη μητριά του γιατί εκείνη ήταν πίσω απ’ όλα. «Είχε βάλει τον πατέρα μου να φαρμακώσει τη μάνα μου για να την παντρευτεί στη συνέχεια».
Ο δράστης είχε χάσει τη μητέρα του σε ηλικία πέντε ετών. Οι ψυχολόγοι που τον εξέτασαν θεώρησαν ότι ξέσπασε έπειτα από πολλά χρόνια καταπίεσης και κακομεταχείρισης από τον πατέρα του. Συμβατή εξήγηση με όσα κατέθεσαν συγχωριανοί του, που υποστήριξαν ότι το χέρι του όπλισαν η έλλειψη μητρικής στοργής σε συνδυασμό με την αυταρχικότητα του πατέρα του.
«Δεν φταις εσύ, είμαστε μαζί σου. Το δίκιο είναι με το μέρος σου», φώναζαν οι παρευρισκόμενοι καθώς ο δράσης έμπαινε στην αστυνομική κλούβα, μετά την αναπαράσταση του τριπλού φονικού. Το κλίμα συμπαράστασης είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει σε λυγμούς. «Τώρα μπορείς ελεύθερα να γ…σεις τη νύφη μου», είπε απευθυνόμενος σε ένα φίλο του αδερφού του, από τους ελάχιστους που στράφηκαν εναντίον του, αποκαλώντας τον φωναχτά «φονιά».
Η δική ορίστηκε για τον Μάρτιο του 1987, 16 μήνες μετά την τραγωδία. Συγχωριανοί του δράστη εμφανίστηκαν με πανό και τον υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο του Κιλκίς. «Δούλευα από μικρό παιδί, τους έδινα τα χρήματα και με μεταχειρίζονταν σαν ζώο. Με έπνιγε το δίκιο μου, θόλωσα και τους σκότωσα», είπε ο δολοφόνος μπροστά στους δικαστές.
Η ετυμηγορία ήταν αρκετά επιεικής δεδομένου ότι επρόκειτο για τριπλή δολοφονία. Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 27 ετών, στη μοναδική μάλλον περίπτωση στα χρονικά που μια τόσο αποτρόπαιη πράξη είχε κατά κάποιο τρόπο «κοινωνική αποδοχή».