Σήμερα η διαπίστωση ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε η κορυφαία λαϊκή φωνή στην Ελλάδα είναι μάλλον σχεδόν καθολική. Ωστόσο ακόμη κι αυτός γνώρισε αμφισβήτηση και μάλιστα από την πρώτη –κυριολεκτικά- στιγμή της επαγγελματικής του καριέρας.
Για να είμαστε πιο ακριβείς, μιλάμε για την πρώτη ηχογράφηση τραγουδιού για τον αξεπέραστο Στέλιο που έγινε το μακρινό 1952. Ο ήδη καταξιωμένος Απόστολος Καλδάρας υπογράφει μουσική και στίχους και ο Καζαντζίδης μπαίνει στο στούντιο της «Columbia» για το τραγούδι «Για μπάνιο πάω», ένα κομμάτι με πολύ διαφορετικό τίτλο αλλά και ύφος από αυτά που τελικά τον καθιέρωσαν.
Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα «αρχοντορεμπέτικο», είδος που γνώριζε άνθιση στην μεταπολεμική Ελλάδα κι αποτελούσε μια πιο… λάιτ εκδοχή του κλασικού ρεμπέτικου, αντλώντας την θεματολογία του όχι από τους τεκέδες αλλά από την αστική τάξη των Αθηνών. Ο καύσωνας που είχε χτυπήσει εκείνο το καλοκαίρι την πρωτεύουσα ήταν και η πηγή έμπνευσης του δημιουργού.
Η αλήθεια είναι ότι ακούγοντάς το δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς ότι η φωνή ανήκει στον Καζαντζίδη… Σε κάθε περίπτωση πάντως αποδείχθηκε παταγώδης αποτυχία. Στον κόσμο δεν άρεσε, ενώ και ο ίδιος ο τραγουδιστής δέχτηκε μπόλικη κριτική αφού αρκετοί θεώρησαν ότι προσπαθούσε να αντιγράψει τον ήδη φτασμένο τότε ερμηνευτή Πρόδρομο Τσαουσάκη. Επιπλέον, ο Μανώλης Χιώτης το προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Του τόνισε ότι πέρα από την ομοιότητα στην φωνή, η εικόνα του με την κιθάρα και ιδίως εκείνο το μουστάκι που έφερε ως νέος ο Καζαντζίδης έκανε το υποτιθέμενε «copy-paste» ακόμη πιο εμφανές.
«Κόψ’ το γιατί είναι σαν βούρτσα» τον συμβούλεψε, θέλοντας ουσιαστικά να του τονίσει ότι η επιτυχία στο καλλιτεχνικό στερέωμα δεν ήταν μόνο θέμα φωνής αλλά και επιλογών σε ό,τι σχετίζεται με το γενικότερο προσωπικό στυλ. Ίσως αυτή η αποτυχία να ήταν και ένας από τους λόγους ο Καζαντζίδης δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τα ρεμπέτικα και προτίμησε να μείνει πιστός στο είδος που τον καθιέρωσε και το υπηρέτησε για δεκαετίες.
Για να συμβεί αυτό βέβαια, χρειαζόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτή του δόθηκε από τον μεγάλο Γιάννη Παπαϊωάννου. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης είχε απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη στο μέταλλο της φωνής του Καζαντζίδη και έτσι λίγο καιρό μετά το «Για μπάνιο πάω», γράφει το «Βαλίτσες» ή «Δεν θέλω το κακό σου», το οποίο γίνεται η πρώτη μεγάλη επιτυχία του –τότε- νεαρού ερμηνευτή.
Αργότερα τόσο ο Παπαϊωάννου όσο και ο Χιώτης αλλά και άλλοι όπως ο Καραπατάκης και ο Χρυσίνης θα σταθούν δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη δίνοντάς του συμβουλές που έκαναν την διαφορά και τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του και τελικά να χαράξει την δική του, μοναδική και ασύγκριτη, πορεία στο μουσικό στερέωμα της χώρας, τραγουδώντας για τον πόνο και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων και του λαού που τόσο τον λάτρεψε.