Τα τελευταία 2 χρόνια, τα ειδεχθή εγκλήματα που έχουν καταλάβει μεγάλο μέρος της δημοσιότητας, έχουν ανοίξει μια συζήτηση για το αν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα ή αν έχουν γίνει πιο στυγνοί οι εγκληματίες.
Σε κάτι τέτοια ερωτήματα, εμφανίζονται ιστορίες από το παρελθόν, καταγεγραμμένα γεγονότα, για να δώσουν απαντήσεις.
Πίσω στο 1909 διαπράχθηκε το (χαρακτηρισμένο ως) έγκλημα του αιώνα, όταν ένας τσαγκάρης με δίψα για εκδίκηση, βρέθηκε να μαχαιρώνει θανάσιμα 15 ανθρώπους και να ξεκληρίζει ένα ολόκληρο χωριό.
Ζώντας στα Γερακιτιάνικα των Αρωνιάδικων στα Κύθηρα, ένας τσαγκάρης, μάστορας και οργανοπαίκτης είχε αναλάβει μια παραγγελία για στιβάνια που του είχε παραγγείλει μια γυναίκα από διπλανό χωριό.
Εκείνος τα ετοίμασε, όμως όταν η πελάτισσα πήγε να τα παραλάβει, αρνήθηκε να πληρώσει και μετά από αντιπαράθεση, τον προσκάλεσε σπίτι της για να πάρει τα λεφτά.
Ο τσαγκάρης πήγε, ήταν όμως άτυχος γιατί όσο περίμενε να πάρει την αμοιβή του, κατέφτασε ο άντρας της που θεώρησε ότι επρόκειτο για μοιχεία από τη γυναίκα του. Επιτέθηκε και έδειρε τον τσαγκάρη, ο οποίος έφυγε κυνηγημένος και χωρίς να πάρει τα λεφτά του.
Γρήγορα βγήκε στο χωριό φήμη πως ο τσαγκάρης παρενοχλεί παντρεμένες κι έχασε την πελατεία του, με αποτέλεσμα η δουλειά να κλείσει και να μείνει άνεργος.
Πήρε τα μπογαλάκια του και κατευθύνθηκε στην Αθήνα, θέλοντας να αφήσει πίσω του τη ρετσινιά. Έπιασε δουλειά πάλι σε τσαγκαράδικο και απέκτησε φήμη ως ένας από τους καλύτερους. Το αφεντικό του μάλιστα ήταν από τα Κύθηρα. Όμως οι υπόλοιποι καλφάδες στο τσαγκαράδικο τον φθονούσαν για τις ικανότητες του και του έστησαν κομπίνα.
Τοποθέτησαν στην τσάντα του εργαλεία και τον ενοχοποίησαν ως κλέφτη. Το αφεντικό, λόγω της καταγωγής, θέλησε να τον αφήσει να φύγει, αλλά η γυναίκα του τράβηξε το σχοινί στα άκρα. Του ασκήθηκε δίωξη για υπεξαίρεση και κλοπή, καταδικάστηκε και μπήκε στη φυλακή.
Όταν βγήκε μετά από μερικούς μήνες, έπιασε αλλού δουλειά, από την οποία όμως απολύθηκε λόγω της ρετσινιάς που κουβαλούσε.
Ήταν η τρίτη απόλυση και η επιστροφή στην ανεργία. Ο τσαγκάρης δεν το άντεξε και αποφάσισε να εκδικηθεί όσους τον είχαν εξαναγκάσει σε φυγή από τον τόπο του.
Μπήκε στο πλοίο, έπλευσε για τα Κύθηρα και γύρισε στο χωριό του. Στις 23 Αυγούστου αποφάσισε να τιμωρήσει όσους τον οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Πήρε ένα μαχαίρι και κατευθύνθηκε προς τα Πιτσινιάνικα.
Όντας όμως υπό την επήρεια ναρκωτικών, έχασε τον δρόμο του και βρέθηκε στις Καλοκαιρινές Κυθήρων, σε μια εκκλησία όπου θα τελείτο μια βάφτιση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ο τσαγκάρης μπήκε στην εκκλησία, χτύπησε τις καμπάνες, προσέλκυσε τους χωριανούς και αφού στήθηκε σε ένα δρομάκι που δεν φαινόταν, περίμενε να έρθει κόσμος για να αρχίσει την επίθεσή του.
15 άνθρωποι, ανάμεσα τους μια έγκυος και δύο παιδιά, είδαν το μαχαίρι του τσαγκάρη να μπήγεται βαθιά μέσα τους και να τους σκοτώνει. Πριν προλάβει να συνεχίσει το αμόκ, ο παπάς πήρε το τυφέκι και τον πυροβόλησε στην πλάτη, δίχως να τον πετύχει θανάσιμα.
Ο τσαγκάρης τράπηκε αιμόφυρτος σε φυγή, ενόσω ο παπάς και εναπομείναντες ζωντανοί προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί, θεωρώντας αρχικά πως πρόκειται για πειρατική επιδρομή.
Κρυμμένος στην ταράτσα του για ένα 24ωρο, με το αίμα του να τον προδίδει, ο δράστης συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Κι ενώ όλοι περίμεναν πως θα του επιβληθεί θανατική ποινή, καταδικάστηκε σε ισόβια και του ανετέθη ρόλος δήμιου, όπως συνηθιζόταν σε εγκληματίες με τέτοιο ιστορικό.
Ο Α.Λ. κατέληξε στις φυλακές Ναυπλίου, όπου ήταν και διάφοροι Μανιάτες, και μπήκε στην κορυφή της ιεραρχίας, έχοντας τον μεγαλύτερο αριθμό δολοφονιών στο βιογραφικό του. Μέσα στη φυλακή μάλιστα διέπραξε και μια 16η δολοφονία, η οποία του προσέδωσε το παρατσούκλι «Καπετάν 16».
Αυτό θα ήταν και το τελευταίο του θύμα. Αναφορές της εποχής λένε πως ο 16ος ήταν ένας Μανιάτης και οι συντοπίτες του μες στη φυλακή θέλησαν να πάρουν εκδίκηση. Συνεννοήθηκαν λοιπόν, με τον κουρέα των φυλακών, ο οποίος κάρφωσε ξυράφι στον λαιμό του Κυθήριου τσαγκάρη.
Με τα χρόνια να περνάνε, ο Α. Λ. απέκτησε φήμη και μια ελεγεία που βασίστηκε και στα δημοτικά στιχάκια.
«Πάνω στις Καλοκαιρινές, τη μέγα πολιτεία/ ο Λ. έκανε ματοχυσία/ Πάνω στις Καλοκαιρινές αγνάντια στον Πονέντε/ ο Λ. έσφαξε άτομα δεκαπέντε», έλεγε ένα δημώδες.
Από στόμα σε στόμα η ιστορία αποκτούσε διαστάσεις μύθου και οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου Δεκαεπτά Κλωστές από τις Εκδόσεις Κάπα Εκδοτική τον Ιούλιο του 2020, με τον συγγραφέα Πάνο Δημάκη να συλλέγει όλες αυτές τις πληροφορίες και να τις παραθέτει.
Στο βιβλίο του ο κ. Δημάκης έδωσε μια διαφορετική περιγραφή και έδωσε άφεση αμαρτιών στον τσαγκάρη, ρίχνοντας την ευθύνη σε αυτούς που τον άφησαν άνεργο. Ο κ. Δημάκης είναι που το αποκαλεί το μεγαλύτερο έγκλημα του αιώνα στην Ελλάδα.
Μετά το βιβλίο, αυτός ο εγκληματίας αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για τον Σωτήρη Τσαφούλια που με την χρηματοδότηση της Cosmote TV θα στήσει μια νέα σειρά, καθώς θα έχει τελειώσει και το Έτερος Εγώ, που θα καταπιάνεται με αυτή τη μαζική δολοφονία.
«Ετοιμάζουμε μία καινούργια σειρά τώρα, που είναι μία πραγματική ιστορία. Είναι η μεγαλύτερη μαζική δολοφονία που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Συνέβη στα Κύθηρα το 1909. Δείχνει πώς εμείς οι άνθρωποι δημιουργούμε τα τέρατα κι όταν αυτά μας χτυπούν, αναρωτιόμαστε τι κάναμε λάθος», δήλωσε πριν λίγες ημέρες ο Τσαφούλιας για τη σειρά αυτή.