Το ιταλικό πυροβολικό σφυροκοπά τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονται στην Διποταμιά της Βορείου Ηπείρου. Οι περισσότεροι σπεύδουν να βρουν ένα σημείο για να καλυφθούν από τα πυρά, την ώρα που ένας στρατιώτης παραμένει στη θέση του προσπαθώντας να τελειώσει στα γρήγορα ένα γράμμα προς την μητέρα του.
Δεν θα τα καταφέρει ποτέ… Τα θραύσματα τον τραυματίζουν θανάσιμα κι έτσι ο Μίμης Πιερράκος γίνεται ένα με την ιστορία καθώς ο ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού είναι ο πρώτος Έλληνας αθλητής που πεθαίνει στο Αλβανικό Μέτωπο κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπερασπιζόμενος την πατρίδα…
Το ημερολόγιο έγραφε 18 Νοεμβρίου 1940 δηλαδή είχαν περάσει μόλις τρεις εβδομάδες από την κήρυξη του πολέμου. Ο Μίμης ήταν από πρώτους που έσπευσαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα. Έχοντας υπάρξει ποδοσφαιριστής –και μάλιστα διεθνής– θα μπορούσε να μείνει στην Αθήνα, εκείνος όμως θέλησε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή.
Τότε ήταν 34 ετών και στην τελευταία χρονιά της καριέρας του αλλά και της ζωής του είχε κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας λίγους μήνες πριν. Μία δεκαετία νωρίτερα είχε πανηγυρίσει και το πρωτάθλημα του 1930, το πρώτο στην ιστορία του τριφυλλιού. Στις 15 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός έπαιξαν στο ουδέτερο γήπεδο του Άρη, με τους πράσινους να επικρατούν με 2-1. Το γκολ του Μίμη Πιερράκου έμελε να διαμορφώσει το τελικό σκορ και να χαρίσει στον χαρισματικό επιθετικό παντοτινή θέση στις καρδιές των αγνών εκείνη την εποχή φιλάθλων. Άλλωστε εκεί βρισκόταν ήδη από την 1η Ιουνίου όταν οι δύο ομάδες είχαν τεθεί ξανά αντιμέτωπες σε εκείνο το μυθικό 8-2 υπέρ του τριφυλλιού, με τον «Μπρακ» όπως ήταν το παρατσούκλι του, να βάζει άλλα δύο τέρματα.
Ήταν ήδη ένας μικρός λαϊκός ήρωας για την γειτονιά του εκεί στον Νέο Κόσμο. Όλοι ένιωθαν περήφανοι που δύο παιδιά της περιοχής (με καταγωγή από το Γύθειο, αλλά μεγαλωμένα στην Αθήνα), ο Μίμης και ο αδελφός του ο Στέφανος, έπαιζαν μπάλα στον Παναθηναϊκό. Όλοι μαζί ανηφόριζαν μέχρι την Λεωφόρο για να τους δουν να αγωνίζονται και να… μυρωθούν από τις επιτυχίες τους.
Στο τριφύλλι είχε ενταχθεί σε ηλικία μόλις 17 ετών, παιδί ακόμα, μετακομίζοντας από την κοντινή Ένωση Αμπελοκήπων. Στα 19 του ήταν ήδη βασικός παίζοντας με επιτυχία σε όλες τις θέσεις της επίθεσης, κυρίως χάρη στην άνεσή του να ντριμπλάρει –κατά κύριο λόγο από τα αριστερά- και στην ευχέρειά του στο γκολ. Σήμα κατατεθέν του τα «φαρμακερά» σουτ από απόσταση με τα οποία εξέθετε τους αντίπαλους τερματοφύλακες και ξεσήκωνε τα πλήθη.
Από το 1926 ως το 1933 το έκανε τιμώντας την φανέλα με το τριφύλλι, στη συνέχεια ακολούθησε μια τριετία ως παίκτης-προπονητής στην Κύπρο με την Ανόρθωση, πριν επιστρέψει το 1936 στην ομάδα της καρδιάς του για να κλείσει τελικά την καριέρα του το 1940 με έναν τίτλο. Μόνο τότε αποκάλυψε το μυστικό του, ότι δηλαδή έπαιζε με ένα χρόνιο πρόβλημα τραυματισμού στην περόνη, σφίγγοντας κάθε φορά τα δόντια και προσπαθώντας να μην το αποκαλύψει. Ο λόγος είναι ότι αν το γνώριζαν οι αντίπαλοι θα μπορούσαν να τον «σημαδέψουν» και ενδεχομένως να του προκαλέσουν κάποιο μόνιμο «κουσούρι», πέρα φυσικά από τον οξύτατο πόνο.
Το πρωινό της 18ης Νοεμβρίου 1940 είχε αιχμαλωτίσει έναν Ιταλό αλεξιπτωτιστή. Ακόμη κι εκεί ο Πιερράκος έδειξε την ανθρωπιά του. Άλλος στη θέση του μπορεί να είχε αποτελειώσει τον «εχθρό», αλλά η ψυχή του Μίμη ήταν εκείνη που «διέταξε» τα χέρια του να μην πιάσουν το όπλο για να σκοτώσουν τον ανυπεράσπιστο στρατιώτη. Λίγες ώρες αργότερα έκατσε να γράψει στη μάνα του και στον αδερφό του τον Στέφανο. Το άλλο παιδί της οικογένειας, ο Τάκης, είχε ήδη σκοτωθεί δοκιμάζοντας στην αεροπορία όπου υπηρετούσε ένα αεροσκάφος τύπου «Μπρέγκε 14». Λίγο μετά είχε φύγει από την ζωή και ο πατέρας του, φανερά κλονισμένος από τον χαμό του γιου του.
Στο γράμμα προς τον αδελφό του ζητούσε ένα πουλόβερ, τσιγάρα και λίγα χρήματα «για κανένα καφεδάκι όταν μπαίνουμε σε κανένα χωριό και για κονιάκ», όπως έγραφε, ενώ παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, μετέφερε μια εικόνα που δεν θα προκαλούσε ανησυχία στους δικούς του. «Πάμε Υπερ-Υπέροχα…Αν δεν είχα έλλειψι νέων σας θα νόμιζα πως βρίσκομαι σε εξοχή» λέει και μάλιστα κάνει και χιούμορ όταν περιγράφει το πώς έσπευσε να προλάβει και να συλλάβει τον Ιταλό αεροπόρο: «Αν έβλεπε το τρέξιμό μου ο Σίμιτσεκ σίγουρα θα με έβαζε στην εθνική για τα 5.000 μέτρα»…
Λίγο αργότερα έπιασε το μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί για να γράψει και στη λατρεμένη μητέρα του που πάντα την αποκαλούσε «Μάνα», γεμίζοντας το στόμα του με αυτή την μαγική λέξη. Δεν πρόλαβε… Ο βομβαρδισμός από το εχθρικό πυροβολικό έκανε τους πάντες να τρέξουν να καλυφθούν. Εκείνος δεν πρόφτασε… Ένα θραύσμα μιας οβίδας έβαλε τους τίτλους τέλους στη ζωή του, κάνοντας θρύλο έναν γνήσιο λαϊκό ήρωα μιας άλλης εποχής, πολύ μακρινής από την δική μας. Θάφτηκε μαζί με άλλους Έλληνες στρατιώτες στην Αλβανία και μετά το τέλος του πολέμου ο αδελφός του, Στέφανος, κίνησε γη και ουρανό για να βρει τον τάφο του. Τον εντόπισε με την βοήθεια ενός έφεδρου λοχία κι ενός Βορειοηπειρώτη και το 1950 μετέβη στην περιοχή για να μεταφέρει τα οστά του στο νεκροταφείο του Ζωγράφου. Όπως άρμοζε, η τελευταία κατοικία του ήταν κοντά στο γήπεδο της λατρεμένης του ομάδας, σκεπασμένη από το λάβαρο με το τριφύλλι και την ελληνική σημαία…