Με τα χρόνια να έχουν περάσει, το παρελθόν να ντύνεται πάντα με έναν πιο ρομαντικό μανδύα, είναι εύκολο να νομίσει κανείς πως οτιδήποτε έκανε η Τζένη Καρέζη, είχε και επιτυχία. Ο συλλογικός νους την έχει κατατάξει ως μια σπουδαία ηθοποιό και υπήρξε δημοφιλέστατη αρτίστα. Μόνο που δεν ισχύει πως ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Είχε κι αυτή τις αποτυχίες της, τις κακές της στιγμές.
Μια εξ αυτές ήταν στο τηλεοπτικό της ντεμπούτο. Είχε σαγηνευτεί από το τότε φουλ αναπτυσσόμενο στα μέρη μας μέσο, το οποίο άρχιζε να μπαίνει στα σπίτια ολοένα και περισσότερων Ελλήνων. Είχε καταλάβει πως το μέλλον ήταν εκεί. Πως έπρεπε δηλαδή να υπάρξει καλλιτεχνικά και μέσω αυτού.
Για την πρώτη της απόπειρα στη μικρή οθόνη συνεπώς, διάλεξε ένα θέμα που ένιωθε πως «είχε». Την περίοδο της γερμανικής κατοχής. «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Μια γυναίκα στην Αντίσταση», το βιογραφικό της στόλιζαν ταινίες του είδους. Με τον σύζυγό της, Κώστα Καζάκο πλάι της και σε αυτήν την επαγγελματική προσπάθεια, ένιωσε έτοιμη να τολμήσει το βήμα. Σε μια πολύ ακριβή για τα δεδομένα της εποχής παραγωγή, ενώ και ο μισθός της «ζάλιζε» (όσους λίγους ήξεραν πόσα έπαιρνε).
Το ημερολόγιο έγραφε 20 Φεβρουαρίου του 1973 όταν από τη συχνότητα της τότε ΕΙΡΤ έκανε πρεμιέρα η σειρά «Μαρίνα Αυγέρη». Ο κόσμος το περίμενε πώς και πώς. Ειδικά καθώς είχε και ένα πέπλο μυστηρίου ως συνοδεία. «Παυλίνα Μπόταση» έλεγαν οι τίτλοι ως όνομα σεναριογράφου, με το σκαμπρόζικο του ότι κανείς δεν ήξερε ποια είναι. Όλοι αναρωτιόντουσαν πως είναι δυνατόν να υπογράφει τη σειρά ένα όνομα παντελώς άγνωστο στο χώρο. Αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι είναι η ίδια η Καρέζη, κάτι που η ίδια έσπευσε να διαψεύσει. Στάχτη στα μάτια έριχνε, χρόνια αργότερα ο Φρέντυ Γερμανός, μεγάλος δημοσιογράφος σε όλα του, θα της αποσπούσε την ιστορική αλήθεια.
Μία ή άλλη, η σειρά δεν «περπάτησε». Δεν είναι πως δεν την έβλεπε κανείς, αλλά η τηλεθέαση δεν ήταν η αναμενόμενη. Κατά βάση, νικήθηκε από τον ανταγωνισμό του «Η γειτονιά μας» του Κώστα Πρετεντέρη, που μεταδιδόταν τις ίδιες ώρες και μέρες από την ΥΕΝΕΔ. Άλλαξε κάποια στιγμή η μία από τις δύο μέρες προβολής, αλλά και πάλι, η ζημιά δεν μαζεύτηκε. Δεν ήταν πάντως αυτή η χαριστική βολή. Αυτήν την επέφερε η χούντα. Το καθεστώς είχε βάλει στο μάτι Καρέζη και Καζάκο, που το καλοκαίρι του 1973 ανέβασαν στο θέατρο το θρυλικό «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το οποίο έσφαζε με ευφυέστατο όσο και αιχμηρότατο τρόπο τη δικτατορία.
Το καθεστώς έβαλε στη μαύρη λίστα τους δύο πρωταγωνιστές και έψαχνε τρόπο να τους εκδικηθεί για την «αποκοτιά» τους. Οι παρεμβάσεις, άλλωστε, προϋπήρχαν και είχαν ως συνέπεια μεταξύ άλλων να «τελειώσουν» με συνοπτικές διαδικασίες μέλη του καστ (όπως τον Κώστα Αρζόγλου) που είχαν φακελωθεί ως αντικαθεστωτικοί. Και το Νοέμβριο του 1973, εντελώς απροειδοποίητα και ξαφνικά, έπεσε μαύρο στη «Μαρίνα Αυγέρη». Μετά από 40 και κάτι επεισόδια διάρκειας μισής ώρα το καθένα. Ένα μήνα αργότερα, ήρθε το Πολυτεχνείο και Καρέζη-Καζάκος συγκαταλέχθηκαν στα χιλιάδες θύματα της οργισμένης αντίδρασης των χουντικών. Βρέθηκαν στα κρατητήρια της Ασφαλείας, θα έβγαιναν μετά από ένα μήνα.
Θα μπορούσαμε ποτέ να δούμε τι μέρους του λόγου ήταν αυτή η σειρά; Δυστυχώς, όχι. Καταστράφηκαν όλες οι κόπιες, στο αρχείο της ΕΡΤ δεν υπάρχει ίχνος. Μόνο από περιοδικά της εποχής και τις περιλήψεις των επεισοδίων μπορεί κάποιος να πάρει «μυρωδιά» για την υπόθεση. Μάλλον γι’ αυτό η «Μαρίνα Αυγέρη» συνδυάστηκε με ένα πλαίσιο θρύλου. Για την ιστορία να πούμε πως ακόμα και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας, Καρέζη και τηλεόραση δεν έκαναν ποτέ «ταίρι». Ούτε «Η μεγάλη περιπέτεια» ούτε η «Μαύρη χρυσαλλίδα» αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το κοινό. Μάλλον το μέσο δεν ήταν φτιαγμένο για την Τζένη, μάλλον ο κόσμος την είχε συνδέσει αποκλειστικά με το σινεμά. Χωρίς βέβαια αυτό να αφαιρεί κάτι από το μύθο της.