Ξέρετε… θυμάμαι.
Όχι όπως μια φορά κι ένα κάποτε, τότε που τα χέρια μου δεν είχαν καφετιές κηλίδες και τα μαλλιά μου δεν έμοιαζαν λες και είχε περάσει ο Μωυσής και τα είχε χωρίσει στη μέση σαν άλλη Ερυθρά Θάλασσα, αλλά ακόμα και τώρα αν προκαλέσω το μυαλό μου σε μια παρτίδα σκάκι (φανταστείτε, για λόγους δραματικότητας, την σκηνή από την «Έβδομη Σφραγίδα») έχω καλές πιθανότητες να πέσω μαχόμενος πριν το ματ.
Μη με παρεξηγήσετε, δεν είπα ότι θυμάμαι τα πάντα. Στην ηλικία μου θεωρείται άθλος το να σου ’ρχεται με τη μία το όνομα της γυναίκας σου όποτε την βλέπεις (εγώ την αποκαλώ «γλυκιά μου» από το 1989 κι έπειτα, μιας και αμφιρρέπω μεταξύ του Ματίνα και Κατίνα και δε θέλω να εκτεθώ), αλλά δεν έχω φυράνει τελείως.
Για παράδειγμα, δεν έχω ιδέα πώς φόρεσα σήμερα αυτή την κίτρινη φανέλα με το SATO μπροστά. Ξέρω, όμως, πώς με κάνει να αισθάνομαι το 6 που έχει στην πλάτη: απλώνει μια γλυκιά ζεστασιά σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Μπορεί να είμαι δεδηλωμένος άθεος, μα στο μπάσκετ, όταν σκέφτομαι τον Θεό, γίνομαι φονταμενταλιστής μέχρι να πει κανείς «τριπλό σπάσιμο της μέσης».
Ξέρω πως οι αναμνήσεις στην περίπτωσή μου- που ακόμα και το να με αποκαλέσεις «μεσήλικα» είναι ξεδιάντροπο κομπλιμέντο- κάνουν κακό, αλλά τι πειράζει αν σκέφτεσαι πού και πού τα περασμένα; Ξέρετε κανέναν να πέθανε από μεταστατικό καρκίνο της παρελθοντολαγνείας;
Ακούστε λοιπόν τις αναλαμπές απτού τρόμου που μ’ επισκέπτονται ανά τακτά διαστήματα και, μεταξύ μας, τις απολαμβάνω όσο τίποτα: ένας Γιουγκοσλάβος, που έπαιζε στον ΠΑΟΚ, αρχίζει να τα μπουμπουνάει έξω από τα 6.25, το ένα μετά το άλλο. Βάζουμε πάνω του τον Γιαννάκη, τίποτα- το εύηχο βιολί του αυτός. Χλατς, χλατς, ΧΛΑΤΣ, ΧΛΑΤΣ! Ο τύπος μας το έχει «κολλήσει» ακόμα και από το κέντρο, σε νεκρό σχεδόν χρόνο, σε ιστορική ματσάρα στο Παλέ.
Τον λάτρευα εκείνο τον Γιουγκοσλάβο, κι ας ήταν στον αιώνιο εχθρό. Ο τύπος αποδείκνυε σε κάθε παιχνίδι πως διαθέτει ένα ζευγάρι από άθραυστα (θα το έλεγα κομψοεπώς, αλλά ένα από τα ελάχιστα καλά των γηρατειών είναι πως δε δίνεις δεκάρα για το τι θα πουν οι άλλοι για σένα) αρχίδι@ και οι πιθανότητες να χαμηλώσει το βλέμμα επειδή βρήκε στο διάβα του την οποιαδήποτε αυτοκρατορία ήταν λιγότερες κι από το να εκδώσει εκκλησιαστικό ένθετο στο Playboy ο Χιου Χέφνερ.
Μπορεί ο εγκέφαλός μου να πλέκει, σαν αποκρουστική υπέργηρη αράχνη, οφθαλμαπάτες στον χρόνο, όπως σήμερα που κοίταξα το ημερολόγιο- έλεγε 17 Μαρτίου- ξεπήδησε μια ανάμνηση τόσο έντονα πορτοκαλί που πόνεσαν τα μάτια της ψυχής μου: Νάντ, 1992, 17/3. Ρεάλ Μαδρίτης εναντίον ΠΑΟΚ, τελικός του κυπέλλου κυπελλούχων.
Ξέρω ότι πλατειάζω περισσότερο κι από φίλαθλο του Πανιωνίου- που, όσο να πεις, έχει μια ιδιαίτερη αγάπη για τις πλατείες- αλλά επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση σε μια ιστορία που, μεταξύ μας, δύσκολα θα πάρει το Όσκαρ Καλύτερου Ειρμού: ο Δικέφαλος τότε προερχόταν από ευρωπαϊκή κούπα (το 1991 στην Σαραγόσα), είχε στον πάγκο τον ανυπέρβλητο δάσκαλο Ντούσαν Ίβκοβιτς και στο παρκέ τον ήρωά μας, τον Κόρφα, τον Μπάρλοου, τον Φιλίππου, τον Φασούλα, τον Μπουντούρη- κανονική αρμάδα που όταν γινόταν το τζάμπολ κρινόταν αναγκαίο το να κρυφτούν τα γυναικόπαιδα υπό τον φόβο της αγωνιστικής σφαγής του αντιπάλου.
Στον τελικό, βέβαια, ο Δικέφαλος είχε απέναντί του τη Βασίλισσα και, όσο να πεις, τα αταβιστικά χαρακτηριστικά επέτασσαν, σχεδόν, το να υποκλιθείς αυτοστιγμεί με το που θα την έβλεπες λευκοντυμένη μέσα στις τέσσερις γραμμές.
Αμ δε: οι επικείμενοι πρωταθλητές Ελλάδος μπορεί να ήπιαν μεγάλες ποσότητες νερού και η διαφορά να έφτασε ακόμα και τους 17 πόντους υπέρ της Ρεάλ, όμως σάλπισαν αντεπίθεση, πρωτοστατούντος του παιχταρά με το 7, μέχρι που πήγαν στο «απροσδόκητο» -3.
Τότε, στην προτελευταία φάση του αγώνα, ένα άυλο βιολί- και πιο συγκεκριμένα το πρώτο του ΠΑΟΚ- αποφάσισε να γράψει τη μελωδία της εφήμερης ευτυχίας: ντρίμπλα, ντρίμπλα, ντρίπλα, σταμάτημα στα 9 μέτρα, οι αδιαμφισβήτητες μπάλες του να δίνουν ώθηση στην μπάλα, η πορτοκαλί θεά αποχωρίζεται τα ταλαντούχα χέρια και ξεκινάει για το ταξίδι που πάνω απ’ όλα σημασία έχει ο προορισμός, ξεδιάντροπο φλερτ με το διχτάκι, ασάλιωτο, 63-63.
Προσέξτε: το 1992 δεν υπήρχαν ούτε οι Κάρι ούτε οι Λίλαρντ αυτού του κόσμου που έχουν μετατρέψει από παραλογισμό σε καθημερινότητα τα σουτ από το λόγκο. Κι όμως, ο αιώνιος αντίπαλος (ο αιώνιος αγαπημένος αντίπαλος) τόλμησε να σταματήσει 3 μέτρα πίσω από την γραμμή του τρίποντου, σε τελικό μεγάλης διοργάνωσης, και να πάρει αυτό το σουτ. Διόρθωση: να πάρει και να βάλει αυτό το σουτ.
Μα, τι χαζός που είμαι: με συνεπήρε το συναίσθημα και τόση ώρα αντί να γράφω, μιλάω φωναχτά. Ξύπνησα τους φίλους μου, φευγάτοι από καιρό οι περισσότεροι, και τώρα στήνουν πάρτι στο κέντρο του μυαλού μου. Η μία ξεχασμένη πόρτα μετά την άλλη ανοίγουν με κρότο και τα παιδιά, Αρειανοί κι αυτοί, έχουν όρεξη για λίγη παλιά, καλοδεχούμενη καζούρα.
Τα χείλη τους σχηματίζουν μια άηχη, διατυπωμένη μυριάδες φορές, ερώτηση: Τι. Έγινε. Μετά.
Εννοούν, προφανώς, μετά το ανυπέρβλητο τρίποντο του Μπάνε. Κέρδισε ο ΠΑΟΚ; Έχασε; Συνέβη κάτι;
Κοιτάζω μία-μία τις μορφές. Μειδιούν. Κλείνω τα μάτια, τ’ ανοίγω, έχουν φύγει. Ελπίζω να με άκουσαν όταν ψέλλισα την απάντηση: συγχωρήστε με, μα δεν τα θυμάμαι όλα.
Θυμάμαι στιγμές.