Κόκκινο μαντήλι, τζιν πουκάμισο: Ο λόγος που ο Νίκος Παπάζογλου δεν άλλαξε ποτέ «στολή εργασίας»

Ο τραγουδοποιός που έμεινε πιστός στον εαυτό του

Αμφίεση σχεδόν τόσο ξεχωριστή όσο η ιδιαίτερη φωνή του… Ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό, ένα τζιν πουκάμισο κι ένα διαρκώς αινιγματικό χαμόγελο που δύσκολα μπορούσε να αποκαλύψει όσα περνούσαν από το μυαλό του. Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ο καλλιτέχνης που αποφάσισε να ζήσει με τα πιστεύω του και να μην κάνει εκπτώσεις για κανέναν.

Το κενό που άφησε πίσω του όταν αποχαιρετούσε αυτόν τον κόσμο παραμένει τεράστιο. Όσο κι αν τα τραγούδια του φτιάχτηκαν έτσι ώστε να αντέχουν στον χρόνο, είναι βέβαιο ότι η υστεροφημίας δεν αποτέλεσε ποτέ αυτοσκοπό για εκείνον. Έτσι κι αλλιώς τα βήματά του δεν καθοδηγούνταν από τις ανάγκες του «συρμού», αλλά από τα δικά του «θέλω». Εφόσον αυτά τα δύο συναντιόνταν, ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ευτυχισμένος και το χαμόγελό του έλεγε ολόκληρη την αλήθεια.

Έχοντας κάνει από πολύ νωρίς τις επιλογές του, δημιούργησε μια φιγούρα γνώριμη και οικεία, χωρίς να μιλάμε για μια «περσόνα» φτιαχτή και επίπλαστη, «κατασκευασμένη» από μάνατζερ, ειδικούς και influencers. Το μαντίλι, το τζιν πουκάμισο –ολόκληρο το «πακέτο»- ήταν δικό του κι έτσι κατατάσσεται στη σφαίρα του πραγματικού και όχι του ψεύτικου.

Ειδικά για το κόκκινο μαντίλι, το σήμα κατατεθέν του, έχουν γραφτεί πολλά. Ο ίδιος ο Παπάζογλου κάποτε «αναγκάστηκε» να απαντήσει στις επίμονες ερωτήσεις και αποκάλυψε ότι στην αλήθεια όλα είχαν ξεκινήσει από μία παιδική ανάμνηση, παραλλαγές της οποίας λίγο-πολύ έχουμε όλοι. Την εικόνα της μάνας του να του χώνει ένα μαντίλι στην τσέπη όταν τον έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι. «Δεν μ’ άφηνε ποτέ να φύγω έτσι», είπε και συνέχισε λέγοντας ότι αυτή η μπαντάνα στη συνέχεια ήταν το μέσο για να βγάζει χαρτζιλίκι. «Παλιότερα είχα ένα κόκκινο μάλλινο πανί στην τσέπη του μπλουτζίν μου και τριγυρνούσα στους πάγκους των εμπόρων στις λαϊκές γυαλίζοντας τα φρούτα τους για να έχουν ωραία μόστρα. Μάλλον και από κει μου ‘μεινε η συνήθεια με την μπαντάνα»…

Αργότερα, όταν ο Νίκος μεγάλωσε, το κόκκινο μαντίλι που πάντα υπήρχε πάνω του, απέκτησε κι άλλη χρήση. Αναβάτης μηχανής ο Παπάζογλου, το χρησιμοποιούσε σαν μπαλακλάβα, δίνοντας μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας, όταν απάντησε στο ίδιο ερώτημα ως καλεσμένος σε εκπομπή της ΕΡΤ. Επιστρατεύοντας και ισχυρές δόσεις από το χιούμορ του, τότε, είπε: «Άρχισα να το φορώ για τη μοτοσικλέτα, γιατί, ξέρεις, καρφώνονται μέλισσες στον λαιμό σου. Ό,τι θέλεις. Άρχισε να με βοηθάει μετά στο τραγούδισμα πολύ, γιατί κρατάει τη θερμοκρασία του λαιμού σταθερή και είναι και ένα καταπληκτικό air – condition! Να σου πω πώς δουλεύει… Όταν κάνει πολλή ζέστη, γυρνάς τον κόμπο μπροστά, φεύγει η ζέστη και ανακουφίζεσαι. Όταν κρυώνεις, το γυρνάς πάλι και κλείνει. Και μετά αν κάνει πάρα πολλή ζέστη, το λύνεις και το αφήνεις έτσι και το έχεις έτοιμο για να σκουπιστείς, όποτε χρειάζεται»!

Σε μια συναυλία στα Γιάννενα το μακρινό 1982 το λάνσαρε για πρώτη φορά κι έκτοτε δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, αν κι η αλήθεια είναι ότι ήταν μια σκέψη που πέρασε από το μυαλό καθώς δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να ταυτιστεί με αυτήν την εικόνα. Ωστόσο άλλαξε οριστικά κι αμετάκλητα άποψη μετά από άλλη εμφάνισή του στη Νίσυρο, όταν του μεταφέρθηκε ένας διάλογος στον οποίο πρωταγωνιστούσε μια ηλικιωμένη κυρία η οποία αναρωτήθηκε πού πήγαινε όλος αυτός ο κόσμος στους δρόμους. Κάποιος της αποκρίθηκε «ο Νίκος Παπάζογλου», για να μονολογήσει η γριούλα: «Ο Νίκος Παπάζογλου; Αααα, ο που φορεί μαντίλι»! Κι έτσι η μπαντάνα έμεινε στη θέση της μέχρι το τέλος.

Όσο για το περίφημο τζιν πουκάμισο, προφανώς αυτό δεν ήταν ένα και μοναδικό όλα αυτά τα χρόνια. Στην αρχή τα προτιμούσε λόγο κόστους αφού ήταν φθηνά. Αργότερα, έμαθε για τον ρατσισμό που είχε συνδεθεί με αυτά καθώς θεωρούνταν ρούχο… φυλακίσιο, την ίδια ώρα που τον ίδιο ορισμένοι απέφευγαν να τον καλούν σε δημόσιες εκδηλώσεις θεωρώντας ότι δεν το… αλλάζει. Φυσικά, αυτό ήταν ένας βολικός αστικός μύθος. Πουκάμισα ο Νίκος Παπάζογλου άλλαζε, στις απόψεις είχε μια δυσκολία να το κάνει, ειδικά όταν ερχόταν σε κόντρα με τα δικά του «πιστεύω».