«Ας καώ, ας μείνω κουτσός, τι νόημα έχει»: Στη θρυλική σκηνή με το «Ηλία ρίχ’το» ο Γιώργος Αρμένης δεν λογάριασε τίποτα

Είπε αμέσως «ναι» μόλις του προτάθηκε ο ρόλος

Αν και στην πραγματική ζωή του δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον χαρακτήρα που υποδύθηκε, ο Γιώργος Αρμένης έμεινε για πάντα χαραγμένος στη συνείδηση του κοινού ως «Μάκης Τσετσένογλου», ο άνθρωπος που ισοπέδωσε το «Βιετνάμ» κι έσβησε τον νταλκά του την ίδια ώρα που κινδύνευε να καεί ζωντανός…

«Δεν κάπνιζα και δεν καπνίζω… Είχα τα Marlboro κοντά μου για να… μαστουρώνω κι έτσι μπόρεσα να φέρω τον… σκυλά στον εαυτό του. Μπήκα στον ρόλο κι έβαλα αυτό το πράγμα. Δεν ήταν εύκολο, δεν ήταν κάτι δικό μου. Δεν είχα σχέση, αλλά την απέκτησα» εξομολογήθηκε σε συνέντευξή του ο καταξιωμένος ηθοποιός ο οποίος θυμάται ότι μόλις πήρε το βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ξέσπασε σε κλάματα…

Είναι προφανές ότι αν ανήκετε σε αυτούς που δεν έχουν δει την ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, καλό θα ήταν να σταματήσετε να διαβάζετε τις παρακάτω γραμμές και σίγουρα θα πρέπει να παρακολουθήσετε το συγκεκριμένο φιλμ με την πρώτη ευκαιρία.

Σε αυτήν την τριπλή σπονδυλωτή ιστορία που διηγείται ο σκηνοθέτης, ο Έλληνας ηθοποιός κλέβει την παράσταση ως «κύριος Μάκης», ως ένας χαρακτήρας που πνίγει στα σκυλάδικα τον πόνο για την τροπή που έχει πάρει ο γάμος του, την ίδια ώρα που όλοι του συμπεριφέρονται σαν άρχοντα, καθώς εκείνος σκορπίζει άφθονο χρήμα δεξιά κι αριστερά… Δεν διαθέτει τίποτα από την φιγούρα του «Ζορμπά», αλλά με κάποιον τρόπο ενσαρκώνει αντίστοιχα τον «Έλληνα» ή τουλάχιστον μια διαφορετική εκδοχή του, προσαρμοσμένη στα μέτρα της δεκαετίας του ’80.

Το σενάριο θέλει τον Μάκη Τσετσένογλου να μην μένει μόνο στο κάποτε «παραδοσιακό» σπάσιμο των πιάτων. Σπάει ο,τι μπορεί να σπάσει (πάντα με την σύμφωνη γνώμη του δουλικού ιδιοκτήτη), μέχρι και τις τουαλέτες που παρατάσσονται στην πίστα, και στη συνέχεια αγοράζει το ίδιο το σκυλάδικο, για έναν και μοναδικό λόγο. Για να το σπάσει κι αυτό

Τα πάντα για αυτόν τελειώνουν (συνάμα με την ταινία) με έναν λυτρωτικό χορό, την στιγμή που ο εκσκαφέας γκρεμίζει το «Βιετνάμ» και ο Γιώργος Αρμένης, έχοντας πάντα την μπάντα να παίζει το «Θα πάρω φόρα», λούζεται με οινόπνευμα και βλέπει τα ρούχα του (κυρίως την θρυλική καπαρντίνα του) να πιάνουν φωτιά.

Για αυτήν την τελευταία σκηνή ο ηθοποιός κι ο σκηνοθέτης πέρασαν δύο μέρες συζητώντας το γύρισμα. Ήδη ο Παντελής Βούλγαρης τον είχε πάει πολλές φορές στα μπουζούκια για να μπει στο πετσί του ρόλου, αφού ο Αρμένης όχι μόνο δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά στην ζωή του, αλλά τα… φοβόταν κιόλας, όπως αποκάλυψε κάποτε στην ΕΡΤ!

Του εξήγησε λοιπόν πως όλα θα γίνονταν με μία λήψη. Θα πήγαιναν μέχρι το δικό του «cut» κι αυτό ήταν. Στην πρώτη απόπειρα τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Τα ρούχα δεν έπαιρναν φωτιά… «Αφήστε με λίγο μόνο μου», είπε ο Γιώργος Αρμένης κι όταν επέστρεψε μετά από μερικά λεπτά ήταν πλέον ο «Μάκης Τσετσένογλου» που πια δεν νοιαζόταν κι εκείνος για τίποτα στον κόσμο…

«Πήραμε πράσινο, πήρα εγώ οκτώ μπουκάλια. Χάλασα τα δυο για το πρώτο γύρισμα για να μην πάρουμε και πολλή φωτιά και μετά, όταν μου είπε ο Παντελής ‘’πάμε’’, άρχισα να τρέμω, αλλά είχα ρίξει τόσο πολύ μέσα στις τσέπες και παντού… Υπογράφω, βάζω φωτιά, χορεύω, καίγεται η καπαρντίνα, καίγονται τα μαλλιά μου, πετάω την καπαρντίνα και καίγονται λίγο η πλάτη και τα πλευρά μου. Εκείνη την ώρα δεν με ένοιαζε τίποτα! Γενικά στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση μπαίνω μέσα εκεί και είμαι εκεί. Ας καώ, ας πεθάνω, ας μείνω κουτσός, να μου καούν τα αυτιά και να πέσουν. Τι νόημα έχει;» συμπλήρωσε ο σπουδαίος ηθοποιός που όπως ακριβώς συνέβη και όταν άκουσε το όνομά του για το βραβείο, έτσι και μετά το τέλος του γυρίσματος, γέμισε με δάκρυα…