Μπορεί οι επαφές του Βλάσση Τσάκα με διάφορους Σαουδάραβες πρίγκιπες για την απόκτηση του Παναθηναϊκού να μην… φτούρησαν, ωστόσο παλιότερα υπήρξε μέλος της βασιλικής οικογένειας που ενδιαφέρθηκε για τους πράσινους. Πάντως το ενδιαφέρον του περιορίστηκε μόνο στην παρακολούθηση αγώνων στη Λεωφόρο για καθαρά ψυχαγωγικούς λόγους, ενώ υπό μία έννοια αποτέλεσε την έμπνευση για την ταινία «Ξυπόλητος Πρίγκηψ», με τον Κώστα Βουτσά!
Στο φιλμ που φέρει την υπογραφή του Γιάννη Δαλιανίδη σε σενάριο και σκηνοθεσία, ο Βουτσάς φυσικά δεν είναι πραγματικός Άραβας ευγενής, αλλά μεταμφιέζεται σε τέτοιον σε μια προσπάθεια να βρει χρήματα για να παντρευτεί την αγαπημένη του, που για ακόμη μία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο είναι η Μάρθα Καραγιάννη. Τα πράγματα όμως παίρνουν αναπάντεχη τροπή όταν στο ίδιο ξενοδοχείο εμφανίζεται ο «κανονικός» πρίγκιπας, τον οποίο στην ταινία υποδύεται ο Ανδρέας Μπάρκουλης.
Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντί του Μπάρκουλη θα ήταν πιθανή και η μία συνάντηση του… Βουτσά με τον πραγματικό έκπτωτο μονάρχη έκπτωτου της Σαουδικής Αραβίας, του Σαούντ Αμπίν Αμπντουλαζί Αλ Σαούντ ή για συντομία Ιμπντ Σαούντ, που εκείνη την περίοδο ζούσε όντως στην Ελλάδα και μάλιστα σε ξενοδοχείο στο Καβούρι, όπως και στο φιλμ! Ο Σαούντ είχε διαδεχθεί στον θρόνο τον πατέρα του το 1953, αλλά κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία μόνο 11 χρόνια αφού το 1964 ανατράπηκε από τον Φεϊζάλ.
Τότε ήταν που μετά από περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες όπου αναζήτησε καταφύγιο, έφτασε τελικά και στην Ελλάδα το 1965. Μαζί του έφερε τις 10 συζύγους του, το χαρέμι του και μια σειρά από αυλικούς και υπηρέτες για τις ανάγκες των οποίων χρειάστηκε να νοικιάσει 50 ολόκληρα δωμάτια σε ξενοδοχείο στο Καβούρι. Αν και έκπτωτος, ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διέθετε ακόμη πολύ μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μοιραία μετατράπηκε σε… talk of the town για την πολιτική αλλά και την κοσμική Αθήνα.
Κιμπάρης ο Ιμπν Σαούντ, έγινε σύντομο γνωστός στην νυχτερινή πρωτεύουσα για τις εμφανίσεις του στα διάφορα κέντρα, ενώ είχε και δική του σουίτα στο Χίλτον όπου πολύ συχνά συναντούσε διάφορες προσωπικότητες που μιλούσαν για την γαλαντομία του! Μπορεί να μην έταζε στον κόσμο μπιτόνια γεμάτα πετρέλαιο ως δώρα, όπως συνέβαινε στην ταινία με τον Βουτσά, αλλά από τις δικές του εν Ελλάδι δραστηριότητες λένε ότι έβγαζαν μεροκάματο περίπου 200 ελληνικές οικογένειας που έπιναν… πετροδόλαρα στο όνομά του!
Εκτός από τα μπουζούκια των οποίων έγινε τακτικός θαμώνας, συχνά τις Κυριακές ανηφόριζε από το Χίλτον στο κοντινό σε αυτόν γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου παρακολουθούσε παιχνίδια του Παναθηναϊκού. Ποιος ξέρει… Εάν το ποδόσφαιρο είχε γίνει από τότε επαγγελματικό ίσως να ενδιαφερόταν και για τις μετοχές της ΠΑΕ, πολύ πριν ο Βλάσσης Τσάκας εμπλέξει μέλη (;) της βασιλικής οικογένειας στην ιστορία της ομάδας 40 χρόνια αργότερα…
Πάντως τις εφημερίδες της εποχής τις απασχόλησε για άλλους λόγους. Κυρίως για τις δημόσιες κοσμικές εμφανίσεις του, αλλά και για την επιθυμία του να προσευχηθεί ως πιστός μουσουλμάνος, σε μια χώρα που όμως δεν διέθετε τζαμί. Βέβαια ο Αλ Σαούντ δεν ήταν ο οποιοσδήποτε για να μην του κάνουμε ως κράτος τα χατίρια… Οι καλές σχέσεις που είχε κατά την διάρκεια της βασιλείας του με τον Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά και οι ακόμη ενεργές δραστηριότητές του, σε συνδυασμό ίσως με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα ανέβαινε ξανά στον θρόνο, έκαναν την κυβέρνηση Σνα σπεύσει να ικανοποιήσει με κάθε τρόπο το αίτημά του για προσευχή.
Έτσι, για χάρη του μετέτρεψε το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στο Μοναστηράκι, σε τζαμί, όπως ήταν άλλωστε και η παλαιότερη χρήση του. Το τζαμί Τζισταράκι, λοιπόν, έγινε ξανά τόπος λατρείας του Αλλάχ τον Οκτώβριο του 1965 σε τζαμί το Μουσείο. Μάλιστα στο γεγονός το οποίο καλύφθηκε εκτενώς από τις εφημερίδες της εποχής, το παρών έδωσαν –μεταξύ άλλων- ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Χρήστος Αποστολάκος και ο υπουργός Προεδρίας Ευάγγελος Σαββόπουλος.
Πάντως οι μέρες που απέμεναν στον Ιμπν Σαούντ δεν ήταν πολλές… Τον Φεβρουάριο του 1969 υπέστη καρδιακή προσβολή και έφυγε όχι μόνο από την Αθήνα, αλλά και από την ζωή. Άφησε την τελευταία πνοή του και στη συνέχεια η σορός του μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, Ριάντ, όπου και ετάφη.