«Ευρέθη μόνο ένα νόμισμα και αυτό κίβδηλο»: Πώς εξαφανίστηκαν εκατομμύρια λίρες από το ταμείο του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους

Τα λεφτά έκαναν… φτερά!

Την άνοιξη του 1823 η Ελληνική Επανάσταση έχει μπει πλέον στην πιο κρίσιμη φάση της, με τους Έλληνες να συνειδητοποιούν ότι η αυταπάρνηση και το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα δεν αρκούν για να φέρουν την απελευθέρωση. Ο πόλεμος απαιτεί ρευστό και η μόνη πηγή χρηματοδότησης μπορεί να προέλθει με έναν τρόπο. Τον δανεισμό.

Ουσιαστικά τότε είναι που ανοίγει ο αέναος –όπως απέδειξε το μέλλον- του δημοσίου χρέους, αφού σύμφωνα με τους υπολογισμούς, τα έσοδα για το πρώτο εξάμηνο του 1823 ανέρχονταν σε 12 εκατομμύρια γρόσια και τα έξοδα για το ίδιο διάστημα σε 38 εκατομμύρια γρόσια

Τότε αποφασίστηκε να μεταβούν στο Λονδίνο με πληρεξούσιο από την κυβέρνηση οι  Ιωάννης Ορλάνδος, Ανδρέας Λουριώτης και Ανδρέας Ζαΐμης προκειμένου να συνάψουν δάνειο.  Τελικά στην πρωτεύουσα της Αγγλίας μετέβησαν οι δύο πρώτοι και τον Φεβρουάριο του 1824 συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν. Το επιτόκιο ορίστηκε στο 5%, η προμήθεια έφτανε στο 3%, τα ασφάλιστρα στο 1,5%, ενώ ως περίοδος αποπληρωμής ορίστηκαν τα 36 χρόνια.

Στην πραγματικότητα όμως τα χρήματα που έφτασαν τελικά στην Ελλάδα ήταν πολύ λιγότερα. Αρχικά το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού, άρα στις 472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες, με αποτέλεσμα σε τράπεζες της Ζακύνθου να φτάσουν μόλις 298.000 οι οποίες κατά κύριο λόγο δαπανήθηκαν στις εμφύλιες διαμάχες, με την τελική επικράτηση της πλευράς Κουντουριώτη.

Αν και τότε υπήρξαν πολλές φωνές που κατηγόρησαν τους Ορλάνδο και Λουριώτη όχι μόνο για τους όρους σύναψης του δανείου αλλά και για μεγάλες προσωπικές σπατάλες, μερικούς μήνες αργότερα –και με τα ταμεία να παραμένουν άδεια- η Ελλάδα έβαλε και πάλι μπροστά αυτούς τους δύο για νέο δάνειο. Και μάλιστα ακόμη μεγαλύτερο αφού θα έφτανε τα 2.000.000 λίρες!

Δυστυχώς τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ακριβώς έγινε και με το προηγούμενο…

Όπως και στο πρώτο δάνειο, το καθαρό ποσό ορίστηκε στο 55% του ονομαστικού περιορίστηκε, δηλαδή στο 1.100.000 και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες (μεσιτικά 68.000, εξαγορά ομολογιών του δανείου 212.200, συμβολαιογραφικά 13.700, έξοδα Λουριώτη και Ορλανδού 15.487) φτάνοντας το ποσό μόλις στις 816.000 λίρες.

Στη συνέχεια δόθηκαν 156.000 λίρες για να κατασκευαστούν δύο ατμοκίνητες πολεμικές φρεγάτες, αλλά τελικά στην Ελλάδα έφτασε μόνο μία κι αυτή μετά το τέλος της επανάστασης, ενώ άλλες 123.000 λίρες δόθηκαν στην Αγγλία για την ναυπήγηση έξι ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία ήρθε μόνο το 1826 το «Καρτερία»!

Η λίστα της ντροπής με τα λεφτά που έκαναν «φτερά» δεν έχει τελειωμό αφού 37.000 λίρες παρακρατήθηκαν για λογαριασμό του «φιλέλληνα» Κόχραν, 77.200 για πληρωμή πολεμοφοδίων που χρωστούσε η Ελλάδα σε εργοστάσια της Αγγλίας και 47.000 για διάφορες άλλες πληρωμές. Αποτέλεσμα; Στην Ελλάδα για τον Αγώνα έφτασαν μόλις 190.000 λίρες που και πάλι περισσότερο χρησιμοποιήθηκαν στις εγχώριες έριδες, παρά για την αντίσταση στους Τούρκους.

Όταν αργότερα ανέλαβε τις τύχες του νεοσύστατου κράτους ο Ιωάννης Καποδίστριας διόρισε μια μια τριμελή επιτροπή για την καταγραφή της εθνικής περιουσίας, για να λάβει την πολύ σύντομη αλλά απολύτως ενδεικτική της κατάστασης απάντηση του προέδρου της, Ανδρέα Κοντοσταύλου που έγραψε: «Κύριε κυβερνήτα, στο ταμείο του κράτους ευρέθη μόνο ένα νόμισμα και αυτό κίβδηλο»!