Το μεγαλύτερο ρατσιστικό πογκρόμ στην ιστορία τους: Όταν οι Καναδοί άρχισαν να σκοτώνουν Έλληνες «για να ξεβρομίσει ο τόπος»

Ο «βίαιος Αύγουστος» του Τορόντο

Κάτι παραπάνω από έναν αιώνα πριν οι Έλληνες που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για μια καλύτερη ζωή είδαν Καναδούς (υποτίθεται τους νέους συμπατριώτες τους) να εξαπολύουν ένα άνευ προηγουμένου ρατσιστικό πογκρόμ εναντίον τους, που έμεινε στην ιστορία ως ο «βίαιος Αύγουστος» του Τορόντο.

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1918 κι έχει περάσει κάτι παραπάνω από ένας χρόνος από την ημέρα που η Ελλάδα εγκατέλειψε την ως τότε στάση ουδετερότητας που είχε υιοθετήσει και μετά από απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μπαίνει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.

Ωστόσο ήδη οι μάχες μαίνονταν από το 2014 και στο μεταξύ ο μακρινός Καναδάς είχε εισέλθει προηγουμένως και εκείνος νωρίτερα. Οι πολίτες της συγκεκριμένης χώρας ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου μετανάστες από την Ευρώπη, με αποτέλεσμα οι εκεί Αρχές να τους χωρίσουν σε δύο κατηγορίες. Από την μία βρίσκονταν όσοι προέρχονταν από χώρες της Αντάντ και από την άλλη εκείνοι από τις δυνάμεις του Άξονα. Οι πρώτοι, λοιπόν, κλήθηκαν να πολεμήσουν στα διάφορα εκστρατευτικά σώματα, ενώ οι δεύτεροι τέθηκαν σε περιορισμό αφού θεωρήθηκαν εν δυνάμει προδότες. Και στη μέση βρέθηκαν και οι Έλληνες…

Όσο η «παλιά» πατρίδα παρέμενε ουδέτερη, κανείς δεν τους εμπιστευόταν διότι θεωρήθηκε ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να διαλέξει την μία ή την άλλη πλευρά, χωρίς κανείς να μπορεί να προδικάσει ποια εκ των δύο. Έτσι οι Καναδοί έβλεπαν τα «δικά τους παιδιά» να στρατολογούνται και να φεύγουν για το μέτωπο, την ίδια ώρα που οι συνομήλικοί τους έμεναν πίσω και ταυτόχρονα μεγαλουργούσαν καθώς η ελληνική κοινότητα –για παράδειγμα στο Τόρόντο- που αποτελούσε μόλις το 0,5 του συνολικού πληθυσμού, κατείχε το 35% των καταστημάτων εστίασης στην πόλη.

Ήταν τέτοια η κατάσταση που αποτελούσαν τους Έλληνες «slackers», χρησιμοποιώντας αυτόν τον άκρως υποτιμητικό όρο που συνήθως αναφέρεται σε τεμπέληδες, χασομέρηδες ή φυγόπονους. Υπό αυτό το καθεστώς δεν ήταν παράξενο αυτό που συνέβη την 1η Αυγούστου 1918 όταν ένας βετεράνος Καναδός στρατιώτης που είχε επιστρέψει από το μέτωπο (όπου έχασαν συνολικά την ζωή τους 67.000 συμπατριώτες του) διαπληκτίστηκε έντονα με έναν σερβιτόρο σε ελληνικό μαγαζί όπου κατανάλωνε αλκοόλ. Μετά την λογομαχία με τον μεθυσμένο πελάτη, οι άνθρωποι του «White City Café» ενημέρωσαν την αστυνομία για να τον απομακρύνει, όπως και έγινε, και όλοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο γεγονός δίχως άλλες προεκτάσεις.

Όμως υπό τις συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω, το περιστατικό ήταν απλά η σπίθα που άναψε το φιτίλι και οδήγησε σε μια πρωτοφανή στα χρονικά ρατσιστική επίθεση σε βάρος των Ελλήνων του Τορόντο. Ήδη από την επόμενη ημέρα κάθε κατάστημα Έλληνα αποτέλεσε στόχο και οι ταραχές δεν άργησαν να λάβουν χαρακτήρα πογκρόμ. Βλέποντας τους βετεράνους πολεμιστές να πρωτοστατούν, οι αστυνομικοί αρνήθηκαν να τους σταματήσουν, ενώ παράλληλα το κύμα του τυφλού μίσους παρέσυρε και τους πιο φιλήσυχους. 48 ώρες αργότερα η κατάσταση ήταν πλέον τόσο ανεξέλεγκτη που χρειάστηκε επέμβαση από την στρατιωτική αστυνομία, με τον δήμαρχο της πόλης να ενεργοποιεί άρον άρον τον νόμο περί καταστολής ταραχών και τελικά να μπαίνει ένα τέλος σε όλη αυτήν την παράνοια στις 5 Αυγούστου.

Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των επεισοδίων που έμεινε στην ιστορία ως ο «βίαιος Αύγουστος», ενώ από τους μελετητές χαρακτηρίστηκε ως «Toronto Troubles». Σύμφωνα με τα στοιχεία περισσότερα από 20 ελληνικά καταστήματα καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ υπήρξαν και νεκροί, ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει αντικείμενο συζήτησης, αν και σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι ανάμεσα στα θύματα ήταν 29 γυναίκες και 6 παιδιά

Μετά τα επεισόδια οι επικεφαλής της ελληνικής κοινότητας της πόλης εξέδωσαν επίσημη ανακοίνωση στην οποία επιχείρησαν να αποκαταστήσουν την αλήθεια. Ενημέρωσαν, δηλαδή ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και μάλιστα στο πλευρό των Συμμάχων, δίνοντας και σχετικά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, όλοι όσοι είχαν λάβει την καναδική υπηκοότητα είχαν υπηρετήσει την θητεία τους ως όφειλαν στον καναδικό στρατό, ενώ περίπου 2.000 (αρκετοί από αυτούς από το Τορόντο) πολέμησαν στην Ευρώπη ως μέλη του Καναδικού Εκστρατευτικού Σώματος, έχοντας θρηνήσει μάλιστα απώλειες σε νεκρούς και ανάπηρους πολέμου.