Ο ήχος της μουσικής χαμηλώνει. Κοιτάς ασυναίσθητα προς τον DJ. Εκείνος έχει ήδη «φορέσει» ένα καλοσυνάτο, μάγκικο χαμόγελο. Και αρχίζει: «Ήταν που λέτε μπλα… μπλα…». Η οχλαγωγία σταματά, η σιωπή επικρατεί. Σαν τα παιδιά που ακούν ένα παραμύθι. «Έτσι, λοιπόν, γράφτηκε αυτό το τραγούδι», ολοκληρώνει. Χειροκρότημα, τόνωση της έντασης και ακρόαση. Ο Γιώργος Νάσιος έχει μόλις διηγηθεί μια ιστορία. Δεν είναι DJ. Ή, μάλλον, δεν είναι μόνο DJ. Είναι ο «Μπάτμαν». Κι αποτελεί κι ο ίδιος μέρος της -αθηναϊκής- ιστορίας.
Για τους μποέμ τύπους της πρωτεύουσας, τους μερακλήδες που θέλουν να ακούσουν αυθεντική ελληνική μουσική, να συζητήσουν για ό,τι τους απασχολεί, να αλληλεπιδράσουν με γνωστούς κι αγνώστους, να κάνουν νέες γνωριμίες με τον παραδοσιακό τρόπο και όχι μέσω των social media, να αποφορτιστούν, να κάνουν ή να αδειάσουν κεφάλι, το μπαρ «Μπάτμαν» είναι πλέον πιο δημοφιλές κι από τον ομώνυμο υπερήρωα.
Από το στενό κατώφλι του έχουν περάσει δεκάδες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού, πολιτικού, δημοσιογραφικού και αθλητικού χώρου. Όχι μόνο της Ελλάδας. Να, για παράδειγμα, πριν από τρεις μήνες εθεάθησαν να ψυχαγωγούνται δυο άσοι της μπασκετικής Μπαρτσελόνα. Επέλεξαν “original greek music” από κάτι φθηνό και δεύτερο. Οι ιστορίες είναι αμέτρητες και μακάρι κάποια στιγμή να γραφτούν σε βιβλίο.
Για να γίνει αυτό το θέμα υπήρξε επικοινωνία με τον Γιώργο Νάσιο και την κόρη του, Αθηνά. Πρόθυμοι όπως πάντα. Εσχάτως, βέβαια, δεν τους συναντά κανείς συχνά στο μπαρ και ένας από τους λόγους είναι ότι απέναντι ακριβώς έχει ανοίξει το μικρό… αδερφάκι που λέγεται «Ρόμπιν». Εκεί δεν έχει αλκοόλ, αλλά κάτι τρομερά σάντουιτς που σε χορταίνουν και σου στρώνουν το στομάχι. Τέλος πάντων, ξεχωριστό κεφάλαιο αυτό το μαγαζί – δεν γινόταν να μην κάνουμε μία αναφορά.
Που λέτε, λοιπόν, όπως θα έλεγε κι ο «Μπάτμαν», υπάρχουν ιστορικές ατάκες που «γεννήθηκαν» στην οδό Θεοδώρητου Βρεσθένης 40 στον Νέο Κόσμο. Έγινε και σχετική τηλεφωνική επικοινωνία. Απόλαυση.
Ε, ας πει ο ίδιος ο Γιώργος. Αφού ξέρει να διηγείται περίφημα.
«Θυμάσαι ένα σλόγκαν που είχε κυκλοφορήσει στα 90s’, το ‘όξω πούσ… απ’ την παράγκα;’. Αυτό που έλεγε η συχωρεμένη η Μαλβίνα Κάραλη. Κάποια στιγμή γύρω στο 1991-1992, ο ηθοποιός Ερρίκος Λίτσης μού είχε φέρει κάτι παλιές φιγούρες του θεάτρου σκιών. Καραγκιόζης, Χατζηαβάτης, Αγλαΐα… Ξέρεις τώρα. Είχα μοστράρει τις φιγούρες στο στηθαίο του μαγαζιού, αλλά κάποια στιγμή είχε σκιστεί η παράγκα.
Με ρωτούσαν, λοιπόν, ‘πού είναι η παράγκα;’ και εγώ απαντούσα ‘εδώ μέσα’, δείχνοντας ολόκληρο τον χώρο του μπαρ. Οπότε, όποιος με ‘έτρωγε’, όποιος δηλαδή είχε μία συμπεριφορά κακή, του φώναζα ‘όξω πούσ… απ’ την παράγκα’. Την είχαν πάρει, λοιπόν, αυτήν την ατάκα και την έλεγαν οι θαμώνες.
Απέναντι υπήρχε ένας που είχε κατάστημα με τζάμια κ.λπ. Του έλεγες ‘γεια σου φίλε’ κι εκείνος απαντούσε με αυτή τη φράση για πλάκα. Κάποια στιγμή είχε στήσει μια μεγάλη δουλειά στο Κολωνάκι. Συνεπώς μάλλον από αυτόν, ή τέλος πάντων από κάποιον άλλο θαμώνα, το είχε τσιμπήσει η Μαλβίνα, διότι δεν είχε έρθει ποτέ στο μαγαζί».
Τραγούδι. Η «Παράγκα» του Σαββόπουλου; Ίσως όχι. Η «Παράγκα του Θωμά» του Σιδηρόπουλου; Καλύτερα ίσως. Και πάμε σε δεύτερη ιστορία.
«Ήταν ένα παιδί που έπαιζε ιππόδρομο. Μεγάλος τζογαδόρος. Γλυκύτατος άνθρωπος που ‘έφυγε’ νέος. Δεν έπινε γενικά, αλλά είχε κάνει μια μεγάλη νίκη, οπότε άρχισε να κερνάει τον κόσμο. Κόντευε να ξοδέψει σχεδόν όσα είχε κερδίσει. Κάποια στιγμή, λοιπόν, τον χάνω μες στη βραδιά. Λέω ‘θα την έκανε και δεν θα τον πήρα χαμπάρι’.
Κλείνουμε, κλειδώνω το μαγαζί και το ανοίγω την άλλη μέρα για να παραλάβω κάβα. Και τι να δω; Ο τύπος είχε καθίσει σε ένα σκαμπό, είχε βάλει κι ένα ουισκάκι και άραζε! Του λέω ‘τι κάνεις εδώ;’. Μου λέει ‘άστα με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα και δεν ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο για να μην σε ξυπνήσω!’»
Τραγούδι. «Ξενύχτησα στην πόρτα σου». Βίκυ Μοσχολιού. Για την ακρίβεια, ο ήρωας της ιστορίας -Θεός σχωρέστον- το ξημέρωσε μέσα από την πόρτα. Επόμενη ιστορία.
«Παίζω μουσική και έρχεται άγνωστος τύπος. Δεν τον είχα ξαναδεί. Πίνει πρώτο ουίσκι, πίνει δεύτερο. Γνωριζόμαστε. ‘Ωραία τραγούδια βάζεις’. Κ.λπ. κ.λπ. Του λέω ότι είναι δικό μου το μαγαζί, κερνάει αυτός, κερνάω εγώ, ξέρεις τώρα. Στα 3-4 ποτά με ρωτάει αν είμαι παντρεμένος, απαντάω καταφατικά και απορεί. ‘Καλά άνθρωπος της νύχτας και είσαι παντρεμένος;’ Λέω ‘ναι και με δύο κόρες που καμαρώνω, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, σπουδάζουν μουσική κ.λπ.’.
Μου λέει ‘εγώ τις γυναίκες τις έχω για… κομπολόι, βγαίνω με 4-5 διαφορετικές τη βδομάδα, είμαι άντρας’. Του λέω ‘κάτσε ρε φίλε, υπαινίσσεσαι ότι εγώ δεν είμαι άντρας;’ Να τονίζει πόσο άντρας είναι και τέτοια. Τέλος πάντων, εκεί γύρω στο έβδομο ουίσκι βάζει τα κλάματα και αρχίζει ‘την έτσι, την ‘μπιπ’, που την είχα στα ώπα-ώπα, που έτσι, που αλλιώς…’.
Μιλάμε, έφτασε στο σημείο να γίνεται φορτικός. Ήθελα να κάνω αλλαγές στα τραγούδια και με δυσκόλευε. Αφού, λοιπόν, όλο το βράδυ με είχε ζαλίσει για το πόσο άντρας ήταν, μετά έκλαιγε και στο τέλος ήθελε την άποψή μου κι από πάνω, του απαντώ: ‘Ρε φίλε, έχεις πολύ ωραίο πουκάμισο. Βγαίνει και σε αντρικό;’ Κι αυτή η ατάκα πιθανώς να σκαρώθηκε τότε, διότι κάποια στιγμή ειπώθηκε από δημοσιογράφο-θαμώνα στην τηλεόραση».
«Το πουκάμισο το θαλασσί» ή «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου;» Διαλέξτε εσείς. Εξάλλου και τα δύο είναι αποδεκτά στο «Μπάτμαν».
Ωραία ατάκα έχει αποκαλύψει και ο Νίκος, ο «Αρκούδας», στο Menshouse μάλιστα, την οποία θυμήθηκε ο Γιώργος και έπεσε το γέλιο της… αρκούδας στο τηλέφωνο.
«Σπρώξε», φώναξε σε πελάτισσα που προσπαθούσε να μπει μέσα. «Μέσα ή έξω;», τον ρωτάει. «Για σπρώξε έξω να σε δω», της απαντάει. Αριστούργημα.
Μια φορά κάθονταν στο μπαρ δύο κοπέλες που φαίνονταν ότι δεν είναι Ελληνίδες. Κάποια στιγμή η μία γνώρισε έναν τύπο και συνομίλησαν. Εκείνη αποδείχθηκε δημοσιογράφος της Deutsche Welle.
Ψηλός, δίμετρος, έχει στριμωχτεί κοντά στον DJ. Προτού έρθει στο «Μπάτμαν» είχε καταναλώσει τσίπουρο, ούζο ή κάτι τέτοιο και ήταν «γκολ». Βέβαια, το «γκολ» δεν στέκει στην προκειμένη. Διότι, όπως αποδείχθηκε, ο Αμερικανός ήρθε από τις ΗΠΑ για να δει τον αδερφό του να συμμετέχει σε μπασκετικό ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ. Από τη Θεσσαλονίκη κατέβηκε στην Αθήνα, ήπιε τα τσίπουρα, ρώτησε για ‘greek music’ και κατέληξε στο μπαρ της καρδιάς μας. Όλα αυτά μόνος του, ε;
Η αλήθεια είναι αυτό το αφιέρωμα δεν έχει τέλος. Τριάντα τέσσερα χρόνια θα κλείσει το μαγαζί τον Οκτώβριο. Σκεφτείτε πόσα ευτράπελα υπάρχουν. Και πόσα δεν γράφονται. Αν πρέπει να μπει ένας επίλογος, αυτός είναι να βγαίνουμε έξω από τα σπίτια μας για ψυχαγωγία, διασκέδαση, άθληση… Ή να καθόμαστε στα σπίτια, αλλά με παρέα. Γενικά να κάνουμε οτιδήποτε μπορεί να «γεννήσει» ιστορίες. Απρόβλεπτες, συναρπαστικές, αστείες… Το αντίπαλο δέος στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Το «Μπάτμαν» είναι ένα από τα μαγαζιά που, εν τέλει, δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό.