«Βαθύτατα έγχρωμος» είχε δηλώσει ότι αισθάνεται –μεταξύ πολλών άλλων- ο Τζίμης Πανούσης, βάζοντας στην ίδια κατηγορία και τον Νίκο Γκάλη, που όπως υποστήριξε τότε το μακρινό 1990, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήταν δυσκολοχώνευτος από τους πάσης φύσεως ρατσιστές.
Ήταν η περίοδος που ο λατρεμένος «Τζιμάκος» είχε αφήσει πίσω του τις «Μουσικές Ταξιαρχίες» και πλέον… σόλαρε, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Έχοντας κυκλοφορήσει ήδη δύο προσωπικά άλμπουμ («Κάγκελα Παντού» 1986 και «Χημεία και Τέρατα» το επόμενο έτος), καθιερώθηκε στη συνείδηση του κοινού ως ο Πανούσης που σε μεγάλο βαθμό γνωρίσαμε, συνεχίζοντας πάνω-κάτω την ίδια πορεία.
Ανατρεπτικός, απρόβλεπτος και δίχως να μασάει τα λόγια του ή να κρύβεται πίσω από κοινότοπες και προβλέψιμες δηλώσεις, άφηνε το στίγμα του σε μια κοινωνία που είχε συνηθίσει αλλιώς τους καλλιτέχνες.
Σε εκείνη την ιστορική συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό «Τρίποντο» και στον Σωτήρη Κακίση κατάφερε να μπλέξει τον αθλητισμό –και συγκεκριμένα το μπάσκετ που τότε γνώριζε πρωτοφανή άνοδο μετά την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του 1987), με τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ και κυρίως με τον ελληνικό μικρόκοσμο και τις παγιωμένες αντιλήψεις του μέσου Έλληνα πολίτη!
Όπως είναι φυσικό, σημαντικό μέρος των δηλώσεων του Πανούση περιστρέφεται γύρω από τον Νίκο Γκάλη. Αν και είχε οδηγήσει την Εθνική ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης και άλωνε τα παρκέ της «Γηραιάς Ηπείρου» με την φανέλα του Άρη, είχε ακόμη να αντιμετωπίσει εκτός από τις αντίπαλες άμυνες και τους επικριτές του. Οι οποίοι βέβαια δεν στέκονταν στις αγωνιστικές ικανότητές του, αλλά στο γεγονός ότι δεν μιλούσε τέλεια ελληνικά. «Ο Γκάλης, παραδείγματος χάρη, είναι μαύρος. Και γι’ αυτό δυσκολοχώνευτος από τους διάφορους ρατσιστές», έλεγε χαρακτηριστικά!
Επιπλέον, την ίδια περίοδο, δεν έλειπαν κι εκείνοι που κατηγορούσαν τον «γκάνγστερ» του ελληνικού μπάσκετ για το γεγονός ότι ήταν ατομιστής. Κάτι που με τον δικό του ξεχωριστό και γλαφυρό τρόπο. «Περιμένω να σπάσει, να κυριαρχήσει το ομαδικό πνεύμα και να ξαναγυρίσουμε στην πέμπτη θέση της Βαλκανιάδας, να πάψουν να ανησυχούν και οι μέτριοι. Διότι ο Έλλην, και δη ο καλλιτέχνης, δεν συγωρεί. Αποθεώνει και μετά εξοστρακίζει για να σφίξουν οι κόμποι. Δεν είμαστε Γερμανοί εμείς, κύριε Κακίση, κι ούτε θα γίνουμε, ελπίζω», έλεγε ο Τζίμης, για να συμπληρώσει: «Τι ωραίος τύπος ο μακαρίτης! Κολλάει αυτό πουθενά να το χώσουμε;»!
Κι ενώ φωτογραφιζόταν να καρφώνει στο καλάθι της νοικοκυράς (πριν αυτό μετονομαστεί για λόγους πολιτικής ορθότητας σε καλάθι του νοικοκυριού), ο Πανούσης τονίζει ότι αισθάνεται «βαθύτατα έγχρωμος» και καταλήγει στην κοινωνικόμουσικοαθλητική ανάλυσή του, λέγοντας: «Τα νέγρικα τα σόλα κάτω απ’ τα καλάθια δεν φυλακίζονται στις παρτιτούρες των λευκών προπονητών. Το μπάσκετ είναι ο θρίαμβος των κατατρεγμένων, όπως τα μπλουζ»…