Έτρεμε σαν το ψάρι: Η μέρα που ο μέγας Μπιθικώτσης δεν μπόρεσε να βγάλει φωνή

Παρά την... ηχηρή παρέμβαση της Μάρως Κοντού

Σπουδαίος τραγουδιστής, ο ορισμός. Μία από τις μεγαλύτερες φωνές που γέννησε ο τόπος. Οι ερμηνείες του θεωρούνται αξεπέραστες. Είναι τέτοιος ο μύθος που τον περιβάλει, η δύναμη του ονόματός του σε καλλιτεχνικό επίπεδο ώστε η ιστορία που ακολουθεί να μοιάζει λίγο-πολύ απίστευτη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέρασε από όλα τα απαραίτητα στάδια εκμάθησης μέχρι να ανακηρυχθεί «σερ» του ελληνικού τραγουδιού («σερ Μπιθί» τον είχε αποκαλέσει σε ένα χρονογράφημά του ο Δημήτρης Ψαθάς).

Δεν ήταν άνθρωπος με τουπέ, με αλαζονεία. Μερικές φορές αναρωτιέται κανείς αν είχε πλήρη επίγνωση του μεγέθους του. Από την άλλη όμως, ίσως ακριβώς αυτή η ταπεινότητα να είναι που τον έκανε τόσο ξεχωριστό, τόσο αγαπητό. Γιατί ο κόσμος αντιλαμβάνεται τους γνήσιους, τους «δικούς» του. Αυτούς που κάνουν κάτι μέσα από την καρδιά τους, που επιζητούν πάντα το καλύτερο δυνατό και προχωρούν μέσα (και) από τα λάθη τους.

Αλλά, ναι, αυτό ως διαδικασία εμπεριέχει και γεγονότα που δεν θα ήθελε κάποιος να του είχαν συμβεί. Ένα τέτοιο, έζησε ο Μπιθικώτσης το Μάρτιο του 1961, στη σκηνή του «Κεντρικόν». Το είχε διηγηθεί ο ίδιος, πολλά χρόνια αργότερα σε μια συνάντηση που είχε με τη διευθυντική ομάδα της εφημερίδας «Έθνος». Η συναυλία ήταν με την ορχήστρα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και μεταδιδόταν ζωντανά στο ραδιόφωνο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η σύμπραξη του αιώνα. Διηύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μάνος Χατζιδάκις συμμετείχε σε δύο τραγούδια παίζοντας πιάνο και Μανώλης Χιώτης ήταν σολίστ στο μπουζούκι. Τραγουδούσαν ακόμη ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Μαίρη Λίντα και σε πρώτη εμφάνιση ο Τέρης Χρυσός. Τη συναυλία παρουσίαζε η Μάρω Κοντού. 

Λίγο πριν βγει στη σκηνή ο Μπιθικώτσης έχει παγώσει ολόκληρος. Η φωνή του ένιωθε ότι δεν έβγαινε, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Το σαράκι της αμφιβολίας τον είχε κυριεύσει, ένιωθε πως δεν μπορούσε να αποδώσει όπως έπρεπε την ερμηνεία και δεν ήθελε να βγει στη σκηνή. Ήταν συνηθισμένος έως τότε να τραγουδά σε νυχτερινά κέντρα με καπνό και ποτά, όχι σε θέατρα και ν’ αναμεταδίδεται η φωνή του σε όλη την Ελλάδα. Φωνάζει λοιπόν την Κοντού και της λέει: «Μαίρη, έλα να σου πω, δεν είμαι καλά, έχω τρακ, δεν μπορώ να τραγουδήσω, πες ότι είμαι άρρωστος». «Τι είναι αυτά που λες;», ήταν η απάντηση της Κοντού. «Βγες και τραγούδα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Ο Μπιθικώτσης όμως επέμεινε. «Δεν βγαίνει η φωνή μου, δεν μπορώ Μαιρούλα μου». Και τότε η παρουσιάστρια της εκδήλωσης κατέφυγε στα… μεγάλα μέσα. Ήξερε γαρ πως δεν είναι θέμα υγείας, αλλά ένα ψυχολογικό μπλακ άουτ. Με μια… ξεγυρισμένη σφαλιάρα προσπάθησε να συνεφέρει τον «χαμένο» κάπου αλλού συνομιλητή της. «Ήταν η μοναδική γυναίκα που με χαστούκισε στη ζωή μου…», θα πει στους παρευρισκόμενους σε εκείνη τη συνάντηση στο «Έθνος»

Πάντως παρότι… ηχηρός και ανορθόδοξος, ο τρόπος της Ελληνίδας ηθοποιού δεν λειτούργησε. Γιατί μπορεί μεν ο Μπιθικώτσης να πείστηκε έτσι να βγει στη σκηνή αλλά δεν κατάφερε και να ολοκληρώσει το «Σε πότισα Ροδόσταμο», που ήταν επωμισμένος να εκτελέσει. Ξάφνου, μετά την πρώτη στροφή του τραγουδιού σταμάτησε, καθώς πράγματι η φωνή του ήταν τελείως εκτός ρυθμού. Αποχώρησε επικαλούμενος ασθένεια και απολογούμενος προς το κοινό και τους υπόλοιπους καλλιτέχνες της βραδιάς. Ήταν ο Θεοδωράκης που μετά την πάσα της Κοντού ανέλαβε στη θέση του το τραγούδι, συνεχίζοντας παράλληλα και τη διεύθυνση της ορχήστρας.

Φυσικά το σούσουρο δεν αποφεύχθηκε, αφού η δύναμη του ραδιοφώνου ήταν μεγάλη εκείνη την εποχή. Ο κόσμος συζητούσε για καιρό αυτό το «πάγωμα» του Μπιθικώτση επί σκηνής. Μάλιστα ο διάσημος σκιτσογράφος και γελοιογράφος (μεταξύ άλλων) Μποστ το έκανε και γελοιογραφία. Με τον πολύ δικό του τίτλο και άκρως περιεκτικό του γεγονότος, «Ανωμαλίε εις τας συναβλίε»:

ΟΙ ΣΠΑΣΜΟΙ ΣΤΟΜΑΧΟΥ ΚΕ Η ΠΕΡΙΠΤΟΣΙΣ ΜΠΙΘΙΚΟΤΣΗ

«Ανωμαλίε εις τας συναβλίε»

Τι έπαθε Γρηγόρη μου, τι έχεις που μ’ αφίνης;

θέλης να φέρω το γιατρό ή θες νερό της κρήνης;

Ήσουν γλικός, ίσουν καλώς, είχες τις χάρες όλες,

ανοίχτε τη γραβάτα του, τραβάτε του τις σόλες,

βγάλτε του τα παπούτσεια του, αέρα στο αγόρη!

Τι έπαθες αοιδόνη μου κε φίλε μου Γρηγόρη;

 

Γυιέ μου, εγώ δεν χάθικα, θα κσαπλοθό λιγάκη,

το μεσιμέρη έφαγα ισπανικό λαδάκι,

τραγούδησε στη θέσι μου, διευθύνοντος συνχρόνως,

να κάτσω εν τω μεταξί εντός του «Κεντρικώνος».

Μη μου τραβάς τον ρουχισμόν, μη μου τραβάς τις σόλες,

πες ν’ αρχινήσουν τα βιολιά, να πέξουν κε οι βιόλαις.

Σε λίγο θα γενώ καλλά, σε λίγο θα περάση,

μπήκε στις φλέβες μου πολύ κε μ’ έχη διαπεράση.

(σ.σ.: Το «ισπανικό λάδι» αναφέρεται σε ένα διεθνές σκάνδαλο της εποχής, διατροφικό και θανατηφόρο)