Ο Τόλης Βοσκόπουλος και ο Στράτος Διονυσίου αποφασίζουν να παίξουν γαλλικό μπιλιάρδο σε ένα στέκι στην Θεσσαλονίκη. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν θέμα χρόνου να μετατραπεί το μπιλιαρδάδικο σε χώρο… προσκυνήματος για τους δύο «θεούς» του λαϊκού τραγουδιού!
Εκείνη την περίοδο ο Τόλης Βοσκόπουλος ήταν ήδη ο «πρίγκιπας» της πίστας, έχοντας τραγουδήσει αναρίθμητες επιτυχίες. Παράλληλα στο βιογραφικό του είχε καταγράψει και κάμποσες ταινίες, ενώ λαμπερό «μαργαριτάρι» στο στέμμα του ήταν –αναμφίβολα- η Ζωή Λάσκαρη. Η σχέση του με την απόλυτη Ελληνίδα της εποχής, τον είχε μετατρέψει στο μεγαλύτερο είδωλο του χώρου.
Από την άλλη, ο περίπου 5 χρόνια μεγαλύτερός του, Στράτος Διονυσίου, μόλις είχε αρπάξει την δεύτερη ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχε ήδη φτιάξει σπουδαίο όνομα, μετά από την συνεργασία του με τον Άκη Πάνου, έχοντας ταυτίσει την φωνή του με κομμάτια όπως «Και τι δεν κάνω», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Του κόσμου το περίγελο», «Άστη να φύγει», «Εγώ καλά σου τα ‘λεγα», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Ήταν ψεύτικα», όμως ένα γεγονός κόντεψε να τελειώσει την πολλά υποσχόμενη καριέρα του.
Το 1973 συνελήφθη κατηγορούμενος για παράνομη οπλοκατοχή και λαθραία τσιγάρα, μετά από έλεγχο της αστυνομίας στο αυτοκίνητό του αλλά και με βάση μια μαρτυρία ότι είχε αγοράσει 600 γραμμάρια κάνναβης για 24.000 δραχμές, τότε. Απαλλάχθηκε για την οπλοκατοχή καθώς διέθετε άδεια, όπως και για τα λαθραία καθώς ήταν απλά ένα δώρο ενός φίλου του από Αμερική. Για το χασίς, όμως, ο ίδιος υποστήριξε ότι ήταν μια στημένη παγίδα από ανταγωνιστικά μαγαζιά στην Θεσσαλονίκη. Έλεγε, μάλιστα, ότι πίστεψε στα λόγια των αστυνομικών κατά τη διάρκεια μιας φιλικής κουβέντας χωρίς την παρουσία δικηγόρου. «Βάλε εδώ μια υπογραφή ρε Στράτο να μην τρέχεις στην Αθήνα», του είπαν κι αυτός το έκανε, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ομολογία ενοχής.
Έτσι καταλήγει στα μέσα του 1975 στην φυλακή, καταδικασμένος για τρία χρόνια, αλλά αποφυλακίζεται με αμνηστία την άνοιξη του 1976, έχοντας πάνω του το αρνητικό αποτύπωμα και το στίγμα των γεγονότων των προηγούμενων ετών. Σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές προφανώς ξεχωρίζουν οι φίλοι από τους υπόλοιπους. Και τέτοιος αποδείχτηκε για τον Στράτο Διονυσίου ο Τόλης Βοσκόπουλος. Τον στήριξε, απαιτώντας να μπει ψηλά το όνομά του στα «Δειλινά», όπου εμφανιζόταν επίσης Ελπίδα, Πασχάλης, Πολυχρονιάδης, ενώ το φθινόπωρο του 1977 ήταν εκείνος που ουσιαστικά υπενθύμισε στο κοινό τι τραγουδιστής ήταν ο Στράτος, συνθέτοντάς του το «Αποκοιμήθηκα», σε στίχους του Μίμη Θειόπουλου. Ένα κομμάτι που αρχικά δεν είδε με καλό μάτι ο Διονυσίου καθώς το θεώρησε «ελαφρύ» για το στυλ, του αλλά τελικά πείστηκε να πει το τραγούδι το οποίο σηματοδότησε την μεγάλη επιστροφή του τραγουδιστή που θα κυριαρχούσε τα επόμενα χρόνια.
Πλέον οι δυο τους μεσουρανούσαν μετά την δυναμική επιστροφή του Διονυσίου, αλλά ως καλοί φίλοι μοιράζονταν κι άλλες στιγμές πέρα από την πίστα. Τις μέρες του Πάσχα Τόλης Βοσκόπουλος και Ζωή Λάσκαρη ανέβηκαν Θεσσαλονίκη και βρέθηκαν με την οικογένεια του Στράτου Διονυσίου. Μάλιστα στην Ανάσταση πήγαν όλοι μαζί με τα πόδια στην πλατεία Επταλόφου, όπου έγινε ένας μικρός χαμός από το πλήθος! Την επόμενη ημέρα οι δυο τους θέλησαν να ξεσκάσουν παίζοντας μπιλιάρδο σε ένα γνωστό στέκι της περιοχής. Λίγη πλάκα, λίγη κόντρα, ένα στοίχημα τα ποτά… Σύντομα, όμως, η παρουσία τους έγινε αισθητή από τους θαμώνες που αποθέωσαν τα δύο λαϊκά ινδάλματα.
Το σούσουρο και ο χαμός έφτασε στα… πέριξ, με ακόμη περισσότερο κόσμο να σπεύδει! Η λύση για την… πολιορκία ήρθε με την μορφή περιπολικού της αστυνομίας, μέσω του οποίου διαλύθηκε το πλήθος και ουσιαστικά φυγαδεύτηκαν! Ανάλογα περιστατικά βέβαια συνέβαιναν και έξω από τα καμαρίνια τους… Άλλωστε μιλάμε για συνύπαρξη Τόλη Βοσκόπουλου και Στράτου Διονυσίου στα καλύτερά τους…