Το 1967 έχει συνδυαστεί με την έναρξη του δικτατορικού καθεστώτος που επιβλήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου. Η Ελλάδα «μπήκε στον γύψο», όπως είχε πει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Η λογοκρισία και οι κάθε λογής απαγορεύσεις αποτελούσαν πλέον μέρος της καθημερινότητας.
Την ίδια χρονιά, η νεοσύστατη (σ.σ. ιδρύθηκε το 1966) κινηματογραφική εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος έκανε το μεγάλο «μπαμ», αποκτώντας την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μια μεταγραφή… αεροδρομίου, όπως θα έγραφαν και οι αθλητικοί συντάκτες. Η κόντρα της «εθνικής σταρ» με τη Finos Film δεν εξομαλύνθηκε. Βλέπετε, η ηθοποιός αξίωνε ποσά που η άλλη πλευρά χαρακτήριζε υπέρογκα.
Παράλληλα, η πιο διάσημη ξανθιά της Ελλάδας -μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη– θεωρούσε ότι ο Φίνος έδειχνε εύνοια προς την Τζένη Καρέζη και τη Ζωή Λάσκαρη.
Η Βουγιουκλάκη εντάχθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην εταιρεία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, προτού δώσει τα χέρια με την εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, η οποία θεωρούνταν ανερχόμενη δύναμη στον χώρο.
Η συμφωνία προέβλεπε τη συμμετοχή της σε τρεις ταινίες, από τις οποίες θα λάμβανε συνολικά 1.800.000 δραχμές (600.000 η κάθε μία). Καταλαβαίνετε τη δυναμική που είχε αποκτήσει ήδη η «εθνική σταρ». Το ποσό ήταν τεράστιο.
Η αρχή έγινε με την ταινία «Το πιο λαμπρό αστέρι» εν έτει 1967. Αναδείχθηκε η πιο εμπορική της χρονιάς, με συνέπεια να εκτοπιστεί η Finos Film από την κορυφή! Τότε ήταν που ο Φίνος φέρεται να είπε στους συνεργάτες του το περίφημο: «Φέρτε πίσω την Αλίκη και δώστε της όσα ζητάει». Προφανώς αυτό δεν μπορούσε να γίνει πράξη, καθώς εκείνη είχε συμβόλαιο με την «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος».
Η δεύτερη έφερε τον τίτλο «Το κορίτσι του λούνα-παρκ» και έκανε πρεμιέρα στις 25 Μαρτίου 1968. Ανήμερα δηλαδή μιας εθνικής επετείου. Κι, όμως, η Χούντα λίγο έλειψε να την «κόψει» ως ακατάλληλη!
Για όσους -νεότερους κατά βάση- δεν έχουν παρακολουθήσει την ταινία, το story έχει ως εξής: «Ένα φτωχό και καλόκαρδο κορίτσι, η Μαργαρίτα (Αλίκη Βουγιουκλάκη), δουλεύει σ’ ένα λούνα παρκ κι ερωτεύεται έναν ευκατάστατο καρδιοχειρουργό, τον Αλέκο (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), ο οποίος όμως της έχει συστηθεί σαν ένας απλός εργάτης.
Η αγάπη τους είναι μεγάλη, αλλά τα εμπόδια πολλά. Μετά από παράκληση του πατέρα του, ο οποίος φυσικά δεν εγκρίνει μια τέτοια σχέση, η Μαργαρίτα αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον Αλέκο κι αυτός το ρίχνει στο πιοτό.
Εκείνη ακολουθεί ένα ζευγάρι φίλων της, καλλιτεχνών πίστας, οι οποίοι πρόκειται να εμφανιστούν στο Ναύπλιο. Όταν ο Αλέκος μαθαίνει τα καθέκαστα, τρέχει στο Ναύπλιο και τη βρίσκει να τραγουδά. Η Μαργαρίτα, κατασυγκινημένη, παθαίνει καρδιακές αρρυθμίες, αλλά ο Αλέκος της σώζει τη ζωή και στη συνέχεια την παντρεύεται».
Είναι πραγματικά πολύ κλασική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη και μουσική Γιώργου Κατσαρού.
Πλην της Βουγιουκλάκη και του Παπαμιχαήλ, συμμετείχαν -μεταξύ άλλων- ο Νίκος Ρίζος, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο Πέτρος Λοχαΐτης, η Τζένη Ρουσσέα και ο Γιώργος Τσιτσόπουλος.
Όπως έχει αποκαλύψει ο δημοσιογράφος Πάνος Ζόγκας στο περιοδικό «Down Town», το σκληρό καθεστώς της εποχής είχε χαρακτηρίσει ακατάλληλο το φιλμ.
Εκείνη την εποχή αυτό ισοδυναμούσε με οικονομική καταστροφή για μία κινηματογραφική εταιρεία, ασχέτως αν, εν προκειμένω, θα ακολουθούσε και η ταινία «Η αγάπη μας» που έκανε πρεμιέρα στις 4 Νοεμβρίου 1968.
Για καλή τύχη των Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, η λατρεία της κόρης ενός υψηλόβαθμου προσώπου του δικτατορικού καθεστώτος προς την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έφερε τέλος στον εφιάλτη, όπως έχει αποκαλύψει ο Πάνος Ζόγκας.
Η ταινία έγινε κατάλληλη και μετατράπηκε στην έκτη πιο εμπορική της χρονιάς. Το «λούνα-παρκ» δεν ήταν σε καμία περίπτωση σαν το «μεγάλο μας τσίρκο», όμως, η Χούντα έκανε πίσω. Ας όψεται η «εθνική σταρ» που αποδεικνυόταν πιο ισχυρή κι από τα… τανκς!