«Ξεκίνησε από μια πλάκα»: Το πείραμα του Έλληνα που έφτιαξε την πιο αμφιλεγόμενη πίτσα στον κόσμο

Διχάζει ακόμα 60 χρόνια μετά..

Έδεσμα ή φαγητό; Για μας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, φανταζόμαστε για τους περισσότερους. Η πίτσα δεν μπορεί να είναι απλά ένα φαγητό. Εν αρχή ην η απόλαυση και μετά ο κορεσμός της πείνας. Θα μπορούσε μάλιστα να χαρακτηριστεί και το πιο αγαπημένο έδεσμα σε ολόκληρο τον κόσμο, μετά από τις τηγανιτές πατάτες. Βεβαίως, μιλώντας για πίτσα δεν αναφερόμαστε στην πρώτη, αυθεντική. Σε εκείνο δηλαδή το flatbread με σκόρδο, αλάτι, βότανα και τυρί που ξεκίνησε από τη Νάπολι για να κατακτήσει με τις παραλλαγές του την καρδιά των Ιταλών, αλλά και ολόκληρου του κόσμου.

Η πρώτη συνταγή για πίτσα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, βρίσκεται σε μια συνθήκη, που εκτυπώθηκε στη Νάπολη το 1858 και περιγράφει με ποιον τρόπο παρασκεύαζαν εκείνα τα χρόνια την «αληθινή πίτσα ναπολιτάνα». Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η πίτσα με ντομάτα και μοτσαρέλα έφτασε στην Αμερική, χάρη στους Ιταλούς μετανάστες της Νέας Υόρκης που την έφτιαχναν ακριβώς όπως στη Νάπολη.

Μετά το πέρασμά της από τα ιταλικά σύνορα η πίτσα άλλαζε σε κάθε χώρα που έκανε την εμφάνισή της, αποκτώντας τοπικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατροφικές συνήθειες του εκάστοτε λαού αλλά και τις διαθέσιμες σε αυτόν πρώτες ύλες.

Έτσι, έχουμε την πίτσα με θαλασσινά στην Ιαπωνία, την πίτσα με φέτα στην Ελλάδα ή το λαχματζούν στην Τουρκία και το langos στην Ουγγαρία. Ωστόσο ελάχιστοι έχουν επιτύχει τη «διεθνοποίηση» μιας νέας παραλλαγής. Μία από αυτές οφείλεται σε μια τολμηρή και ολίγον αλλόκοτη εκδοχή, που εμπνεύστηκε ένας Έλληνας.

Την πίτσα με ανανά μπορεί να αρνούνται πολλοί να δοκιμάσουν, αλλά ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι έχει αποκτήσει global χαρακτήρα, καθώς διατίθεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.

Υπεύθυνος για αυτό ο Έλληνας μετανάστης στον Καναδά, Σωτήρης «Σαμ» Πανόπουλος, με καταγωγή από το χωριό Βούρβουρας της Πελοποννήσου. Γεννηθείς το 1934, έφτασε με πλοίο στον Καναδά σε ηλικία 20 ετών για ένα καλύτερο «αύριο» και πολύ γρήγορα δικαιώθηκε για την επιλογή του. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχε δημιουργήσει τη μικρή αλυσίδα εστιατορίων Satellite στο Οντάριο, μαζί με τα δύο αδέλφια του, Ηλία και Νικήτα. Ήταν η εποχή που η πίτσα γινόταν όλο και πιο δημοφιλής στην Αμερική. Σε συνδυασμό με ένα ταξίδι του στη Νάπολη, ο Πανόπουλος έλαβε τα κατάλληλα ερεθίσματα για να λανσάρει στους καταλόγους του την πίτσα. Έως τότε τα τρία αδέλφια σέρβιραν τυπικά αμερικάνικα φαγητά όπως burgers με τηγανητές πατάτες, καθώς και αμερικανο-κινέζικα πιάτα που συχνά συνδύαζαν γλυκές και αλμυρές-πικάντικες γεύσεις.

Μια μέρα, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, αποφάσισε να προσθέσει κονσερβοποιημένο ανανά σε μια πίτσα απλώς για να διαπιστώσει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. «Απλά τον βάλαμε, μόνο και μόνο για πλάκα για να δούμε τι γεύση θα έχει», είχε πει σε συνέντευξη του στο BBC το 2017, λίγο πριν φύγει από τη ζωή.

Η αντίθεση ανάμεσα στη γλυκύτητα του ανανά και την αλμυρή γεύση του ζαμπόν άρεσε σε αυτόν και στ’ αδέλφια του. Ήταν οικείο το γευστικό κοντράστ άλλωστε από τα κινέζικα πιάτα και ειδικά από το γλυκόξινο κοτόπουλο, που περιελαμβάνε και ανανά. «Αφού το δοκιμάσαμε πρώτα, το δώσαμε και σε κάποιους πελάτες. Οι αντιδράσεις ήταν ενθουσιώδεις, οπότε το βάλαμε στο μενού», έχει αφηγηθεί ο Πανόπουλος, για το ρίσκο με τη γαστρονομική καινοτομία που πήρε το 1962.

Γιατί όμως η πίτσα με ανανά ονομάστηκε Hawaiian; Τρία χρόνια πριν η Χαβάη είχε γίνει επίσημα αμερικανική πολιτεία και η γοητεία που ασκούσε εκείνη την εποχή η κουλτούρα Tiki επεκτεινόταν διαρκώς. Οι άνθρωποι είχαν ερωτευτεί τον τρόπο ζωής στο νησί και το προϊόν – σήμα κατατεθέν του δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ο ανανάς δεν κατάγεται από τη Χαβάη, αλλά εκεί μπήκε για πρώτη φορά κομμένος σε κονσέρβες και βιομηχανοποιήθηκε το εμπόριο του. Εκείνη την εποχή ο κονσερβοποιημένος ανανάς άρχισε να εισάγεται στη Βόρεια Αμερική, μαζί με το χυμό ανανά. Ο Πανόπουλος αυτό το προϊόν χρησιμοποιούσε κι έτσι ονόμασε προς τιμήν της Χαβάης τη νέα πίτσα του, πιθανόν όμως και για λόγους μάρκετινγκ.

Λίγα πιάτα πάντως στον κόσμο είναι τόσο… αμφιλεγόμενα όσο η χαβανέζικη πίτσα, καθώς πολλοί φανατικοί (και παραδοσιακοί) του είδους τη θεωρούν κάτι σαν ύβρη! Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό του 2017, όταν ο  Ισλανδός πρωθυπουργός Γκούντνι Θορλάσιους Γιοχάνεσον ανέφερε σε  διαδικτυακή συζήτηση ότι αν μπορούσε θα απαγόρευε τον ανανά στην πίτσα. Οι αντιδράσεις στο twitter ένθεν και ένθεν ήταν ουκ ολίγες, με πολλούς να… αγιάζουν το στόμα του Γιοχάνεσον και άλλους να τον επικρίνουν για έλλειψη δημοκρατικότητας. Η πιο ηχηρή απάντηση ήρθε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό του Καναδά Τζάστιν Τριντό. «Έχω έναν ανανά. Έχω μια πίτσα. Και στηρίζω αυτή τη νόστιμη δημιουργία του νοτιοδυτικού Οντάριο», έγραψε σε tweet, ως θεματοφύλακας της υστεροφημίας του Έλληνα καινοτόμου μάγειρα.