Σαν κι αυτόν κανείς: Ο ηθοποιός που ο Κωνσταντάρας θεωρούσε τον κορυφαίο κωμικό της χώρας

Βαθιά υπόκλιση στο ταλέντο του

Αν και ο ίδιος ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για έναν συνάδελφό του, θεωρώντας ότι η κορυφή ανήκε σε εκείνον καθώς είχε θέσει τα στάνταρντς και το απόλυτο πρότυπο για τις μελλοντικές γενιές καλλιτεχνών.

Αυτός δεν ήταν άλλος από τον τεράστιο Βασίλη Λογοθετίδη. Έναν κωμικό που κατάφερνε να κάνει τους άλλους να γελούν, χωρίς ο ίδιος να μην χρειάζεται συνήθως ούτε να χαμογελάσει. Αυτό ακριβώς είχε τονίσει και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, αποδίδοντας αυτό το πηγαίο χάρισμα στο γεγονός ότι: «Ίσως ο καλύτερος κωμικός είναι πρωτίστως ένας ηθοποιός με δραματικό υπόβαθρο, ακριβώς όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης», όπως είχε πει χαρακτηριστικά.

Τους δυο τους δεν τους χώριζαν τόσα πολλά χρόνια (γεννημένος το 1897 ο Λογοθετίδης στην Θράκη, το 1913 στην Αθήνα ο Κωνσταντάρας), αλλά και αυτά τα 16 χρόνια ήταν αρκετά για να μιλάμε για διαφορετικές γενιές.

Έτσι την περίοδο που ο Κωνσταντάρας έφευγε για το Παρίσι (ουσιαστικά σε μια αναζήτηση ταυτότητας και όχι μόνο υποκριτικής καριέρας), ο Λογοθετίδης έκανε το ντεμπούτο του για πρώτη φορά στο σινεμά το 1933 με την ταινία «Κακός δρόμος». Δεν έκανε πολλά φιλμ, αφού ο κινηματογράφος θα έπαιρνε… φόρα στην Ελλάδα περίπου 20 με 25 χρόνια αργότερα. Σε όλα όμως ήταν εκείνος ο πρωταγωνιστής, έχοντας ως «προίκα» του την ήδη αξιοθαύμαστη πορεία του στο θέατρο.

Οι δυο τους συνεργάστηκαν σε δύο ταινίες στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Συγκεκριμένα στο «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» (έκοψε 61.585 εισιτήρια) και στο «Ο ζηλιαρόγατος» (το είδαν 95.421) θεατές, που πέρα από συναφή τίτλο, έχουν και πάνω-κάτω παρόμοια υπόθεση. Ακολουθώντας τα μοτίβα των κωμωδιών της εποχής, στο επίκεντρο μπαίνουν οι σχέσεις των δύο φύλων και τα μπερδέματα που προκύπτουν ανάμεσα στα ζευγάρια, ειδικά όταν… πετάει το ματάκι του ενός, συνήθως του άντρα!

Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων (κάποια εξ αυτών έγιναν στην Αίγυπτο) οι δύο ηθοποιοί γνωρίστηκαν καλύτερα και με αυτόν τον τρόπο ο Λάμπρος Κωνσταντάρας εκτίμησε ακόμη περισσότερο το πώς προσέγγιζε την υποκριτική τέχνη και ιδιαίτερα την κωμωδία ο Βασίλης Λογοθετίδης και εντυπωσιάστηκε από το ταλέντο και την συμπεριφορά του.

Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή ρωτήθηκε για τον ποιον θεωρεί ο ίδιος μεγαλύτερο Έλληνα κωμικό, δεν δίστασε ούτε στιγμή.

«Δεν θα μπορούσα να πω άλλον από τον Βασίλη Λογοθετίδη. Είναι αυτός που μας έμαθε πώς κάνεις τον κόσμο να γελάει χωρίς να γελάς ο ίδιος. Μας παρέδωσε τον κώδικα του γέλιου, όλο τον μηχανισμό της κωμωδίας. Ό,τι θα είδατε και θα δείτε από δω και στο εξής το χρωστάμε αναμφίβολα στον μεγάλο αυτό ηθοποιό, που κατά βάθος δεν του άρεσε να τον αποκαλούν κωμικό», είχε πει.

Οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε ταυτίσει τον Λογοθετίδη με την ταινία «Κάλπικη λίρα», στην οποία πρωταγωνιστεί έχοντας στο πλευρό του (όπως τις περισσότερες φορές) την σύντροφό του και στην ζωή Ίλυα Λυβικού. Σε αυτό το σπονδυλωτό έργο του Γιώργου Τζαβέλλα που υπογράφει τόσο το σενάριο όσο και την σκηνοθεσία, περνούν διάφορα μηνύματα για τα ήθη της εποχής, με κεντρικότερο όλων την σχέση του ανθρώπου με το χρήμα.

Αν και γυρίστηκε με πενιχρά μέσα, το γκελ που έκανε στο κοινό ήταν εντυπωσιακό καθώς έκοψε 211.780 εισιτήρια. Ένας αριθμός που αποτέλεσε ρεκόρ και σηματοδότησε ουσιαστικά το πέρασμα του ελληνικού κινηματογράφου στις μέρες της δόξας του. Μάλιστα προβλήθηκε και σε χώρες του εξωτερικού, ενώ βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι και Μόσχας και ήταν η επίσημη ελληνική συμμετοχή σε εκείνα των Καννών και του Karlovy Vary.

Την επόμενη χρονιά ο Λογοθετίδης θα συνεχίσει να κάνει γνωστή την ελληνική υποκριτική τέχνη στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας μια μεγάλη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής θέλοντας να καταστήσει έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Μάλιστα στο Πίτσμπουργκ ο θίασός του έγινε δεκτός με τιμές και ο δήμαρχος του παρέδωσε μέχρι και το κλειδί της πόλης!

Σε αναγνώριση της συμβολής του ο Βασιλιάς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, ενώ η πορεία του διεκόπη το 1962 όταν έφυγε από αυτόν τον κόσμο από συγκοπή, έχοντας εμφανίσει καρδιολογικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια. Ήταν μόλις 62 ετών και η κηδεία του (στην οποία παρευρέθηκαν πάνω από 50.000 Αθηναίοι) τελέστηκε δημοσία δαπάνη μετά από απόφαση του τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.