«Ο Πελέ μου έσπασε το δάχτυλο…»: Ο ηθοποιός που ένιωσε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να σουτάρει ο «Βασιλιάς»

Νόμιζε ότι τα είχε δει όλα ως... μαθητευόμενος πυγμάχος

Θεωρείται η απόλυτη «ποδοσφαιρική» ταινία, αναμφίβολα ο πρόδρομος του είδους στο δυτικό κινηματογράφο εξαιρουμένων των φιλμ – ντοκιμαντέρ. Και μόνο η παρουσία του Πελέ εξασφαλίζει τη διαχρονικότητα της ως τέτοια, πιο εμβληματική σκηνή άλλωστε από το δικό του γκολ – ψαλίδι δεν υπάρχει σε φιλμ με θέμα το ποδόσφαιρο.

Το κλασικό Victory (στα ελληνικά «Η μεγάλη απόδραση των 11») του 1981, εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία της ηρωικής ουκρανικής ομάδας Σταρτ που ταπείνωσε τους Ναζί, βασίζεται σε δύο προγενέστερες ταινίες που πραγματεύονται το ίδιο θέμα: το σοβιετικό «Το ημίχρονο του θανάτου» (1960) και το ουγγρικό «Δύο ημίχρονα στην κόλαση» (1962), που κέρδισε το βραβείο των κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βοστώνης το 1962.

Βεβαίως το Victory δεν είναι δράμα όπως τα προαναφερόμενα, η ατμόσφαιρα αλλάζει, ο εύθυμος χαρακτήρας και το happy end το κατατάσσουν στις περιπέτειες. Και είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια ταινία προσφέρεται με all star cast. Γνήσιοι παγκοσμίου φήμης αστέρες του ποδοσφαίρου (πέραν του Πελέ, παίζουν οι Μπόμπι Μουρ, Οσβάλντο Αρντίλες) συναντούν μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, όπως ο Μάικλ Κέιν, ο Μαξ φον Σίντοφ και ο Σιλβέστερ Σταλόνε, που έως τότε είχε γυρίσει τα τρία πρώτα «Ρόκι». Στην ταινία έπαιξαν άλλοι 11 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές εννέα διαφορετικών εθνικοτήτων, καθώς και αρκετοί της Ίπσουιτς, που κυρίως αντικαθιστούσαν τους ηθοποιούς σε ορισμένες σκηνές. Τα γυρίσματα έγιναν στη Βουδαπέστη και μεταξύ των παικτών ήταν και ο 18χρονος τότε Ίμρε Μπόντα, που αργότερα έπαιξε σε Ολυμπιακό Βόλου και ΟΦΗ!

Για όσους δεν γνωρίζουν η υπόθεση έχει ως εξής: μια ομάδα αιχμαλώτων πολέμου σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καλούνται να παίξουν έναν αγώνα ποδοσφαίρου με αντιπάλους μια ομάδα Ναζί, ενώ προσπαθούν να σχεδιάσουν την απόδρασή τους. Στο ημίχρονο μπορούν να αποδράσουν μέσω σήραγγας από τις εγκαταστάσεις του γηπέδου, ωστόσο αποφασίζουν να συνεχίσουν το ματς, παρότι χάνουν με 4-1. Στο β’ ημίχρονο η ομάδα κατατροπώνει τους Ναζί, ο Πελέ ισοφαρίζει σε 4-4 με το ανάποδο ψαλίδι και ο τερματοφύλακας (Σταλόνε) σφραγίζει την ισοπαλία με απόκρουση σε πέναλτι στο τελευταίο λεπτό. O αντικειμενικός στόχος της επιχείρησης επιτυγχάνεται στο τέλος του αγώνα, όταν ο κόσμος μπαίνει στο γήπεδο και φυγαδεύει τους παίκτες.

Η παρουσία και μόνο του Πελέ που είχε κρεμάσει τα παπούτσια του μόλις τέσσερα χρόνια πριν, ήταν το εχέγγυο για την αποδοχή της ταινίας στην Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ο «βασιλιάς» πρωταγωνιστεί ως δεκανέας Λουίς Φερνάντες, ο οποίος έμαθε να παίζει ποδόσφαιρο κλωτσώντας πορτοκάλια, όταν ήταν μικρός στο Τρινιντάντ (και όχι στη Βραζιλία), από το οποίο κατάγεται.

Ο Πελέ ανέλαβε να βοηθήσει στη σκηνοθεσία των σκηνών του αγώνα δημιουργώντας την «χορογραφία» όλων των κινήσεων των παικτών. Υπήρχε ωστόσο κάποιος που δεν ήταν τόσο πρόθυμος να ακούσει τις συμβουλές των «ειδικών». Ήταν ο Σιλβέστερ Σταλόνε, που ο ρόλος του ως γκολκίπερ (της ομάδας των αιχμαλώτων) απαιτούσε ειδική εκπαίδευση, καθώς δεν ήθελε να ντουμπλαριστεί από κάποιον επαγγελματία. «Μέντορας» του ανέλαβε ο θρυλικός Γκόρντον Μπανκς (!), ωστόσο ο Σταλόνε είχε υπεροπτική στάση και δεν άκουγε τις συμβουλές του. Και κάπως έτσι, αυτή η τάση ανυπακοής του κόστισε ένα… σπασμένο δάχτυλο. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του, στο πλαίσιο προώθησης της ταινίας «Grudge Match», δεν είχε δώσει τη δέουσα προσοχή στα γυρίσματα, νομίζοντας ότι επρόκειτο για κάτι απλό.

«Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους διασυρμούς της ζωής μου. Έχω ακόμα το σπασμένο μου δάχτυλο από την προσπάθειά μου να σταματήσω το πέναλτι του Πελέ. Φορούσε ένα ζευγάρι παπούτσια από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου, που είχαν μύτη από ατσάλι, ενώ η μπάλα ήταν σαν αυτές των κανονιών. Διπλάσια σε όγκο και βαρύτερη από αυτές που χρησιμοποιούν σήμερα. Μου είπε κάποια στιγμή ότι θα σουτάρει και εγώ σκεφτόμουν ποδόσφαιρο είναι, σιγά το πράγμα», είχε πει ο Σταλόνε, συμπληρώνοντας: «Δεν έβρισκα κάποια δυσκολία. Μου είπε ακριβώς που πρόκειται να στείλει την μπάλα. Αλλά και πάλι πέρασε με δύναμη από μπροστά μου προτού μπορέσω να κινηθώ. Και την έστειλε ακριβώς εκεί που είχε πει ότι θα την στείλει. Μετά το έκανε ξανά και έσκισε τα δίχτυα του τέρματος πίσω μου και έσπασε το παράθυρο από τον στρατώνα που κάναμε τα γυρίσματα. Από την αρχή ένιωσα ένα δέος απέναντί του, τότε».

Με τα πολλά ο Σταλόνε κατάλαβε στα γυρίσματα ότι δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί αν έκανε του κεφαλιού του, παραδεχόμενος στην ίδια συνέντευξη ότι «νόμιζα ότι ο Ρόκι ήταν σκληρός, αλλά ποτέ πριν δεν προπονήθηκα τόσο σκληρά όσο στο Victory…».