Στις μέρες μας είναι μάλλον συνηθισμένο πια χώροι όπως το Ηρώδειο ή ακόμη και η Επίδαυρος να μην αποτελούν «άβατο» και (ειδικά στο πρώτο) να βλέπουμε καλλιτέχνες με όχι και τόση συνάφεια με την ιστορία και το «βάρος» που κουβαλάνε. Πίσω στο 1990 όμως μέχρι και η Εθνική Σταρ, Αλίκη Βουγιουκλάκη, αντιμετωπίστηκε με χλεύη όταν επιχείρησε να ερμηνεύσει αρχαία τραγωδία.
Τα νέα για το βήμα της λαμπερής πρωταγωνίστριας προς την Επίδαυρο έγιναν γνωστά περίπου 6 μήνες πριν ανέβει η παράσταση, η οποία θα ήταν μια μεταφορά της «Αντιγόνης». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα άρθρα και τα κείμενα σχολιασμού της γράφτηκαν ακόμη και την ίδια μέρα και πως ίσως κάποιοι να μην περίμεναν καν την πρεμιέρα για να κρίνουν. Τόσο αποφασισμένοι ήταν να ρίξουν «δηλητήριο» για την ηθοποιό που τόλμησε να διαπράξει τέτοια «ύβρη»…
Εκείνη λίγες μέρες πριν αποκαλυφθεί στο κοινό, τόνισε με αυτοπεποίθηση: «Κατεβαίνω στην Επίδαυρο με την υπογραφή του Μίνωα Βολανάκη και δεν φοβάμαι τίποτα»! Στο στενό της περιβάλλον, όμως, είχε εκμυστηρευτεί τον φόβο της. Ήταν βέβαιη ότι οι κριτικοί θα την «σταύρωναν», ενώ υπήρχαν μέσα της ενδοιασμοί μέχρι και για την αντίδραση του κοινού.
Την σκηνοθεσία υπέγραφε ο Μίνωας Βολονάκης, την μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης, τα κοστούμια η έκανε η Λαλούλα Χρυσικοπούλου. Εκτός από την ίδια, στην παράσταση έλαβαν μέρος Αθηνά Τσιλύρα (Ισμήνη), Πέτρος Φυσσούν (Κρέων), Τίμος Περλέγκας (Φύλακας), Αντώνης Θεοδωρακόπουλος (Αίμωνας), Ηλίας Λογοθέτης (Τειρεσίας), Στέφανος Κυριακίδης (Άγγελος). Τον χορό των γερόντων αποτελούσαν οι Στέλιος Μάινας, Άντρος Κρητικός, Απόστολος Σοφιανός, Γιάννης Μάνιος, Βασίλης Στογιαννίδης, Γιάννης Σιαμσιάρης, Φώτης Κεπελής, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Τάσος Αποστόλου, Αλέξανδρος Ζαχαρίας, Νίκος Σιδέρης, Γιώργος Νικοδήμου, Γιώργος Βασιλείου, Λεωνίδας Λοϊζίδης, Νίκος Σαρρόπουλος.
Στις 6 Ιουλίου 1990 η προσμονή όλων έλαβε τέλος και τελικά το κοινό της Επιδαύρου κατέκλυσε το αρχαίο θέατρο και με το χειροκρότημά του επιβράβευση την Βουγιουκλάκη και τους υπόλοιπους συντελεστές. Το έργο μάλιστα σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία κάνοντας διαδοχικά sold out, όπου κι αν παίχτηκε (εκτός από την Επίδαυρο, ανέβηκε στην Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα, την Πάτρα, τη Μεγαλόπολη και τον Πειραιά) και εισπρακτικά μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την παράσταση της Αντιγόνης του 1956, με πρωταγωνίστρια την κορυφαία Άννα Συνοδινού.
Ωστόσο για τους κριτικούς τα πράγματα έμοιαζαν να είναι εντελώς διαφορετικά και την επόμενη ημέρα οι αντίστοιχες στήλες των εφημερίδων περιείχαν τόση «χολή» που ήταν λες και οι αρθρογράφοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα γράψει τα χειρότερα! «Νιάου-νιάου η Αντιγονούλα» έγραφε στην «Ελευθεροτυπία» ο Θεόδωρος Κρητικός, συνεχίζοντας: «Άνθρωποι σαν την κ. Βουγιουκλάκη δεν έρχονται στην ορχήστρα ενός θεάτρου με στόχο να υπηρετήσουν το όραμα ενός μέγιστου ποιητή. Έρχονται για να βάλουν τον Σοφοκλή να υπηρετήσει το φανταχτερό όραμα της δικής τους δημόσιας προσωπικότητας, του ειδώλου που συστηματικά καλλιεργούν και προωθούν προς τις μάζες. Ούτε στιγμή δεν θα σταθούν να αναρωτηθούν αν το ερμηνευτικό τους ταλέντο έχει κάτι να προσφέρει στην ποιητική μορφή της Αντιγόνης. Εκείνο που τους απασχολεί είναι τι μπορεί να προσφέρει η Αντιγόνη σ’ αυτούς. Πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν ένα φημισμένο κείμενο, ένα επιβλητικό αρχαίο θέατρο και ένα καταξιωμένο φεστιβάλ, για να βελτιώσουν το “ίματζ” που πουλούν στο κοινό»…
Η Ελένη Βαροπούλου στο «Βήμα» αποκάλεσε «καλλιτεχνικό φιάσκο» το εγχείρημα, «καθώς η εντυπωσιακή και εισπρακτικά αποδοτική αλχημεία “Βουγιουκλάκη – Βολανάκη – Θεοδωράκη” έδωσε ένα σοβαροφανές, εκφραστικά ετερόκλιτο, κούφιο και βαθιά αδιάφορο θέαμα: μια παράσταση άλλοτε εικονογραφική, μελοδραματική, αισθηματολογική, σε επίπεδο δακρύβρεχτου οικογενειακού δράματος, με κακούς βασιλιάδες και αλύγιστες βασιλοπούλες, άλλοτε μοντερνίζουσα στην όψη, με αναγωγές σε συμβολισμούς και αφαιρετικά σχήματα, κι άλλοτε ηθογραφική, φολκλορική, με ψευτολαογραφικά στοιχεία και με τη Θεοδωρακική μελωδία ως σανίδα σωτηρίας και υπόμνηση της ελληνικότητας».
Πολύ σκληρή κριτική άσκησε ο Χρήστος Χειμάρας στην «Πρώτη»: «Ας το πούμε μια και καλή. Η “Αντιγόνη” στην Επίδαυρο μέτρησε τα κύτταρα αντοχής του ήθους μας, την έκπτωση σε βαθμό εκφυλισμού του τραγικού στις μέρες μας, την παραχάραξη μέχρι κοινωνικής παθογένειας των θεατρικών γεγονότων από τους μηχανισμούς προβολής και την εξαθλίωση του καλλιτεχνικού γούστου», ενώ ένας από τους ελάχιστους που απέδωσαν αλλού την κατά την γνώμη τους προβληματική παράσταση, ήταν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα «Νέα», που μίλησε για «αυτοκαταστροφική μανία του Βολονάκη», γράφοντας χαρακτηριστικά: «Έχεις την εντύπωση πως παρασύρει σαγηνευτικά κάποιους ανθρώπους στο χείλος του γκρεμού και τους σπρώχνει ή παραπλανητικά τους οδηγεί στο αδιέξοδο και από μακριά καγχάζει για το κατόρθωμά του»…
Αργότερα και η ίδια η Αλίκη Βουγιουκλάκη ενστερνίστηκε την παραπάνω άποψη και το 1992 σε συνέντευξή της, «έδειξε» με το δάχτυλο άλλους συντελεστές, λέγοντας: «Πάντα στη δουλειά μου υπήρξα απειθάρχητη, ασυμβίβαστη, ανυπότακτη αλλά και δουλευταρού. Εδώ κράτησα μόνο το δουλευταρού. Γοητεύτηκα από τον Βολονάκη, εμπιστεύτηκα τον Θεοδωράκη. Όταν από ένα σημείο και μετά αισθάνθηκα ότι έπρεπε να αντιδράσω, ήμουν αφοπλισμένη. Παγιδεύτηκα, λόγου χάρη, σε ένα κοστούμι που με σαβάνωνε πριν με χτίσει ζωντανή ο Κρέων… Παγιδεύτηκα σε ένα τραγούδι-θρήνο που δεν το έβγαζε ούτε η Μαρία Κάλλας»…