«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Αυτές είναι οι 8 λέξεις που αναγράφονται στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη. Του Έλληνα λογοτέχνη και διανοούμενου που μπήκε στο «μάτι» της εκκλησίας για το έργο του, με αποτέλεσμα να πιστεύεται ακόμη από πολλούς ότι αφορίστηκε ως «βλάσφημος».
Ωστόσο σήμερα γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Ή, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι και ακριβείς, δεν επικυρώθηκε ως όφειλε για να έχει ισχύ, από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης.
Ο τότε Πατριάρχης Αθηναγόρας είχε λάβει το αίτημα της Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής εκκλησίας για αφορισμό, με αφορμή τα όσα έγραφε στα βιβλία του, τα οποία είχαν προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις στους κόλπους της, αλλά το απέρριψε, αποφεύγοντας να κηλιδώσει για πάντα την τιμή του “ράσου”.
Αυτό το «κυνήγι μαγισσών» λες και μιλάμε για μεσαίωνα, είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς. Ήδη από το 1930 με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Ασκητική», ο Κρητικός συγγραφέας που αργότερα απέκτησε παγκόσμια φήμη και το έργο του ανάλογη επιδραστικότητα στα πέρατα της οικουμένης, κινδύνεψε να καταδικαστεί «επί χλευασμώ της θρησκείας». Τα επόμενα χρόνια, πάντως, η κατάσταση αντί να εξομαλυνθεί, ξέφυγε εντελώς, με την επίσημη Εκκλησία να παραμένει πεισματικά στενόμυαλη και να ανακαλύπτει και να δημιουργεί έναν εχθρό στο πρόσωπό του.
Τα πράγματα κλιμακώθηκαν όταν το 1948 δημοσιεύεται το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», το 1950 με την κυκλοφορία του «Καπετάν-Μιχάλη», το οποίο ήταν το έργο που εξόργισε περισσότερο από κάθε άλλο ίσως το ιερατείο και αυτή η κόντρα κορυφώθηκε την επόμενη χρονιά με το «Ο τελευταίος πειρασμός». Ποιο ήταν το τεράστιο αμάρτημα και κρίμα που χρεώθηκε στον Καζαντζάκη; Τίποτα παραπάνω από το γεγονός ότι στις ιστορίες του εμφάνιζε τον Θεάνθρωπο με αδυναμίες… Κάτι που η Εκκλησία αδυνατούσε να αντιληφθεί (παρά το γεγονός ότι ακόμη και στην Αγία Γραφή υπάρχουν σχετικές αναφορές.
Όπως το «Πατέρα, Πατέρα γιατί με εγκαταλείπεις» που η ανθρώπινη υπόστασή του αφήνει την τελευταία πνοή της ή νωρίτερα όταν απευθυνόμενος ξανά στον Παντοκράτορα, λέει «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» ζητώντας να μην περάσει το μαρτύριο που ήξερε ότι τον περιμένει. Άλλωστε το γενικότερο πρόβλημα ήταν ότι οι ανώτεροι ιερείς δεν αντιμετώπιζαν το έργο του ως λογοτεχνικό, αλλά ως θρησκευτικό που είχε μοναδικό σκοπό να στηλιτεύσει την πίστη, κάτι που βεβαίως ουδέποτε αποτέλεσε σκοπό του τεράστιου λογοτέχνη.
Έτσι στις 26 Ιανουαρίου 1954 ήλθε προς συζήτηση στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου το ζήτημα του βιβλίου «Ο καπετάν Μιχάλης» και ανατίθεται στον Παντελεήμονα Χίου να το μελετήσει. Εκείνος στις 23 Μαρτίου καταθέτει ότι αρχικά έδινε την εντύπωση ενός πατριωτικού έργου, αλλά στη συνέχεια μετατρέπεται σε «ένα ασεβές έργο προς τον Θεό και τον κλήρο» και ζητείται από τις αρχές να χαρακτηριστεί ως «αντιθρησκευτικόν και αντεθνικόν» και να απαγορευθεί η κυκλοφορία του!
Στις 25 Μαΐου 1954 με έγγραφό της Ιεράς Συνόδου προς τη Θεολογική Σχολή Αθηνών ζητείται από τους καθηγητές της Σχολής να πάρουν θέση επί του θέματος, πράγμα που τελικά συνέβη στις 16 Ιουνίου. Εκεί γίνεται αναφορά σε «διακωμώδηση των ιερών» και σε ερωτικές σκηνές που «υποδαυλίζουν με τις ερεθιστικές εικόνες τους τη νεότητα που ρέπει προς ατάκτους ορμάς», ενώ αντίστοιχες είναι και οι θέσεις πολλών και για τον «Τελευταίο Πειρασμό». Γίνεται λόγος για το ότι «η Θεανδρική μορφή του Κυρίου κακοποιείται κατά τρόπον βλάσφημον», ενώ αργότερα ο μητροπολίτης Κασσανδρείας Καλλίνικος αναφερόμενος στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» το χαρακτηρίζει καθαρώς λογοτεχνικό έργο και όχι δογματικοθρησκευτικό.
Ωστόσο η Ιερά Σύνοδος «βράζει» εναντίον του και θέλει να τον τιμωρήσει με αφορισμό. Και θα το είχε κάνει πιθανότατα εάν είχε την ισχύ να το πράξει. Κάτι τέτοιο, όμως δεν μπορούσε να συμβεί, αφού ως Κρητικός ο Καζαντζάκης υπαγόταν στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν αρμόδιο να λάβει μια τέτοια απόφαση, όπως ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, τότε, Αθηναγόρας, εξοργίστηκε τόσο πολύ όταν έλαβε το σχετικό έγγραφο αίτημα, που δεν καταδέχτηκε καν να ασχοληθεί, καταχωνιάζοντάς του σε ένα συρτάρι.
Πίσω στην Ελλάδα πάντως το κυνήγι συνεχίστηκε και αφού η Ιερά Σύνοδος δεν κατάφερε να τον αφορίσει, προσχώρησε στο μόνο πράγμα που είχε το δικαίωμα να κάνει. Καταράστηκε τον «γιο του Σατανά», όπως αποκαλούνταν, με τον Νίκο Καζαντζάκη να απαντά με τον δικό του πράο και νουνεχή τρόπο: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ»…