Τον τελευταίο καιρό, ο Γιώργος Νταλάρας βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας με τρόπο που δεν συνάδει με το μέγεθός του ως καλλιτέχνης, με το μοναδικό αποτύπωμα που έχει αφήσει στο ελληνικό τραγούδι. Ας κρατήσουμε την ουσία των όσων είπε, όχι τον τρόπο, κι ας πάμε παρακάτω – θα πούμε εμείς. Γυρνώντας προς τα πίσω.
Στην εποχή δηλαδή που ο γιος του πρωτορεμπέτη Λουκά Νταράλα (ναι, το επώνυμό του περιέχει έναν ελαφρύ αλλά καίριο αναγραμματισμό) αναζητούσε τον εαυτό του τραγουδιστικά, έψαχνε τον τρόπο να ξεκινήσει τη δική του πορεία στο χώρο του πενταγράμμου, ζούσε και ανέπνεε γι’ αυτό.
Δεν ήταν βέβαια εύκολο. Όσο καλή φωνή κι αν είχε. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Στέλιος Καζαντζίδης, όταν τον πρωτάκουσε να τραγουδάει σε ένα δοκιμαστικό, του είπε πως ναι μεν έχει ταλέντο, αλλά θα πρέπει να κάνει υπομονή, καθώς η φωνή του δεν έχει ακόμα ωριμάσει.
Ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τον άσημο τότε νεαρό Γιώργο Νταλάρα. Μια απόρριψη που πάντως δεν τον έκανε να το βάλει κάτω. Κάτι που μας υπενθυμίζει, ως γενικότερο μάθημα, το πόσο σημαντικό είναι να μην απογοητευόμαστε όταν κάτι δεν μας πηγαίνει όπως επιθυμούμε και να συνεχίζουμε να έχουμε πίστη στις δυνάμεις μας αν νιώθουμε πως το «έχουμε». Αυτό που δεν κάνει σε κάποιον, μπορεί να ταιριάζει απόλυτα σε κάποιον άλλον.
Έτσι, λίγο καιρό μετά, θα υπογράψει συμβόλαιο με τη Minos. Μόνο που θα φύγει αμέσως μετά για να παρουσιαστεί στο στρατό. Το timing ήταν τέτοιο, δεν γινόταν να κάνει αλλιώς. Ένα πισωγύρισμα, ένα φρένο στην εξέλιξή του. Ωστόσο εκεί ακριβώς που το χρειαζόταν περισσότερο θα μιλούσε η τύχη – σε συνδυασμό με την ικανότητα, βεβαίως.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, η Μαρινέλλα, άλλοτε σύζυγος του Καζαντζίδη παρεμπιπτόντως, θα ακούσει κατά τύχη τον Νταλάρα να τραγουδάει στο ραδιόφωνο το «Ο ουρανός φεύγει βαρύς» του Σταύρου Κουγιουμτζή, από τον πρώτο του δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Αυτό ήταν. Η «μεγάλη κυρία» του ελληνικού τραγουδιού ενθουσιάστηκε με αυτό που άκουσε. Διορατική και καταρτισμένη στο αντικείμενό της, διαπίστωσε με τη μία αυτό που αργότερα θα έβλεπε όλη η Ελλάδα: Πως είχαμε να κάνουμε με μια σπουδαία φωνή.
Ζήτησε αμέσως από τον Μάτσα να τη φέρει σε επαφή με τον Νταλάρα. Και δεν έμεινε εκεί. Επιστράτευσε τις γνωριμίες της για να τον φέρει μετάθεση στην Αθήνα, στην ΥΕΝΕΔ, προκειμένου να την πλαισιώσει στο νυχτερινό κέντρο που εμφανιζόταν εκείνη την εποχή (Stork, λεγόταν).
Να πώς περιγράφει η ίδια η Μαρινέλλα τη σκηνή της πρώτης τους συνάντησης στο σπίτι της: «Ήρθε ο Γιώργος σπίτι μου. Μου χτύπησε το κουδούνι: “Είμαι ο Γιώργος Νταλάρας, ξέρετε, από τον κ. Μάτσα”. “Έλα μέσα, έλα μέσα“ του έγνεψα. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα. Είχα στ’ αφτιά μου το ιδιότροπο στυλ τραγουδίσματος που είχε, την περίεργη φωνή του. Ήταν κάπως συγκρατημένος, λίγο δειλός. Ε, για ‘κείνον βλέπεις ήμουν η Μαρινέλλα. Μετά γίναμε πολύ φίλοι».
Η Μαρινέλλα πέρα από την ποιότητα του χαρακτήρα του Νταλάρα, εκτίμησε πολύ και κάτι ακόμα. Το πόσο ανεπιτήδευτα συνεσταλμένος ήταν, γνήσιος, αυθεντικός. Πραγματικά δεν πίστευε στην τύχη του που μια τόσο σημαντική τραγουδίστρια τον είχε ξεχωρίσει και φωνάξει σπίτι της, πραγματικά δεν είχε ίχνος αλαζονείας. Σε ένα χώρο γεμάτο διογκωμένα «εγώ» ήταν κάτι πολύ σπάνιο. Ειδικά για κάποιον με τόσο μεγάλο ταλέντο.
Μια σχέση ζωής σφυρηλατήθηκε. Ο Γιώργος Νταλάρας δεν ξέχασε ποτέ το πόσο του στάθηκε, πόσο τον βοήθησε η Μαρινέλλα: «Με στήριζε με όλες τις μορφές, με όλους τους τρόπους. Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεπληρώσω αυτή την υποστήριξη. Τη νιώθω σαν μάνα μου», έχει πει παλαιότερα. Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο…