Ανοιχτός πάντα απέναντι σε όλους, χαμογελαστός, δοτικός σε ό,τι αφορά στον τρόπο των διδακτικών μεθόδων του, ο Δημήτρης Λιαντίνης είχε την ευτυχία να δημιουργεί τέτοιες συνθήκες ώστε να απευθύνεται σε μεγάλα ακροατήρια, όταν συνήθως οι συνάδελφοί του έρχονταν αντιμέτωποι με μισοάδεια αμφιθέατρα.
Και το πετύχαινε αυτό ενώ την ίδια ώρα έδειχνε ένας άνθρωπος που γοήτευε ταυτόχρονα και με αυτήν την αχλή μυστηρίου που έμοιαζε να τον περιβάλει, χωρίς, όμως, να υψώνεται ως τείχος που θα τον έκανε να φαίνεται απόμακρος και απρόσιτος.
Αντίθετα, με τεχνική και μαεστρία, ήταν σε θέση να χρησιμοποιεί και αυτό το στοιχείο με τέτοιο τρόπο ώστε να σαγηνεύει και να ελκύει ακόμη περισσότερους που ήθελαν να τον πλησιάσουν, να τον γνωρίσουν, να τον ακούσουν να διδάσκει και –σε τελική ανάλυση- να μυηθούν στον δικό του τρόπο σκέψης, στον δικό του τρόπο ερμηνείας και καταγραφής της ανθρώπινης φύσης και του ίδιου του σύμπαντος.
Βέβαια, αυτήν την σχεδόν υπερβατική εμπειρία δεν την είχαν μόνο οι φοιτητές αλλά και συνάδελφοί του. Ειδικά ορισμένοι με τους οποίους ο δάσκαλος είχε αναπτύξει πιο βαθιές σχέσεις. Και αναμφίβολα από αυτήν τη λίστα ξεχωρίζει το πρόσωπο του Αντώνη Δανασσή-Αφεντάκη, για τον οποίο άλλωστε ο ίδιος ο Λιαντίνης κάνει ξεχωριστή αναφορά, λέγοντας «τον αγάπησα», στην περίφημη επιστολή που άφησε για την κόρη του.
Ο Αντώνης Δανασσής-Αφεντάκης, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν εκείνος που συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην χάραξη και στην διαμόρφωση της ακαδημαϊκής καριέρας αυτού του σπουδαίου σύγχρονου φιλοσόφου. Η έναρξη της γνωριμίας τους τοποθετείται χρονικά στο 1973, όταν νεαρός ακόμα, εμφανίστηκε διεκδικώντας μια θέση βοηθού στο εργαστήριο της Πειραματικής Παιδαγωγικής.
Στο βιβλίο Δημήτρη Αλικάκου, «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός», ο ίδιος ο Δανασσής-Αφεντάκης διηγείται: «Είχα πληροφορίες ότι επρόκειτο περί ενός καλού, δραστήριου και ευφυούς νέου και συμφώνησα για την πρόσληψή του. Τον προσέλαβε ο Μελανίτης και τον διέθεσε σε μένα. Το 1975 ορκίστηκε βοηθός στην έδρα της Παιδαγωγικής και το 1978 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής. Το 1982 έγινε λέκτορας με δική μου εισήγηση. Το ίδιο και το 1987, που έγινε επίκουρος. Γενικά του ασκούσα μεγάλη πίεση για να πάει από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Το 1995 μάλιστα, που εκρίθη για αναπληρωτής, έδωσα μάχη για να τον πείσω να υποβάλει τα χαρτιά του».
Η σχέση των δύο ανδρών σμιλεύτηκε στο πέρασμα των ετών παρά τις αντιδράσεις άλλων συναδέλφων τους οι οποίοι στην πραγματικότητα απλά δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν το μεγαλείο του Λιαντίνη. Στέκονταν στα απλά και στα τετριμμένα. Απορούσαν για το αντικείμενο της διδασκαλίας του και την ώρα που κάποιοι έλεγαν ότι μίλαγε για πράγματα άσχετα με το μάθημα, ο φίλος του καταλάβαινε ότι είχε να κάνει με ένα διαφορετικό μυαλό.
Λέει χαρακτηριστικά λοιπόν, στο ίδιο βιβλίο του Δημήτρη Αλικάκου: «Η συνείδησή μου έλεγε ότι ήταν ένας ικανός επιστήμονας, ένας φωτισμένος άνθρωπος, ένας σπουδαίος δάσκαλος, με μια σπάνια συνδυαστική ικανότητα. Συνέδεε το παρελθόν με το παρόν με μοναδικό τρόπο. Έναν τέτοιο άνθρωπο δεν μπορούσα να μην τον υποστηρίξω. Ήταν μια τόσο φωτισμένη προσωπικότητα, την οποία εγώ την αναζητούσα. Να φύγω από τα τετριμμένα, από τα καθημερινά. Να δώσω μια καινούρια νότα στο χώρο μας. Και τη νέα νότα την έδινε ο Δημήτρης. Ήμασταν άλλωστε τόσοι άνθρωποι που κάναμε τα ίδια πράγματα. Έπρεπε να τα κάνει και ο Δημήτρης; Δεν το καταλαβαίνω»…
Ήταν τέτοια η ποιότητα της σχέσης των δύο δασκάλων που όταν ο Δημήτρης Λιαντίνης εξαφανίστηκε, ακόμη και η σύζυγός του πίστεψε κάποια στιγμή το σενάριο ότι ο Αντώνης Δανασσής-Αφεντάκης γνώριζε περισσότερα από όσα έλεγε. Τουλάχιστον ήξερε πού βρισκόταν ή –προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα- μπορεί και να ήταν αυτός που είχε δώσει κάποιους είδους καταφύγιο και ερημητήριο στον φίλο και συνεργάτη του.
Μάλιστα, ο ίδιος αποκάλυψε πως η Νικολίτσα Γεωργοπούλου (ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών) διατήρησε την ίδια άποψη για ένα διάστημα ακόμη κι όταν στις 6 Ιουλίου του 2005, ο συγγενής του Λιαντίνη, Παναγιώτης Νικολακάκος, ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε το σημείο θανάτου του, οδήγησε την κόρη του, Διοτίμα, σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κείτονταν η σορός του. Η ιατροδικαστική έκθεση βέβαια δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, με τον Αντώνη Δανασσή-Αφεντάκη (που έφυγε από την ζωή σε ηλικία 85 ετών το 2020) να λέει: «Μακάρι να μπορούσα να τον κρύψω για να τον έχω κοντά μου»…