Στα 60s, στη Νέα Υόρκη: O επίμονος εγχώριος μύθος για τον Χιώτη και τον Χέντριξ που σίγουρα έχεις ακούσει και εσύ

Μια ατάκα που δεν ειπώθηκε στην πραγματικότητα ποτέ

Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με αυτόν τον μύθο. Ότι ο Τζίμι Χέντριξ είχε αποποιηθεί τον χαρακτηρισμό του κορυφαίου σολίστα, κατονομάζοντας τον Μανώλη Χιώτη. Καταρχήν ας υπογραμμιστεί, ακόμη κι αν είναι περιττό, πως αμφότεροι είναι θρύλοι σε αυτό που έκαναν. Προχωράμε.

Μέχρι τον Μάιο του 1966, ο Αμερικανός πάλευε να κερδίσει τα προς το ζην. Μια βραδιά στο “Cheetah Club” της Νέας Υόρκης, η σύντροφος του Κιθ Ρίτσαρντς των Rolling Stones, τον άκουσε να παίζει κιθάρα και μαγεύτηκε. Η Λίντα Κιθ τον προσκάλεσε για ένα ποτό, έγιναν φίλοι και σιγά-σιγά οι πόρτες άρχισαν να ανοίγουν.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Χέντριξ πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αφού οι γνωριμίες του Ρίτσαρντς γοητεύθηκαν με τη σειρά τους από το παίξιμό του.

Το Λονδίνο έγινε η έδρα του. Εμφανίστηκε και σε άλλα μέρη της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία), όπως επίσης σε τηλεοπτικές εκπομπές του Ηνωμένου Βασιλείου. Το “Hey Joe” μπήκε στα βρετανικά charts στις 29 Δεκεμβρίου και έφτασε στο Νο6. Τον Μάρτιο του 1967, το “Purple haze” εκτοξεύθηκε έως το Νο3. Δύο μήνες αργότερα, το “The wind cries Mary” παρέμεινε για 11 εβδομάδες στα charts, ανεβαίνοντας μέχρι το Νο6.

Στις 12 Μαρτίου 1967, έπαιξε στο ξενοδοχείο “Troutbeck” του δυτικού Γιόρκσαϊρ ενώπιον περίπου 900 ψυχών. Μια λεπτομέρεια: Ο χώρος είχε άδεια για 250 άτομα… Η τοπική αστυνομία διέκοψε τη συναυλία για λόγους ασφαλείας. Ο Χέντριξ επαναπατρίστηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους και μέχρι τα τέλη του 1968 έδινε το «παρών» ανά περιόδους σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ. Καλά ως εδώ; Προχωράμε.

O Μανώλης Χιώτης επισκέφθηκε, εκ νέου, τις ΗΠΑ εν έτει 1964. Είχε στο πλευρό του τόσο στη ζωή όσο και στο πάλκο τη Μαίρη Λίντα. Εκεί χώρισαν. Ο εμβληματικός δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης επέστρεψε στην Ελλάδα το αργότερο μέχρι το καλοκαίρι του 1968.

Στην τηλεοπτική εκπομπή «Η μηχανή του χρόνου», ο δημοσιογράφος Χρίστος Βασιλόπουλος αναφέρει: «Νέα Υόρκη, 1965. Ο Τζίμι Χέντριξ είναι διάσημος για την επιδεξιότητα και την ταχύτητα με την οποία σολάρει στην κιθάρα. Τα δάχτυλά του τρέχουν με απίστευτη δεξιοτεχνία πάνω στα τάστα. Το 1965 ένας δημοσιογράφος τον ρωτά “ποιος είναι ο καλύτερος κιθαρίστας του κόσμου;” O Τζίμι Χέντριξ ξαφνιάζει την υφήλιο με τη δήλωσή του».

Τότε τον λόγο παίρνει η Μαίρη Λίντα: «Κάποια στιγμή, λοιπόν, είπαν στον Χέντριξ, μάλλον από θαυμασμό: “Είστε ο μεγαλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο, που έχουμε ακούσει“. Λέει “ναι, γιατί δεν έχετε ακούσει έναν Έλληνα“. “Ποιον;” “Τον Μανώλη Χιώτη! Όταν ακούσετε κι αυτόν, τότε θα καταλάβετε”».

Αργότερα υπερθεματίζει: «Ο Χέντριξ είχε έρθει αρκετές φορές και άκουγε στο “Eighth Avenue” τον Χιώτη κι εμένα βέβαια. Aφού άκουγε τον Χιώτη θα άκουγε κι εμένα, αλλά εκείνον τον ενδιέφερε πιο πολύ η κιθάρα και το μπουζούκι. Kαι τον θαύμαζε.

Ερχόταν σαν πελάτης. Γιατί είχε ακούσει για τον Χιώτη ότι παίζει πολύ ωραία κι ερχόταν να τον ακούσει. Ερχόταν και του ‘ψαχνε την κιθάρα, ερχόταν στο πάλκο, πάνω στην ώρα που παίζαμε και τον κοίταγε, του ‘λεγε “γιατί αυτό εκεί και γιατί αυτά”. Τον ρώταγε πράγματα».

Από την άνοιξη του 1967 έως και την άνοιξη του 1968, όταν ο legend της ροκ ήταν πράγματι διάσημος και ο βιρτουόζος του μπουζουκιού παρέμενε στις ΗΠΑ, η Ελληνίδα ερμηνεύτρια είχε επαναπατριστεί.

Τι σημαίνει αυτο; Ότι η Μαίρη Λίντα δεν θα μπορούσε να παρευρίσκεται σε κάποια συνάντηση με τον Τζίμι Χέντριξ στην “Eighth Avenue” της Νέας Υόρκης.

Έστω ότι η σπουδαία τραγουδίστρια δεν θυμόταν καλά (για την ακρίβεια καθόλου, με όλο τον σεβασμό στην τεράστια προσφορά της), δεδομένου ότι είχαν περάσει δεκαετίες.

Έστω ότι πράγματι οι δύο κορυφαίοι στο είδος τους, τα είπαν το 1965. Όμως τότε ο Χέντριξ δεν ήταν διάσημος. Επομένως είναι απίθανο να τον χαρακτήρισαν ως τον καλύτερο κιθαρίστα του κόσμου. Επίσης, ποιος ήταν ο δημοσιογράφος; Ποιο ήταν το Μέσο που έγινε η περιβόητη δήλωση;

Πολλά τα ερωτήματα, πολλές οι ανακρίβειες, πολλές οι δεκαετίες που κύλησαν και σε αυτές τις περιπτώσεις δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τις προσπάθειες των ερευνητών για να λάμψει η αλήθεια.

Πέραν της αδιαμφισβήτητης αξίας τους στη μουσική, τα μοναδικά -δεδομένα- κοινά τους είναι δύο: Το γεγονός ότι «έφυγαν» νωρίς και το έτος που συνέβη αυτό. Ο Χιώτης στις 21 Μαρτίου 1970, ανήμερα των 49ων γενεθλίων του. Ο Χέντριξ στις 18 Σεπτεμβρίου 1970, μόλις στα 27 του.