Ποιος υπήρξε ο μεγαλύτερος σολίστας του μπουζουκιού που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα; Οι περισσότεροι θα απαντήσουν: ο Μανώλης Χιώτης. Πιθανώς οι λάτρεις του λαϊκού τραγουδιού θα προτιμήσουν τον Γιώργο Ζαμπέτα. Και οι πιο «ψαγμένοι» θα αποκριθούν: ο «εραστής» του τριχόρδου Δημήτρης Στεργίου-Μπέμπης.
Ο πατέρας του έπαιζε πολλά όργανα και συμμετείχε σε σύνολα κλασικής μουσικής στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, επομένως ο μικρός άρχισε να αποκτά εμπειρίες από τον χώρο, «γρατζουνώντας» ένα μαντολίνο.
Δυστυχώς ο Δημήτρης «έχασε» λίγο πριν κλείσει τα 13 του, τον άνθρωπο που τον μύησε σε αυτό το «ταξίδι», το οποίο έμελλε να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή. Βλέπετε έπρεπε πλέον να διεκδικήσει μεροκάματο για να βοηθήσει τον ίδιο και την οικογένειά του. Είχε γεννηθεί στις 16 Απριλίου 1927, όταν δηλαδή το μπουζούκι δεν απολάμβανε γενική αναγνώριση. Τουναντίον…
Παρά τη δεξιοτεχνία του, ο μικρός δεν είχε σκοπό να γίνει επαγγελματίας, αλλά ο χαμός του πατέρα του διαφοροποίησε τα δεδομένα. Πού να φανταζόταν ότι θα εξελιχθεί σε έναν κορυφαίο σολίστα. Η ταχύτητά του ήταν παροιμιώδης.
Ο Δημήτρης Στεργίου-Μπέμπης ήταν από τους ελάχιστους μπουζουξήδες της εποχής του που ήξερε να διαβάζει παρτιτούρα. Βαδίζοντας πλήρως στα χνάρια του ανθρώπου που τον μύησε στη μουσική, τα κατάφερνε περίφημα σε κιθάρα, μαντολίνο και όλα τα έγχορδα. Η νέα γενιά δεν τον γνωρίζει, διότι δεν ήθελε να κάνει ηχογραφήσεις.
«Εμένα δεν θα με κάνετε γραμμόφωνο. Όποιος θέλει να με ακούσει, να έρθει στο μαγαζί που δουλεύω», έλεγε χαρακτηριστικά ο ιδιότροπος Πειραιώτης, ο οποίος πράγματι δεν άφησε παρά ελάχιστα δείγματα.
Θρυλικές έμειναν οι «κόντρες» με τον Μανώλη Χιώτη για την ταχύτητα. Ωστόσο υπήρχε πάντα αλληλοεκτίμηση και αμοιβαίος σεβασμός. «Εγώ παίζω όσο γρήγορα μπορώ, ο Μπέμπης όσο γρήγορα θέλει», είχε δηλώσει με αβρότητα ο απαράμιλλος δεξιοτέχνης.
Παρεμπιπτόντως, ο Πειραιώτης δεν απαρνήθηκε ποτέ το τρίχορδο, κοινώς δεν δελεάστηκε από το τετράχορδο που λάνσαρε ο… ανταγωνιστής του, ο οποίος ήταν σίγουρα πιο ανοιχτόμυαλος.
Προτού συμπληρώσει τα πρώτα -άντα, ο πρωταγωνιστής του αφιερώματος ηχογράφησε το «Πενιές Μπέμπη» στη “His Master’s Voice”, όπου εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την αξία του στο ταξίμι της εισαγωγής.
Η απόφασή του να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ δεν αποδείχθηκε ευεργετική, ασχέτως αν σχεδίαζε να γεμίσει πολύ γρήγορα τις τσέπες του. Ο εθισμός του στο αλκοόλ έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, με αποτέλεσμα να επαναπατριστεί 5-6 χρόνια αργότερα. Δεν ήταν ούτε 40 ετών όταν η υγεία του είχε αρχίσει να κλονίζεται.
Είχε ήδη παντρευτεί και αποκτήσει δύο κόρες, επομένως τα έξοδα για τις ανάγκες ήταν αρκετά. Οι ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων δεν τον εμπιστεύονταν πια. Το παίξιμό του δεν θύμιζε το ένδοξο παρελθόν, συνεπώς τα οικονομικά προβλήματα αυξάνονταν.
Είχε επίγνωση του σοβαρού του προβλήματος, εξ ου και οι πολλές νοσηλείες του στο Κρατικό Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων στο Δαφνί, ωστόσο δεν κατάφερε να το ξεπεράσει.
Ο Μανώλης Χιώτης «έφυγε» ανήμερα των 49ων γενεθλίων του, στις 21 Μαρτίου 1970. Ο Δημήτρης Στεργίου-Μπέμπης τον… ακολούθησε στις 24 Δεκεμβρίου 1972, νικημένος από τις επιπλοκές που του δημιούργησαν οι πολυετείς καταχρήσεις. Ήταν μόλις 45 ετών. Αμφότεροι απεβίωσαν με την ίδια ταχύτητα που έπαιξαν…
Αντί επιλόγου παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα από τη μαρτυρία του ζωγράφου και αγιογράφου Χρήστου Λεβέντη στο βιβλίο του Γιώργου Αλτή «Λαϊκά Πορτρέτα Ι/ Μεγάλοι σολίστες του μπουζουκιού από τη δεκαετία του ’50».
«Θυμάμαι μια φορά καθόμασταν μαζί με τον Μπέμπη στου Μάριου, στην Ίωνος, πίναμε καφέ και μπαίνει μέσα ο Χιώτης. Παίρνει και αυτός ένα καφέ και κάθεται μαζί μας. Εγώ κατάλαβα ότι ο Μπέμπης είχε ένα εκνευρισμό.
Μέσα στο καφενείο ήταν ο Τσιτσάνης, ο Χρήστος ο αδερφός του, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Ζαμπέτας, ο Λαύκας, ο Μητσάκης, ο Λουκάς Νταράλας, όλοι οι μπουζουξήδες. Του λέει ο Μπέμπης του Χιώτη σε μια στιγμή: “Δεν παίρνεις την κιθάρα να με κομπανιάρεις;” “Γιατί” του λέει ο Χιώτης ειρωνικά, “δεν κομπανιάρεις εσύ να παίξω εγώ;”. “Εντάξει” λέει ο Μπέμπης. Παίρνει την κιθάρα και αρχίζουνε. Παίζει, παίζει ο Χιώτης, από πίσω ακολουθεί ο Μπέμπης.
Αφού έπαιξε αρκετή ώρα, κάποια στιγμή τελειώνει. “Τώρα”, του λέει ο Μπέμπης, “πάρε εσύ την κιθάρα να παίξω εγώ μπουζούκι”. Και πλακώνεται, τον είχε πιάσει τρέλα, έπαιξε μανιασμένα. Όλο το καφενείο είχε ξεραθεί, δεν μίλαγε κανένας. Μόνο το μπουζούκι ακουγότανε και μια κιθάρα που προσπαθούσε να το ακολουθήσει. Άλλαζε συνέχεια δρόμους και ακόρντα.
Σε μια στιγμή σταματάει ο Χιώτης σηκώνεται όρθιος, του δίνει το χέρι και του λέει: “Μπράβο ρε Δημήτρη”. Όλοι είχανε παγώσει. Ο Χρήστος ο Τσιτσάνης φόρεσε την τραγιάσκα του και βγήκε έξω από το μαγαζί αμίλητος, σαν να μην ήθελε τη ζωή του μετά από αυτά που άκουσε. Οι Τσιτσάνηδες τότε ήταν μεγάλα ονόματα».
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη σελίδα του Facebook ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΜΠΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ