Ο Νο1 δημόσιος κίνδυνος. Ο άπιαστος (κατά το BBC). Ο φαντομάς. Ο Έλληνας Ρομπέν των Δασών. Τα παρατσούκλια δεν του λείπουν. Μήτε η φήμη. Μια αύρα μύθου. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι ο πλέον διαβόητος ληστής της χώρας μας. Το ότι 15 χρόνια μετά την τελευταία απόδρασή του, με ελικόπτερο από τις φυλακές του Κορυδαλλού, παραμένει άφαντος, με τις Αρχές να μην έχουν ιδέα πού μπορεί να είναι και τι κάνει, κάνει την περίπτωσή του εντελώς κινηματογραφική. Και όχι μόνο, αν σκεφτούμε πως πέρυσι ήταν κεντρικό θέμα μιας από τις πλέον γνωστές true crime σειρές podcast των ΗΠΑ.
Ακόμα όμως και στις σκιές που κινείται, μακριά από οτιδήποτε μπορεί να προδώσει πού βρίσκεται, ο Παλαιοκώστας έχει βρει τρόπο να έρχεται σε επαφή με τον έξω κόσμο. Μέσω της δύναμης της… λογοτεχνίας! Ποιος να το φανταζόταν ίσως, αν και αυτό από μόνο του αρκεί για να καταλάβουμε πως μιλάμε για έναν κακοποιό παλιάς κοπής. Με έναν διαφορετικό κώδικα αρχών και αξιών, κάτι άλλωστε που έχει μετατρέψει σε γοητευτική την περίπτωσή του και κάνει ανθρώπους, που ουδεμία σχέση έχουν με το έγκλημα, να μιλούν με πολύ καλά λόγια γι’ αυτόν.
Η επαφή του με τον έξω κόσμο έρχεται μέσα από το βιβλίο «Μια Φυσιολογική Ζωή». Κυκλοφόρησε το 2019 και ήταν μια βουτιά στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου που έγινε ο πιο διάσημος εγκληματίας της πατρίδας μας. Με όχημα τις λέξεις μάθαμε λεπτομέρειες για τη ψυχοσύνθεση και τη ζωή του στην παρανομία. Για στιγμές και ανθρώπους που τον σημάδεψαν, για το πώς έκανε μερικές από τις πλέον γνωστές ληστείες και απαγωγές.
Τώρα εκδόθηκε η συνέχεια της ιστορίας (του). Με τίτλο «Ένα Φυσιολογικό Παιδί». Πώς έφτασε το υλικό στον εκδοτικό Οίκο (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) που επιμελείται το βιβλίο; Επισήμως με στικάκι. Με ένα φάκελο και μια επιστολή με το γραφικό του χαρακτήρα. Την δεχόμαστε ως εξήγηση. Σίγουρα έχει υποστεί μια επεξεργασία το κείμενο για να γίνει πιο «λογοτεχνικό», σε λέξεις ή φράσεις, όμως η ουσία είναι εκεί. Η αλήθεια, επίσης.
Τι θέλησε να μοιραστεί ο Παλαιοκώστας αυτή τη φορά με τον κόσμο στα απομνημονεύματά του; Κυρίως ιστορίες πριν μπει στο χώρο του εγκλήματος, αν και δεν λείπουν γεγονότα από τον καιρό της παράνομης δράσης του. Κατά βάση μιλάει για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Για το πώς δηλαδή σχηματίστηκε ως προσωπικότητα, ως χαρακτήρας.
Για να αντιγράψουμε μέρος από τη σύνοψη: «Ο ρομαντισμός, που ως στοιχείο διαπερνούσε τον θυελλώδη κόσμο της “Φυσιολογικής Ζωής”, βρίσκεται εδώ στον φυσικό του χώρο, στον τόπο που γεννήθηκε. Τα μέρη που στο πρώτο βιβλίο περιγράφονται εδώ κι εκεί, είτε ως αναπόληση είτε, κυρίως, ως πεδία μάχης, διαφυγής, επιβίωσης, εμφανίζονται εδώ στο προσκήνιο, φωτισμένα με το φως μιας άλλης εποχής, αποτελώντας τον κυρίως καμβά μιας ιστορίας κοινής, καθημερινής, πράγματι φυσιολογικής. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας ξαναθυμάται, περιδιαβαίνει και περιγράφει τα βουνά, τα λιβάδια, τα ποτάμια, τις στάνες, τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου και τους ανθρώπους της με τα μάτια και τον ρυθμό ενός παιδιού και μας αφήνει να ζήσουμε εκεί, μαζί του».
Μαθαίνουμε έτσι πράγματα για τη μητέρα του διαβόητου δραπέτη, Γεωργίτσα – μια γυναίκα που καλό ήταν να μην σε… περιλάβει με το στόμα της. Που υπεραγαπούσε τα παιδιά της και τα συγχωρούσε για όλα τους τα παραστρατήματα. Για τον τραχύ και «αγροίκο» πατέρα του, Λεωνίδα. Για τον μεγαλύτερο αδελφό του, Παντελή που τόσο θαύμαζε αυτός και ο έτερος αδελφός, επίσης διαβόητος εγκληματίας, Νίκος.
Είναι πολλές οι ιστορίες που ξετυλίγονται στις σελίδες του βιβλίου. Σε μια όμως θα σταθούμε εν προκειμένω. Γιατί δείχνει ταυτόχρονα τη διττή φύση του Βασίλη Παλαιοκώστα. Αυτός ο σκληρός, ο «άγριος» λύγισε σαν μικρό παιδί όταν κάποια στιγμή είδε να έρχεται δίπλα του, ενώ καθόταν κάτω από μια βελανιδιά, ένας… κότσυφας. Ήταν τρομαγμένο επειδή στο κατόπι του ήταν μια παρέα κυνηγών. Γενικώς ως πουλί δεν πλησιάζει τους ανθρώπους. Κι όμως, ήρθε σιμά του.
Το θεώρησε ως σημάδι. Ως μια «απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσει από τους μακελάρηδες που δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαρί» με τα δικά του λόγια. Αμέσως οργίστηκε με τους κυνηγούς. Άρχισε να τους βρίζει από μακριά με ό,τι μπινελίκι του κατέβαινε στο κεφάλι. Αυτοί τον άκουσαν και θέλησαν δουν ποιος είναι αυτός που τολμά να τους «στολίζει».
Ιδού η διήγηση, αυτούσια, αξίζει: «Έστειλαν έναν δίμετρο μαντράχαλο να ελέγξει ποιος είναι αυτός που τους έβρισε. Ο νεαρός νταγλαράς, κρατώντας επιδεικτικά μια καραμπίνα στα χέρια, έφτασε κοντά στην περίφραξη, όπου το δάσος ήταν αραιωμένο και κοιτούσε προς το μέρος μου».
Το 99% των ανθρώπων θα τα έκανε πάνω του αν έβλεπε κάποιον να τον σημαδεύει. Όχι και ο Βασίλης Παλαιοκώστας. Αντί να τρομάξει στη θέα του όπλου, «φόρτωσε» ακόμα περισσότερο. Άρχισε να βρίζει με μεγαλύτερη λύσσα, Θεούς και δαίμονες, να τον απειλεί πως θα του βάλει το όπλο… όλοι ξέρουμε πού. Ο «δίμετρος μαντράχαλος» τα ‘χασε και τράπηκε σε φυγή. Χωρίς να ξέρει με ποιον η μοίρα τον είχε ανταμώσει. Πως είχε το θράσος να σημαδέψει τον πιο διάσημο εγκληματία της Ελλάδας και έναν από τους most wanted παγκοσμίως. Τον θρυλικό Φαντομά.