Συνήθως, για να είμαστε ειλικρινείς, μας συμβαίνει σε τραγούδια με αγγλικό στίχο. Τα τραγουδάμε σαν παπαγαλάκια χωρίς να μπούμε στον κόπο να ακούσουμε τι πραγματικά λένε, σε τι αναφέρονται. Κι άντε πες εκεί, κάπως να το δικαιολογήσουμε παρότι τα αγγλικά κάθε άλλο παρά «δεύτερη γλώσσα» (πρέπει να) είναι. Αλλά στα ελληνικά; Γιατί δεν μπαίνουμε μερικές φορές στον κόπο να το ψάξουμε λίγο παραπάνω;
Ίσως γιατί μερικές φορές βρισκόμαστε προ εκπλήξεων που μας αφήνουν άναυδους. Δηλαδή φανταζόσουν ποτέ πως το «Λιωμένο Παγωτό», αυτό που κολλούσε στο χέρι και αυτό το καλοκαίρι και τραγουδούσαμε ακόμα και σε παιδικά πάρτι, ήταν στην πραγματικότητα ο καλλιτεχνικός τρόπος των Ξύλινων Σπαθιών να μιλήσουν για την ηρωίνη, τον εθισμό; Σοκ, ε;
Οι Τρύπες, στο “Magic Bus” ή πιο σωστά στην «Ταξιδιάρα Ψυχή», δεν μιλάνε για κάτι τέτοιο. Αλλά έχει πραγματικά πολύ ωραία ιστορία αυτό το «έχεις ξεχάσει πού ακριβώς θες να πας». Γιατί δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Γιάννη Αγγελάκα ή κάποιου άλλου μέλους του γκρουπ. Το λεωφορείο ήταν πέρα ως πέρα αληθινό. Βασικά ήταν ένα ολόκληρο project.
Στην Ελλάδα, κυκλοφορούσε στα 70’s και ως τις αρχές των 80’s κάνοντας διάφορα δρομολόγια, μεταξύ αυτών και στις πόλεις που αναφέρονται στο θρυλικό πλέον τραγούδι. Το λεωφορείο, που ξεκινούσε από την οδό Φιλελλήνων ήταν ένας οικονομικός τρόπος για ταξίδι, να γνωρίσει ο νεαρόκοσμος της εποχής άλλη γη, άλλα μέρη. Κοντά στο 80άρι κόστιζε σε σημερινά ευρώ το εισιτήριο, τσάμπα πράμα αν σκεφτούμε πως σε αντιδιαστολή, μέσω αεροπλάνου, κάποιος θα χρειαζόταν τα 4πλάσια χοντρικά.
Ήταν προφανώς ροκ η φάση, απαιτούσε να μην σε νοιάζουν οι ανέσεις, η… μπίχλα, ο ιδιωτικός σου χώρος και τέτοιες πολυτέλειες. Υπήρχαν κι άλλα Magic Bus στην Ευρώπη. Η αρχή είχε γίνει στο Άμστερνταμ, μετά ήρθε στην Αθήνα, γενικά είχε «γραφεία» (τρόπον τινά) σε 19 πόλεις στην Ευρώπη.
Η επιτυχία του project ήταν τέτοιο ώστε δρομολόγια τέτοιου είδους γινόντουσαν σε διάφορα μέρη και όχι μόνο στη γηραιά ήπειρο. Το πρώτο εξ αυτών των λεωφορείων χαρακτηριστικά, ταξίδευε προς το Κατμαντού, την πρωτεύουσα του Νεπάλ, στα τέλη του 1960, καλύπτοντας πάνω από 5000 μίλια.
Στα μέρη μας, όλο αυτό δεν ήταν νόμιμο ως επιχείρηση και αυτό εξηγεί το γιατί οι επιβάτες ήταν κατά βάση ξένοι. Κυρίως Ολλανδοί αφού η βάση ήταν από τα μέρη τους. Άφραγκοι μεν, ταξιδιάρικες ψυχές δε. Και πώς γινόταν η δουλειά σε κοινή θέα, με τις αρχές να κάνουν τα στραβά μάτια; Ελλαδάρα, η απάντηση και δεν το λέμε απαραίτητα με θετική χροιά… Έπαιζαν» άλλωστε και ανοιχτά, απροκάλυπτα, συνεργασίες με εγχώρια ταξιδιωτικά γραφεία με το Magic Bus.
Μιλάμε πάντως για επιχειρηματικό δαιμόνιο καθώς με αυτόν τον τρόπο ένα σωρό ξένοι μπόρεσαν να έρθουν στη χώρα μας. Και πήγαιναν μετά στα νησιά, γενικώς κινούταν το πράμα και ήταν αυτό σημαντικό ώστε να μπουν βάσεις για τη μεταγενέστερη τουριστική γιγάντωση της χώρας μας.
Ta ταξίδια αυτά σταμάτησαν οριστικά περί τα μέσα των 80’s. Ο ΟΣΕ έβαλε δρομολόγια για το εξωτερικό, λεωφορεία και τρένα, δεν υπήρχε λόγος και χώρος πια για παρανομίες. Το Magic Bus θα είχε χαθεί από τις μνήμες ή θα το θυμόντουσαν ελάχιστοι, αν οι Τρύπες δεν είχαν φροντίσει να μας το μάθουν μέσα από τους στίχους τους, τον αντικομφορισμό τους. Κάπως έτσι η μαγεία ενός λεωφορείου πήρε άλλη διάσταση, κερδίζοντας την αθανασία μέσα από τη δύναμη της μουσικής. Και έγινε ο ύμνος κάθε ταξιδιάρας ψυχής εκεί έξω, το soundtrack σε κάμποσα πάρτι της ζωής μας.
Κι αν το έχετε απορία, το είχαμε και εμείς, άραγε ταξίδεψαν ποτέ τα μέλη των Τρυπών με το αυθεντικό Magic Bus; Την απάντηση, που είναι καταφατική, την έδωσε ο Γιάννης Αγγελάκας σε συνέντευξή του στο «Νόστιμον Ήμαρ». Και ξεφεύγει πολύ από τα όρια ενός απλού ταξιδιού, γίνεται κοινωνικό φαινόμενο, μουσικό ρεύμα:
«Στο Παρίσι είχα πάει με Magic Bus, από Θεσσαλονίκη. Είχαμε κάνει 24 ώρες ταξίδι, κάτι ερείπια λεωφορεία, αλλά δε μας ένοιαζε. Ήταν μία γραμμή που ξεκινούσε από Λονδίνο, σταμάταγε Παρίσι, μάζευε χίπηδες φρικιά και πήγαινε Ινδία. Και περνούσε και από Θεσσαλονίκη. Εκεί που στάθμευε υπήρχε ένα youth hostel, που έμεναν μερικές μέρες οι χίπηδες που άφηνε το Magic Bus και όλα τα αλητάκια, όλα τα ανήσυχα τυπάκια της πόλης μας τότε, συχνάζαν στην Πρίγκηπος Νικολάου – Σβώλου, λέγεται τώρα – που ήταν το youth hostel. Κι έτσι τα διψασμένα, τρελά Ελληνάκια μαθαίναν τι γίνεται. Έπαιρναν δίσκους από τους χίπηδες, τους άκουγαν να παιζουν κιθάρα, βολτάρανε στην παραλία, επικοινωνούσαν μαζί τους. Αυτά μου τα λένε οι πιο παλιοί από μένα, μουσικοί – ροκάδες, οι οποίοι μου διηγούνταν πως μυήθηκαν στη ροκ. Και έτσι μπήκε το ροκ εν ρολ στη Θεσσαλονίκη».