Παλόμα
Βρείτε μας στο

Οι… mainstream την έμαθαν από την ταινία «Αυτή η νύχτα μένει», η οποία έκανε πρεμιέρα στις 7 Ιανουαρίου 2000. Οι νυχτόβιοι την ήξεραν από τη δεκαετία του 1980. Ο λόγος για τη θρυλική «Παλόμα».

Το καλλιτεχνικό της όνομα προήλθε από μία δασκάλα πιάνου, την κ. Περιστέρη. Αν οι νεότεροι δεν… ψαρώσατε, θα πρέπει να ενημερωθείτε ότι είχε λάβει τον χαρακτηρισμό «Βουγιουκλάκη του Αιγάλεω».

«Δεν είμαι η Μαντόνα, εγώ είμαι η “Παλόμα”, ονειρεμένα μάτια και φλογισμένο σώμα, μπροστά μου δεν μετράει η Ούρσουλα η Άντρες και γύρω μου τρελαίνω τ’ αγόρια και τους άντρες», έλεγε στο μεγάλο της σουξέ.

Ουρές έκαναν τα αρσενικά για χάρη της στα ξενυχτάδικα που εμφανιζόταν στα δυτικά προάστια. Άνθρωποι της «πιάτσας», λαϊκοί τύποι, μεροκαματιάρηδες, στρατιώτες… Άλλοι τα «έσκαγαν» χοντρά, άλλοι έδιναν από το υστέρημά τους. Ένα προσκύνημα στη Λεωφόρο Θηβών ή στην Ιερά Οδό, τον αρχαιότερο δρόμο της χώρας.

Οι ποδοσφαιριστές είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στην «Παλόμα». Η ίδια έχει αποκαλύψει πως συχνά, έπειτα από νίκες του Ολυμπιακού, οι θριαμβευτές επέλεγαν εκείνη για τη διασκέδασή τους. Τα… γκολ συνεχίζονταν και μετά τα μεσάνυχτα.

Πελάτες την περίμεναν συχνά έξω από τα νυχτερινά κέντρα, προκειμένου να μετουσιώσουν σε… κάτι παραπάνω τα χιλιάρικα που είχαν ξοδέψει. Την κυνήγησαν αμέτρητοι, κάποιοι με υπέρμετρο πάθος. Εκείνη χόρτασε έρωτα και έζησε έντονα τα νιάτα της. Απέφευγε, όμως, να αγαπήσει. Ίσως για να προστατεύσει τον εαυτό της.

Μιλώντας στη “LIFO“, έχει αποκαλύψει: «Μια φορά ένας μεθυσμένος, καψούρης του κερατά, έβγαλε πιστόλι, απειλούσε να με σκοτώσει και μετά να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, αν δεν έμπαινα στο αυτοκίνητο. Ξέρεις, όταν από κάτω σε θέλουν και οι εκατό, νόμος είναι να παρακαλάς, αυτόν που δεν σε καταδέχεται».

Παλόμα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ «Η Βουγιουκλάκη του Αιγάλεω»: Ποδοσφαιριστές, φαντάροι, μεροκαματιάρηδες έτρεχαν ευλαβικά στα ξενυχτάδικα

Οι νεότεροι δεν μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει «σκυλάδικο» των δεκαετιών 1980 και 1990. Αν εφευρεθεί ποτέ «μηχανή του χρόνου» και μεταφερθούν σε νυχτερινά κέντρα, όπως το «Τεν-Τεν», το «Σου-Μου», τα «Αραπάκια», το «Λουζιτάνια» ή το «14», θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό για καμιά ώρα. Με τα καλά και με τα στραβά, προφανώς.

Αν παρατηρήσει κανείς με μία αντικειμενική ματιά αυτού του είδους τα μαγαζιά, τα πλην είναι απείρως περισσότερα από τα συν. Κάπνα που παραπέμπει σε φουγάρο πλοίου, αλκοόλ αμφιβόλου ποιότητας, «περίεργος» κόσμος, κονσομασιόν, καρακιτσαριό… Ενίοτε και παραβατική συμπεριφορά.

Τα θετικά ήταν λιγότερα, αλλά πανίσχυρα. Υπό την έννοια ότι εν μέσω ομίχλης από τα αναμμένα τσιγάρα και θολούρας από τα ποτά, έβγαινε μία αυθεντικότητα. Ελαφριά ενδεδυμένη και κακόηχη, όμως αναμφισβήτητη. Ιδίως με όσα ακολούθησαν τα κατοπινά χρόνια, τα οποία συνδέθηκαν και συνδέονται με οικονομική κρίση, κατάθλιψη, ανεργία, αποχαύνωση, μέσα κοινωνικής αποξένωσης, καραντίνα…

Τα χρόνια της ανεμελιάς πέρασαν, ενδεχομένως ανεπιστρεπτί. Πολλές φορές οι σερβιτόροι προσέφεραν το μικρόφωνο στην «ιέρεια της νύχτας» μέσα από δίσκο! Έχει καταγραφεί περιστατικό να βρέχει καταρρακτωδώς και το νερό να στάζει μες στο μαγαζί, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται η διασκέδαση. Αυτές οι εικόνες ανέβαζαν το κέφι. Ο κόσμος σκεφτόταν συνεχώς τι ατάκα θα πει για να γελάσει η παρέα και όχι αν του φτάνουν τα χρήματα για να βγει ο μήνας.

Γι’ αυτό άπαντες πρέπει να αγκαλιάζουμε οτιδήποτε χαρίζει εύθυμη διάθεση. Να απομυθοποιούμε το «εγώ» μας, να αυτοσαρκαζόμαστε και, παράλληλα, να νοιαζόμαστε για την τόνωση της ψυχολογίας των γύρω μας. Να είμαστε πιο κουλ, ρε αδερφέ. Όπως η «Παλόμα».