Στις μέρες μας τα θεωρούμε δεδομένα. Περισσότερο μάλιστα μας εκνευρίζουν παρά μας μας ευχαριστούν, τόσο πολύ που έχουν αυξηθεί οι τιμές των εισιτηρίων. Υπήρξε όμως μια εποχή που ο κόσμος ήταν δεμένος συναισθηματικά με τα «πλοία της γραμμής». Ειδικά οι νησιώτες που κατανοούσαν τη σημασία και την αξία της ευκολότερης και ταχύτερης σύνδεσης με την ηπειρωτική Ελλάδα. Ένιωθαν έτσι κομμάτι του συνόλου, όχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Καμάρωναν, χαιρόντουσαν, ταυτίζονταν.
Ναι, τα πλοία που έδεναν στα λιμάνια δεν ήταν απλά λαμαρίνες και μηχανές. Ήταν σαν να είχαν και αυτά ψυχή, σαν να ήταν άνθρωποι. Γι’ αυτό και όσοι τα έζησαν, τα θυμούνται με αγάπη, νοσταλγία. Ειδικά εκείνα που όρισαν το περίγραμμα με τρόπο εμφατικό, μοναδικό. Και εδώ μπαίνει στη συζήτηση το «Εξπρές». Δρομολογήθηκε το καλοκαίρι του 1961 στη γραμμή Πειραιάς – Ύδρα – Σπέτσες και άλλαξε τα δεδομένα στην ελληνική επιβατηγό ναυτιλία. Ήταν το πρώτο από αυτά που ο Τύπος της εποχής χαρακτήριζε «ιπτάμενα πλοία». Γνωστά επίσης ως υδροπτέρυγα (hydrofoil), πρόγονοι αυτών που σήμερα ξέρουμε ως «δελφίνια».
Το πλοίο, με μπλε και λευκά χρώματα, αναχωρούσε μπροστά από την παλαιά Λέσχη του Ολυμπιακού. Αρχικά άνηκε στον Σταύρο Νιάρχο, αλλά μετά από κοντά 2 χρόνια το πούλησε στον Γιάννη Λάτση, ο οποίος τότε είχε στην ίδια γραμμή το «Νεράιδα», αργότερα και τον «Πορτοκαλή Ήλιο».
Από την πρώτη στιγμή, το «Εξπρές» προκάλεσε μεγάλο ντόρο και συζήτηση. Η αλήθεια είναι πως ήταν κάτι σαν επίδειξη status το να ταξιδεύεις με αυτό το πλοίο. Τα εισιτήρια ήταν πανάκριβα και αν μπορούσες να τα αποκτήσεις σήμαινε πως το πορτοφόλι σου ήταν πολύ πιο γεμάτο από του μέσου όρου.
«Εμείς πήγαμε στην Ύδρα (ή στις Σπέτσες) με το ιπτάμενο πλοίο», καμάρωναν τα μέλη της αθηναϊκής αστικής τάξης, καθώς εκείνη την εποχή ο Αργοσαρωνικός ήταν ο τοπ τουριστικός προορισμός της χώρας, οι Κυκλάδες δεν είχαν καθόλου αναπτυχθεί συγκριτικά. Και ο Αργοσαρωνικός είχε πέραση ακριβώς επειδή ήταν εύκολο και γρήγορο να ταξιδέψεις, χάρη σε πλοία όπως το «Εξπρές». Που έθεσε τις βάσεις για να μπουν και άλλα υδροπτέρυγα στις ελληνικές θάλασσες.
Τα εγκαίνια του «ιπτάμενου πλοίου», που είχε ναυπηγηθεί στη Σικελία, έγιναν τον Ιούλιο του 1961, στην Κέρκυρα. Δείγμα της σημασίας του γεγονότος ήταν στην τελετή παρευρέθηκε η τότε βασιλική οικογένεια της Ελλάδας – τα μέλη της μάλιστα έκαναν και μια πρώτη δοκιμαστική βόλτα. «Είναι το πλοίον του μέλλοντος δια την χώρα μας», καμάρωνε ο τότε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, Γεώργιος Ανδριανόπουλος.
Δεν χαιρόντουσαν όλοι, πάντως. Κάποιοι υποστήριζαν πως το ιπτάμενο πλοίο είναι ακατάλληλο για τα ελληνικά λιμάνια, ενώ παρουσίαζαν ως χάντικαπ πως ήταν κλειστό, επειδή – έλεγαν – σε περίπτωση ατυχήματος οι επιβάτες δεν θα είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας. Οι συνδικαλιστές οργανώσεις ανησυχούσαν περισσότερο για τις θέσεις εργασίας που θα χάνονταν. Τελικά αποδείχθηκε πως αυτές οι φωνές απλά είχαν βιαστεί να κρίνουν ή είχαν τρομάξει από την πρόοδο.
Γρήγορα το «Εξπρές» έγινε σημείο αναφοράς στον Αργοσαρωνικό, εκτελώντας 15 δρομολόγια εβδομαδιαίως. Η διαδρομή Πειραιάς-Ύδρα διαρκούσε 70 λεπτά, ενώ ήθελε μόλις 1,5 ώρα για να πάει στις Σπέτσες. Συνολικά, εξοικονομούνταν δύο και τρεις ώρες αντίστοιχα, σε σχέση με τα συμβατικά επιβατηγά πλοία. Τεράστια διαφορά.
Όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το «Εξπρές» είχε μήκος 20 μ. και πλάτος 6 μ. Ταυτόχρονα, ήταν εφοδιασμένο με δύο μηχανές Μερσεντές, συνολικής ισχύος 2.760 ίππων. Το μάξιμουμ όριο ταχύτητας άγγιζε τα 37 μίλια την ώρα, ωστόσο στην πράξη πήγαινε με 18-24 μίλια ανά ώρα.
Το βασικό υλικό κατασκευής ήταν ένα ανθεκτικό και συνάμα ελαφρύ κράμα αλουμινίου. Επιπλέον, διέθετε επένδυση πολυστερόλης, η οποία καθιστούσε το σκάφος πρακτικά αβύθιστο. «Το ασφαλέστερον μέσον θαλάσσιας μεταφοράς» έγραφε ο ναυτικός Τύπος της εποχής. Μπορούσε να μεταφέρει ως 127 επιβάτες, ενώ το πλήρωμα αποτελούνταν από 8 άτομα. Στο εσωτερικό του, θύμιζε αεροπλάνο. Διέθετε δύο ευρείς χώρους με διπλή σειρά καθισμάτων τύπου πούλμαν, τουαλέτες, μικρό σαλόνι, καθώς και μπαρ.
Τελικά το Εξπρές έκανε τον κύκλο του. Ξεπεράστηκε από τις εξελίξεις, δεν έκανε πια τη διαφορά. Κατέληξε κάποια στιγμή στη Νάπολη της Ιταλίας όπου έκανε κάποια τοπικά δρομολόγια στην Ίσκια και στην Προτσίντα. Αργότερα αφέθηκε να σαπίζει, ως το 2006 όταν και το πέταξαν στη ξηρά και δόθηκε για διάλυση. «Παλιοσίδερα»; Ίσως, μόνο που κάποτε είχαν ψυχή. Κι αν κάποιος έκλεινε τα μάτια, αν ήταν τυχερός ίσως και να άκουγε μια μακρινή ηχώ γέλιων και συζητήσεων από το παρελθόν, με φωνές να λένε, με έκδηλη την περηφάνια, τα παρακάτω λόγια: «Ταξιδεύουμε με το ιπτάμενο πλοίο»…