Το ημερολόγιο έγραφε 26 Σεπτεμβρίου 1989 η Ελλάδα συγκλονίζεται από ακόμη μία δολοφονία που φέρει την υπογραφή της 17 Νοέμβρη. Με τη μόνη διαφορά ότι αυτή τη φορά ο στόχος της είναι ένας πολιτικός. Και μάλιστα ο Παύλος Μπακογιάννης. Μια προσωπικότητα που ακόμη και οι αντίπαλοί της παραδέχονταν ως θετική για τον τόπο. Η υπόθεση εξιχνιάζεται πολλά χρόνια αργότερα, μετά την δίκη της τρομοκρατικής οργάνωσης. Όμως αν ένας άντρας της ομάδας «Ζήτα» είχε αντιδράσει διαφορετικά, ίσως τα πράγματα είχαν πάρει από πολύ νωρίς το δρόμο της δικαιοσύνης.
Ποιο ήταν αυτό το μάλλον ακατανόητο επιχειρησιακό σφάλμα; Λίγο μετά τους πυροβολισμούς και αφού άκουσε τις φωνές μιας γυναίκας, πήρε στο κατόπι έναν από τους δράστες. Λίγο αργότερα ο τελευταίος άφησε να πέσει πίσω του ένα χαρτί. Όπως αποδείχθηκε ήταν η προκήρυξη. Ο αστυνομικός έσκυψε για να την πιάσει και όταν σήκωσε το κεφάλι του, είχε χάσει τα ίχνη του…
Ποιος ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης
Αν και το πολιτικό σκηνικό είχε πάρει φωτιά εξαιτίας του σκανδάλου Κοσκωτά και των ειδικών δικαστηρίων, ο Μπακογιάννης δεν έμοιαζε πιθανός στόχος. Η 17 Νοέμβρη ως τότε δεν είχε προχωρήσει σε χτύπημα εναντίον πολιτικού. Είχε εκφράσει βέβαια την πρόθεσή της να το κάνει, αλλά κανένας δεν πίστευε πως αυτός θα ήταν ο βουλευτής Ευρυτανίας.
Ένας άνθρωπος που ναι μεν ανήκε στη Νέα Δημοκρατία, αλλά η θέση του δεν ήταν στα δεξιά της Δεξιάς. Εκεί δηλαδή που ενδεχομένως να έβρισκαν τότε πολιτική στέγη άνθρωποι που ονειρεύονταν ακόμη τις ημέρες της Χούντας. Αντίθετα, ο Παύλος Μπακογιάννης υπήρξε από τους πρωτεργάτες του αντιδικτατορικού αγώνα από το εξωτερικό στο οποίο βρισκόταν.
Μάλιστα του είχε αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα και ο ίδιος είχε λάβει πολιτικό άσυλο στην Δυτική Γερμανία. Από εκεί ως διευθυντής του ελληνόφωνου πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας, που αναμεταδιδόταν στην Ελλάδα μέσω της «Ντόιτσε Βέλε», έγινε συνώνυμος της αντίστασης κατά των Συνταγματαρχών. Το 1970 κιόλας τοποθετήθηκε βόμβα στο σπίτι του στο Μόναχο και όπως του είχε πει η γερμανική αστυνομία υπεύθυνες ήταν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες της εποχής…
Μεταπολίτευση και Κοσκωτάς
Με τον ερχομό του στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της τότε ΕΙΡΤ. Το 1982 τον προσέγγισε ο Γιώργος Κοσκωτάς για την έκδοση τού εβδομαδιαίου περιοδικού «Ένα». Η επαγγελματική σχέση του με τον τραπεζίτη έληξε μόλις 3 χρόνια αργότερα. Δηλαδή πολύ πριν τα περίφημα pampers και τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Άλλωστε την ίδια περίοδο λειτουργούσε και ως σύμβουλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έχοντας παντρευτεί την κόρη του Ντόρα. Ήταν προφανές ότι δεν θα ήταν δυνατό να παραμείνει και στις δύο «βάρκες».
Ωστόσο παρέμενε ενωτικός και τεράστιος υπέρμαχος της Εθνικής Συμφιλίωσης. Εργαζόταν αγόγγυστα για αυτόν τον σκοπό και η παρουσία του έγινε ακόμη πιο έντονη όταν εξελέγη βουλευτής για πρώτη και μοναδική φορά στη μονοεδρική περιφέρεια της Ευρυτανίας. Μόλις τρεις μήνες πριν το θάνατό του. Από εκεί, από τον τόπο από τον οποίο γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935, είχε αρχίσει να στέλνει το μήνυμα για ένα αύριο χωρίς νικητές και νικημένους του αιματηρού Εμφυλίου.
Η δολοφονία
Αν και είχε το δικαίωμα να διαθέτει προσωπική φρουρά, ο Παύλος Μπακογιάννης δεν ήθελε επιπλέον προστασία. Συνήθιζε να λέει πως του ήταν άχρηστη καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έμπαινε ο ίδιος στο στόχαστρο. Και μπορεί η πρόθεση της 17 Νοέμβρη για χτύπημα εναντίον πολιτικού να ήταν δεδομένη, αλλά ποιος θα πίστευε ότι θα ήταν ο μετριοπαθής υπέρμαχος της ενότητας;
Έτσι εκείνο το πρωί ελάχιστα λεπτά μετά τις 8 ήταν μόνος του. Τον είχε οδηγήσει στο γραφείο του στην οδό Ομήρου 35 στο Κολωνάκι ο προσωπικός οδηγός-αστυνομικός. Στον φρουρό του ο Μπακογιάννης είχε δώσει άδεια για να ξεκουραστεί. Τη στιγμή που μπήκε στο ασανσέρ δέχθηκε τους πυροβολισμούς… Αν και αργότερα με δεύτερη προκήρυξη η 17Ν υποστήριξε «ο απατεώνας Μπακογιάννης όπως και όλοι οι άλλοι δέχθηκε όλες τις σφαίρες από μπροστά», η νεκροψία έδειξε άλλα. Ο Έλληνας πολιτικός είχε πυροβοληθεί από πίσω και αριστερά, μπροστά τα μάτια της γραμματέως του.
Η βαλλιστική έρευνα που ακολούθησε επιβεβαίωσε τις προκηρύξεις. Ο Παύλος Μπακογιάννης είχε πέσει θύμα της τρομοκρατικής οργάνωσης. Μάλιστα είχε χρησιμοποιηθεί το γνωστό 45άρι που είχε πάρει τις ζωές των Γουέλς, Σταμούλη, Πέτρου, Μομφεράτου και Αθανασιάδη.
Το μοιραίο λάθος
Η υπόθεση έκλεισε δικαστικά πολλά χρόνια αργότερα, όταν στο μεταξύ είχαν συλληφθεί τα μέλη της 17 Νοέμβρη. Για την δολοφονία του Μπακογιάννη στο εδώλιο κάθισαν και καταδικάστηκαν 4 άτομα. Ισόβια στον Κώστα Κουφοντίνα και τον Ηρακλή Κωστάρη που ήταν οι φυσικοί αυτουργοί. Την ίδια τύχη είχε ως ηθικός αυτουργός ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. 15ετή κάθειρξη επιβλήθηκε στους Σάββα Ξηρό και Βασίλη Τζωρτζάτο, με τον πρώτο να φιλάει τσίλιες και τον δεύτερο να είναι ο οδηγός του οχήματος διαφυγής.
Όλοι τους, με εξαίρεση τον Γιωτόπουλο που αρνήθηκε κάθε εμπλοκή με την οργάνωση, υποστήριξαν ότι η εκτέλεση αφορούσε το σκάνδαλο Κοσκωτά…
Ωστόσο όλα θα είχαν τελειώσει πολύ νωρίτερα, εάν ένας άνδρας της αστυνομίας δεν έκανε μια κίνηση που αποδείχθηκε καθοριστική. Ελάχιστα λεπτά μετά το περιστατικό από το σημείο έτυχε να περνά ένας άνδρας της ομάδας «Ζήτα». Από τις φωνές και τις υποδείξεις μιας γυναίκας βρέθηκε να κυνηγά τον έναν από τους δράστες. Τον ακολούθησε και ίσως να τον προλάβαινε αν δεν σταματούσε για να μαζέψει κάτι που πέταξε πίσω του.
Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ήταν η προκήρυξη. Ένα κείμενο δηλαδή που έτσι κι αλλιώς αργότερα θα μοιραζόταν σε έντυπα και κάτι από το οποίο δεν προέκυψε άλλο στοιχείο, όπως ας πούμε αποτύπωμα ή γενετικό υλικό. Όταν μάλιστα στη συνέχεια ο αστυνομικός σήκωσε ξανά το κεφάλι του, ο δράστης είχε εξαφανιστεί. Ακόμη μία ευκαιρία για εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη είχε χαθεί.