Την σκότωσε, την τσιμέντωσε και την έθαψε: Το ελαφρυντικό του καθηγητή που μετά από μόλις 7 χρόνια «μέσα», κυκλοφορεί πλέον ελεύθερος

Από… ισόβια, ελεύθερο «πουλί»

Ήταν ένα από τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Ο δράστης, Γιάννης Κατσιλάμπρος, όχι μόνο είχε σκοτώσει την σύζυγό του, αλλά προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Τόλμησε να την θάψει σε πάρκο που έπαιζαν τα παιδιά τους. Κι ενώ η αρχική ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν «ισόβια», εκείνος πέρασε μόλις 7 χρόνια στη φυλακή

Η δολοφονία έγινε το 2008. Ήδη από το 2015 ο συζυγοκτόνος κυκλοφορεί ελεύθερος. Το αν και κατά πόσο έχει μετανιώσει ειλικρινά για τις πράξεις του, είναι κάτι που το γνωρίζει μόνο ο ίδιος. Το αν, επίσης, έχει αρπάξει αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που του έδωσε η ζωή και η δικαιοσύνη, είναι κάτι που φαίνεται ότι συμβαίνει, αφού έκτοτε δεν έχει απασχολήσει τις Αρχές. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι και μέχρι να σκοτώσει με τα χέρια του την γυναίκα του, πάλι δεν είχε πάρε-δώσε με το νόμο.

Το ημερολόγιο

Σε διαδικτυακό ημερολόγιο ο Γιάννης Κατσιλάμπρος καταγράφει τις σκέψεις του. Και από αυτό φανερώνεται και η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρέθηκε όλο εκείνο το διάστημα.

«Πριν από επτά χρόνια αφαίρεσα τη ζωή της γυναίκας μου. Πριν από επτά χρόνια σκότωσα το όνειρο που ο ίδιος γέννησα και ανάθρεψα. Πριν από επτά χρόνια άφησα ορφανά τα παιδιά μου με μια μαμά νεκρή με ένα μπαμπά ζωντανό-νεκρό. Μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια βίωσα τις συνέπειες αυτού του δράματος. Είδα στον ουρανό, χωρίς να καταφέρω να δω τίποτα. Τίποτα, όσο κι αν έψαξα. Ούτε ένα σημάδι. Είδα τα παιδιά μου να πονούν και να απορούν. Είδα τα παιδιά μου λίγο-λίγο να απομακρύνονται, καθώς η δυνατότητα επικοινωνίας ολοένα μειωνόταν και τελικά μηδενίστηκε. Είδα τη μορφή στον καθρέφτη. Τη μίσησα, μα όχι αρκετά.

Την άφησα να ζήσει. Είδα τους γονείς μου να με επισκέπτονται στη φυλακή. Είδα τον αδελφό μου για τελευταία φορά. Μα είδα επίσης φως. Μου τό ’δειχναν τα μάτια εκείνων των ελάχιστων που στάθηκαν δίπλα μου αυτά τα χρόνια. Το ακολούθησα. Κάποια στιγμή ο χρόνος κουράστηκε. Η ζωή ήρθε πιο κοντά. Η αρχική ποινή της ισόβιας κάθειρξης μειώθηκε στο εφετείο. Γεγονότα και συναισθήματα ακραία», γράφει χαρακτηριστικά.

Η μέρα του φονικού

Όλα συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 2008. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, η σχέση του Γιάννη Κατσιλάμπρου με την Παναγιώτα Μαζαράκη δεν βρισκόταν σε καλή φάση. Ο καθηγητής μουσικής ζήλευε την επιτυχημένη σολίστ με τις πολλές εμφανίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Οι γείτονές τους στην Φιλοθέη άκουγαν ολοένα και πιο συχνά τους καυγάδες τους. Μέχρι τη μέρα που έγινε το κακό…

Ωστόσο όταν οι φωνές σταμάτησαν κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. Δηλώθηκε απλά η εξαφάνισή της και ο Κατσιλάμπρος άρχισε να παίζει θέατρο. Να υποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει τίποτα και να δείχνει συντετριμμένος, επειδή η σύντροφός του τον είχε εγκαταλείψει. Εκείνος που δεν πείστηκε από τη συμπεριφορά του ήταν ο πατέρας του. Ο καθηγητής ιατρικής, Νικόλαος Κατσιλάμπρος μίλησε στον γιο του και τον έπεισε ότι όφειλε να βγει και να πει την αλήθεια. Να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεών του και να δώσει ένα λυτρωτικό τέλος στην αγωνία της οικογένειας της άτυχης γυναίκας.

Η ομολογία του

Στην ομολογία του περιέγραψε τα περιστατικά που όπλισαν τα χέρια του. Λέει χαρακτηριστικά: «Τσακωθήκαμε για μια ακόμη φορά κι απειλούσε ότι θα με σκοτώσει. Είχε πάρει ένα κουζινομάχαιρο και με κυνηγούσε μέσα στο σπίτι ουρλιάζοντας ότι θα με σκοτώσει. Τότε πήρα από το υπνοδωμάτιο το σίδερο από τη σιδερώστρα και τη χτύπησα στο κεφάλι. Είχε ακόμα τις αισθήσεις της: ‘’Τι έκανες; Θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή’’, μου είπε. Τότε, πανικοβλήθηκα και τη χτύπησα με γροθιά στο στήθος. Μόλις κατάλαβα τι είχα κάνει, προσπαθούσα να τη συνεφέρω αλλά ήταν ακίνητη.

Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω αλλά μετά σκέφτηκα τα παιδιά μας. Πώς θα μεγαλώσουν χωρίς τους γονείς τους; Έπρεπε να ζήσω για να μεγαλώσω τα δυο παιδιά μου. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να εξαφανίσω το πτώμα της. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το μεγάλο μου λάθος ήταν που δεν έφυγα από την αρχή του καβγά μας και να αποφύγω το μοιραίο», είχε πει στους αστυνομικούς.

Το περιστατικό

Σύμφωνα με την έκθεση του ιατροδικαστή πάντως, ο θάνατος δεν επήλθε από τα χτυπήματα. Η γυναίκα ήταν ακόμη ζωντανή όταν ο Κατσιλάμπρος την έσυρε μέχρι το μπάνιο. Εκεί την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Στη συνέχεια σκέφτηκε να εξαφανίσει το πτώμα της. Αρχικά πέταξε τη σορό της σε έναν κάδο σκουπιδιών στην Παιανία.

Φοβήθηκε, όμως, ότι θα το ανακάλυπταν, οπότε άλλαξε γνώμη. Επέστρεψε στο σημείο, το ανέσυρε και γύρισε στη γειτονιά τους. Κοντά στο σπίτι τους στη Φιλοθέη υπήρχε ένα πάρκο. Το οποίο μάλιστα επισκέπτονταν με τα παιδιά τους. Και σε αυτό το σημείο αποφάσισε να την θάψει… Μια επιλογή που σόκαρε τους πάντες στην ιδέα και μόνο ότι τα παιδιά έπαιζαν λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που βρισκόταν το άψυχο κορμί του ανθρώπου που τα έφερε στον κόσμο.

Οι δίκες

Πρωτόδικα η απόφαση της δικαιοσύνης ήρθε σαν καταπέλτης. Ισόβια για ανθρωποκτονία από πρόθεση ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Όπως είχε προτείνει νωρίτερα και ο εισαγγελέας, διαλύοντας την υπεραστική γραμμή του δολοφόνου.

«Δεν υπήρξε ο έντονος καβγάς μεταξύ τους, όπως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος. Αντιθέτως, έφαγε μαζί της, την άφησε να ξαπλώσει κι όταν εκείνη κοιμήθηκε, την χτύπησε με το σίδερο στο κεφάλι. Βλέποντας ότι ήταν ακόμα ζωντανή, την έσυρε στο μπάνιο και την έπνιξε… ενέργησε με προμελετημένο δόλο και από πρόθεση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης να σκοτώσει τη σύζυγό του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης», ήταν τα λόγια του.

Στο Εφετείο που ακολούθησε, όμως, η υπόθεση πήρε εντελώς διαφορετική τροπή. Το δικαστήριο αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Τον καταδίκασε σε 20ετή κάθειρξη το 2014, αλλά την επόμενη χρονιά ο Κατσιλάμπρος αποφυλακίζεται έχοντας εκτίσει μόλις 7 χρόνια

Κι ενώ έτσι γράφτηκε ο επίλογος αυτής της σοκαριστικής υπόθεσης, ο ίδιος ο δολοφόνος έγραφε τότε στο ημερολόγιό του: «Μόνη μου ελπίδα είναι πλέον να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Ξέρω πως τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσω για να καλύψω το σκοτάδι θα έχουν πάντα μια σκιά θανάτου στη ζωντάνια τους. Όμως δεν γέρασα ακόμη κι ούτε άντεξα τόσο για να τα παρατήσω. Εμπρός λοιπόν Γιαννάκο, πάμε πάλι απ’ την αρχή. Παίρνεις το πινέλο και αγωνίζεσαι. Βλέπω ένα σπιτάκι. Βλέπω ένα χέρι πλάι στο δικό σου. Βλέπω λίγο χαμόγελο. Βλέπω μια συγχώρεση. Βλέπω τον ουρανό»…