Οι πρόσφατες εικόνες από τις πλημμύρες στη Βαλένθια ήταν σοκαριστικές. Η τελευταία επίσημη καταμέτρηση των ισπανικών αρχών, μέχρι την ώρα που γραφόντουσαν αυτές οι γραμμές, έκανε λόγο για 223 νεκρούς και 78 αγνοούμενους. Είναι ανθρώπινο ακούγοντας τέτοιες τραγικές ειδήσεις από το εξωτερικό να στρέφεις το βλέμμα σου στη δική σου πραγματικότητα. Να κάνεις την αναγωγή με το τι θα μπορούσε να συμβεί σε ανάλογη περίπτωση. Είναι η Αθήνα θωρακισμένη σε περίπτωση ενός τόσο ακραίου καιρικού φαινομένου; Κάθε άλλο…
Και δεν μας φταίει μόνο το σήμερα, το τώρα της κλιματικής κρίσης. Το κακό ξεκινάει από πολύ πιο παλιά. Υπολογίζεται ότι στο Λεκανοπέδιο έχουν μπαζωθεί ρέματα και χείμαρροι συνολικού μήκους 550 χλμ. (!). Θαμμένες παραμένουν οι κοίτες του Κηφισού, του Ιλισού και του Ηριδανού. Των αρχαίων δηλαδή ποταμών της Αθήνας. Μπορεί ο Κηφισός να ήταν ο μεγαλύτερος σε μήκος (27 χιλιόμετρα), όμως ο πιο ιδιαίτερος εκ των τριών, ήταν σίγουρα ο Ιλισός. Ο λεγόμενος και «Ιερός Ποταμός» κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, στις όχθες του διέμεναν οι Μούσες, προς τιμήν των οποίων υπήρχε ο «βωμός των Ιλισιάδων».
Οι πηγές του βρίσκονται στις βορειοδυτικές πλαγιές του Υμηττού. Περνούσε δίπλα από τα τείχη και χρησίμευε ως φυσικό όριο της πόλης. Ενόσω κατηφόριζε προς τη θάλασσα αντάμωνε με τον Κηφισό και πήγαιναν μαζί στο Σαρωνικό. Ο Πλάτωνας τον αποκαλεί «υδάτιον» (ρεματάκι) για την καλοκαιρινή μείωση της ροής του ενώ ο δάσκαλός του, Σωκράτης απολάμβανε να δρόσιζε τα πόδια του στο ποτάμι. Μια όαση φυσικού κάλλους με αναρίθμητα οφέλη για το οικοσύστημα της περιοχής.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο Ιλισός έδινε ζωή και δημιουργούσε ένα όμορφο περιβάλλον για τους κατοίκους, ιδανικό για τις καλλιέργειες. Κι όμως αυτό το δώρο της φύσης οι σύγχρονοι Αθηναίοι το «τσαλαπάτησαν» με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Ήδη από τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, από την έλευση του Όθωνα, η αφαίρεση του αμμοχάλικου της κοίτης του Ιλισού έγινε πάγια τακτική. Το χρησιμοποιούσαν για να στρώνουν τους δρόμους. Κακοποιώντας όμως έτσι το ποτάμι. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Με την πάροδο του χρόνου αργά αλλά σταθερά το ποτάμι αφυδατώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως κατάληξη διαφόρων αποβλήτων. Εξελίχθηκε έτσι σε πηγή μόλυνσης, γεμάτο βαλτόνερα και βρωμιές. Τη δεκαετία του 1930 άρχισαν τα λεγόμενα έργα «υγιεινής» και «πολιτισμού» – που μόνο τέτοια δεν ήταν βέβαια,.
Και ήρθε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς να δώσει τη χαριστική βολή το 1939 με την πομπώδη έκφραση «Θάπτομεν τον Ιλισόν», όταν άρχισε η επιχωμάτωση. Μάταια κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι όπως ο ιστοριοδίφης και λαογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου, προσπάθησαν να αποτρέψουν την πορεία των γεγονότων, χαρακτηρίζοντας την κάλυψη του ποταμού, δεύτερη καταστροφή μετά από αυτήν του Παρθενώνα.
Είναι χαρακτηριστικό πως το «μπάζωμα» έγινε παρότι από τις αρχές του 20ού αιώνα ολόκληρη η περιοχή μεταξύ Ιλισού και Υμηττού είχε κηρυχθεί αναδασωτέα και είχε φυτευτεί. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ διατέθηκαν περισσότερα από 65 δισ. για αντιπλημμυρικά έργα. Σε αυτά εντάχθηκε και η εξαφάνιση του Ιλισού. Όλα έγιναν τσιμέντο. Ως το 1962 ο ποταμός είχε καλυφθεί πλήρως. Τη θέση του πήραν οι οδοί Μιχαλακοπούλου (εξ ου και το οφιοειδές σχήμα που έχει), Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καλλιρρόης.
Οι περισσότεροι σήμερα δεν ξέρουν καν σαν πατάνε αυτή τη γη πως από κάτω τρέχει ακόμα ο «ιερός ποταμός». Άντε να θυμούνται τη γλυκιά μελωδία του Μάνου Χατζιδάκι με τους παρακάτω στίχους: «Πώς τον λεν, πως τον λεν τον ποταμό; Ιλισό, Ιλισό!». Πού και πού πάντως μας θυμίζει ο ίδιος την παρουσία του. Όπως τον Μάιο του 2018, όταν η γη είχε ανοίξει και καταπιεί μέρος του ελεύθερου πάρκινγκ, μαζί και 3 αυτοκίνητα, στο σταθμό του ΗΣΑΠ στον Ταύρο. Αποκαλύφθηκε τότε η θαμμένη κοίτη του Ιλισού.
Η Αθήνα είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα χωρίς ποτάμι. Πιο σωστά, έγινε. Την κάνανε έτσι κοντόφθαλμες πολιτικές, η απουσία μακρόπνοης αντιπλημμυρικής πολιτικής, ένα αμάλγαμα αδιαφορίας, ατομικού συμφέροντος και σκοπιμοτήτων εκφρασμένο από επικεφαλής όπως ο δικτάτορας Μεταξάς και τα «Θάπτομεν τον Ιλισόν».
Στην πρωτεύουσα κυριαρχεί η άναρχη, ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη δόμηση. Τσιμέντο παντού. Παραβιάζοντας τη χωροταξία, τη ρυμοτομία και εν τέλει τη λογική. Ας ελπίσουμε να μην πληρώσουμε αυτό το «έγκλημα» διαρκείας, καθώς η φύση συνηθίζει να βρίσκει τρόπους να εκδικείται όσους την κακομεταχειρίζονται, όσους δεν σέβονται τη φυσική ροή των πραγμάτων.