Ήταν Ιούλιος του 2011. Ο 27χρονος υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, Γιώργος Μπάκας και η 22χρονη σύντροφός του, Νατάσσα Απέργη, είχαν κανονίσει να βρεθούν στην παραλία Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Το επόμενο πρωί ο άνδρας εντοπίζεται νεκρός στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, ενώ το άψυχο σώμα της συντρόφου του, που τότε ήταν μητέρα ενός δίχρονου κοριτσιού, δεν εντοπίστηκε ποτέ.
Το διπλό, στυγερό έγκλημα συγκλονίζει την κοινή γνώμη και οι Αρχές προσπαθούν να φτάσουν στην άκρη του νήματος, με τα λιγοστά στοιχεία που έχουν στα χέρια τους.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά από το αποτρόπαιο έγκλημα και με τη σορό της άτυχης γυναίκας να παραμένει άφαντη, κανένας ακόμα δεν έχει καταδικαστεί. Έως και πριν από λίγο καιρό, επρόκειτο για ένα από τα πιο διάσημα ανεξιχνίαστα εγκλήματα στην Ελλάδα. Το 2021, οι έρευνες 10 ολόκληρων χρόνων είχαν οδηγήσει την τακτική ανακρίτρια Πειραιά σε άσκηση διώξεων εναντίον τριών ατόμων, δύο ανδρών και της συζύγου του ενός εξ αυτών. Είχαν παντρευτεί λίγο καιρό μετά τη δολοφονία. Ωστόσο, οι τρεις κατηγορούμενοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, καθώς τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή.
Στις αρχές του 2024 όμως ο “φάκελος” του εγκλήματος άνοιξε ξανά και πλέον η τροπή που έχει πάρει η υπόθεση είναι διαφορετική. Ο λόγος ήταν η επανεξέταση κάποιων στοιχείων, οι κλήσεις των κατηγορούμενων για νέες καταθέσεις και η επαναξιολόγηση κάποιων μαρτύρων.
Οι τρεις φερόμενοι ως δράστες είχαν υποστηρίξει ότι την ώρα της δολοφονίας βρισκόντουσαν σε μπαρ και ότι δεν έχουν καμία σχέση με το έγκλημα. Ωστόσο, σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα, έχουν πέσει σε αντιφάσεις στις καταθέσεις τους και οι μαρτυρίες θαμώνων του μπαρ καταρρίπτουν το άλλοθι τους.
Η εισαγγελική πρόταση ήταν καταπέλτης για τους τρεις κατηγορούμενους. Στον πρώτο καταλογίζεται ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή και στους άλλους δύο συνέργεια σε ανθρωποκτονία.
Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτής, αιτία για το διπλό φονικό φαίνεται πως ήταν η ερωτική αντιζηλία. Η άτυχη Νατάσσα είχε χωρίσει τον βασικό κατηγορούμενο, με τον οποίο είχε σχέση, και προχωρήσει σε επανασύνδεση με τον Γιώργο Μπάκα, γεγονός που εξόργισε τον πρώην σύντροφό της.
Όπως αναφέρει η εισαγγελική πρόταση, ο βασικός κατηγορούμενος, «ευρισκόμενος μαζί με τον φίλο και συνεργό του στην περιοχή του δάσους της Φανερωμένης, γνωρίζοντας από τον ίδιο τον Γεώργιο Μπάκα που τον εμπιστευόταν ως φίλο του, ότι επρόκειτο να συναντηθεί με την Αναστασία Απέργη και αφού τον ενημέρωσε η σύντροφός του αναφορικά με το μέρος στο οποίο θα πήγαιναν, πυροβόλησε από κοντινή απόσταση μία φορά κατά του Γεωργίου Μπάκα και της Αναστασίας Απέργη, με αποτέλεσμα τα 32 σκάγια του χρησιμοποιηθέντος φυσιγγίου να πλήξουν αυτόν σε καίρια σημεία του σώματος του και ιδίως στην κεφαλή».
Όσον αφορά στην άτυχη Αναστασία, τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής σύμφωνα με την εισαγγελία. «Πανικοβλήθηκε και ξεκίνησε να τρέχει, βγαίνοντας από το όχημα, αφού πρώτα άρχισε να πετάει διάφορα αντικείμενα εναντίον του για να τον αποπροσανατολίσει. Αυτός ξεκίνησε να την κυνηγά, προκειμένου να μην καταφέρει να διαφύγει, διότι αναγνώρισε αυτόν και τον συνεργό του. Την κυνήγησε μόνος του, ενώ ο φίλος του έμεινε δίπλα στο όχημα για να επιτηρεί την περιοχή, ώστε να μην πλησιάσει κάποιο άλλο όχημα ή άτομο».
Τελικά ο δράστης ακινητοποίησε την πρώην σύντροφό του, πιάνοντας την από τα μαλλιά και την εκτέλεσε, χτυπώντας την ξανά και ξανά με ένα κομμάτι τσιμεντόλιθου. Έπειτα, οι αρχές εκτιμούν ότι η σορός της άτυχης κοπέλας θάφτηκε ή πετάχτηκε σε κάποιο από τα πολυάριθμα πηγάδια της περιοχής, τα οποία ο βασικός κατηγορούμενος γνώριζε καλά λόγω της ενασχόλησής του με το κυνήγι.
Μία από τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε αυτός ήταν και ότι είχε αποκρύψει στις αρχές ότι είχε στην κατοχή του καραμπίνα.
Ο τρίτος κατηγορούμενος φέρεται να ήταν μπροστά στη σκηνή του εγκλήματος και να συνέδραμε στη μεταφορά της σορού της.
Το βράδυ της δολοφονίας η Αναστασία Απέργη είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την κατηγορούμενη ως συνεργό, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά εκείνη την περίοδο. Μετά το διπλό φονικό ο φερόμενος ως φυσικός αυτουργός και η γυναίκα που φέρεται να ήταν συνεργός του παντρεύτηκαν, γεγονός που συζητήθηκε πολύ στην τοπική κοινωνία.
Η νέα εξέλιξη προφανώς σηματοδοτεί μια μεγάλη ανατροπή, επαναφέροντας στο προσκήνιο την πόλυκροτη υπόθεση και δίνοντας νέες ελπίδες απόδοσης δικαιοσύνης στους συγγενείς των θυμάτων.