Έβγαλαν 8 εκατομμύρια: Το νόμιμο κόλπο του ζευγαριού που κέρδιζε τη λοταρία ξανά και ξανά, χωρίς να κλέψει

Άμα είσαι καλός στα μαθηματικά, όλα γίνονται τελικά!

Η συντριπτική πλειονότητα δεν συναντιέται ποτέ με το όνειρο του «α, ρε και να κέρδιζα το λαχείο». Μπορεί το «κι αν μου κάτσει;» να γυρίζει πεισματικά στο μυαλό την ώρα της «κάψας» του παιχνιδιού, αλλά σύντομα η πραγματικότητα έρχεται και προσγειώνει. Υπάρχει το 99,9% των ανθρώπων, αλλά υπήρξε και ένα ζευγάρι συνταξιούχων από μια πόλη σκάρτων 1.000 κατοίκων στο Μίσιγκαν, το Έβαρτ. O Τζέρι και η Μαρτζ Σέλμπι κέρδιζαν στη λοταρία ξανά και ξανά – χωρίς ίχνος δόλιας ενέργειας από μεριάς τους για σε προλάβουμε (καχύποπτε) αναγνώστη!

Oι δυο τους ζούσαν για χρόνια μια ήρεμη και απλή ζωή. Είχαν το ψιλικατζίδικο τους στη γειτονιά, δούλευαν μαζί για τα προς το ζην. Το 2003 κι ενώ είχαν μόλις περάσει τα 60, αποφάσισαν πως είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να σταματήσουν. Πούλησαν την επιχείρηση και αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση. Έμοιαζε η ώρα της σύνταξης. Ήταν όμως τελικά η ώρα της δεύτερης, και καλύτερης, ζωής.

Εκείνη την εποχή, ο Τζέρι είδε να διαφημίζεται ένα νέο παιχνίδι λόττο, που λεγόταν WinFall. Ήταν πάντα καλός με τους αριθμούς και αυτό που εντόπισε του κέντρισε το ενδιαφέρον. Κάθισε και διάβασε τους κανόνες και αμέσως μια σκέψη του ήρθε στο μυαλό: «Δεν πρέπει να είμαι τυχερός για να κερδίσω. Θα πρέπει να είμαι άτυχος για να χάσω». Είχε ανακαλύψει… τρύπα στο σύστημα. Πολύπλοκος ο μαθηματικός υπολογισμός του και έχει να κάνει με το πώς λειτουργούσε το συγκεκριμένο παιχνίδι, αλλά το νόημα είναι ότι αν έπαιζε 1.100 δολάρια, έπαιρνε πίσω 1.900. Σχεδόν διπλασίαζε δηλαδή τα λεφτά του, πιο σωστά είχε κέρδος κοντά στο 80% σε κάθε «παιξιά». Ο νόμος των πιθανοτήτων, στην πράξη.

Χοντρικά περίμενε να γίνει τζακπότ για να αγοράσει όσο το δυνατόν περισσότερους λαχνούς. Μόλις αυτό ήρθε, αποφάσισε – όχι χωρίς κάποιο δισταγμό και νευρικότητα – να δοκιμάσει τους υπολογισμούς του. Ανατρίχιασε σύγκορμος όταν διαπίστωσε πως είχε δίκιο. «Ήταν τόσο εύκολο που μου ήταν δύσκολο να το πιστέψω, ότι δηλαδή μόνο εγώ το έβλεπα και κανείς άλλος. Είναι απλά μαθηματικά, ο καθένας θα μπορούσε να το είχε κάνει», θα πει αργότερα.

Ο Τζέρι πέρασε εβδομάδες κάνοντας στα κρυφά αναλήψεις από τα χρήματα της συνταξιοδότησής του για να αγοράζει λαχνούς, πριν τελικά αποφασίσει να πει την αλήθεια στη σύζυγό του. Ήξερε πως είχε φτάσει η στιγμή να της αποκαλύψει τα πάντα, καθώς το επόμενο παιχνίδι του θα ήταν για 15.000 δολάρια. Προς μεγάλη του έκπληξη, η Μαρτζ συμφώνησε αμέσως. Είχε δει τόσα χρόνια στο μαγαζί πόσο καλός ήταν με τους αριθμούς και πείστηκε από το σχέδιο του.

Σύντομα, άρχισαν να βγάζουν εκατομμύρια. Αλλά δεν ήταν εύκολο χρήμα. Το ζευγάρι έπρεπε να αγοράζει εκατοντάδες χιλιάδες λαχνούς, μια διαδικασία που έγινε πιο περίπλοκη όταν το WinFall έκλεισε στο Μίσιγκαν. Βρήκαν μια άλλη λοταρία, 1.600 χιλιόμετρα μακριά, στη Μασαχουσέτη, αλλά αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να οδηγούν πολλές ώρες, συχνώς ως και 15 ώρες καθημερινά για να συνεχίσουν να μαζεύουν χρήματα. Ο Τζέρι ξεκινούσε στις 5 το πρωί και σταματούσε το βράδυ γύρω στις 6 ή 7, για να πάρει τη γυναίκα του και να απολαύσουν κάπου έξω το δείπνο τους.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το εξαιρετικά πανούργο και πετυχημένο σχέδιό τους τελικά τράβηξε την προσοχή των Αρχών. Αλλά ο Τζέρι και η Μαρτζ δεν έκαναν τίποτα το επιλήψιμο – απλώς είχαν κάνει τους υπολογισμούς τους, βλέποντας τη λοταρία ως παιχνίδι στρατηγικής αντί για παιχνίδι τύχης. Σε αντίθεση με ό,τι κάνουν όλοι οι άλλοι.

Στη συνέχεια έβαλαν στο παιχνίδι συγγενείς και φίλους, έφτιαξαν μια εταιρεία στην πόλητ ους που μέσα σε 9 χρόνια κέρδισε συνολικά 27 εκατ. δολάρια. Το ζεύγος Σέλμπι πάλι, έβγαλε περί τα 8 εκατ. από αυτήν την ιστορία. Ανακαίνισαν έτσι το σπίτι τους, βοήθησαν οικονομικά τα 6 παιδιά τους, τα 14 εγγόνια τους και τα 10 δισέγγονά τους. Το ότι έγιναν εκατομμυριούχοι, ουδόλως τους αλλοίωσε. Ίσα ίσα, αναθέρμανε τη σχέση τους, τους έκανε να νιώσουν ξανά νέοι, να ανακαλύψουν νέα πράγματα ο ένας για τον άλλον. Να ταξιδέψουν, να περάσουν ποιοτικό χρόνο μαζί.

Άλλωστε ποτέ δεν είχε να κάνει με τζόγο, με τα λεφτά. Ήταν η χαρά της νίκης, του παιχνιδιού, της συμμετοχής. Το «δεν είμαι παλαίμαχος της ζωής» ως πηγή κινήτρου. Η έξαψη της συμμετοχής. Είχαν αποκτήσει σκοπό, είχαν βρει πώς να γεμίσουν εποικοδομητικά (και επωφελώς) τον αίφνης πολύ ελεύθερο χρόνο που είχαν αποκτήσει. Και ξεγέλασαν το σύστημα, υπό μία έννοια. Η απίθανη ιστορία τους ήταν κομμένη και ραμμένη για την οθόνη, οπότε δεν προξενεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι έγινε ταινία, το 2022. Με τον Μπράιαν Κράνστον του Breaking Bad και την Ανέτ Μπένινγκ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Breaking Good εν προκειμένω!