Γιορτές Χριστουγέννων με «κόψιμο»: Μη σου τύχει!

Όλα από τη ζωή (και το στομάχι) είναι βγαλμένα…

Λένε πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός χαμογελάει.

Στη δική μου περίπτωση, όταν σχεδίαζα τις διακοπές των φετινών Χριστουγέννων ο Μεγαλοδύναμος πρέπει να ‘χε χεστεί στο γέλιο.

Και αποφάσισε να με τιμωρήσει με έναν σχετικά… παρόμοιο τρόπο για κάποια από τις πολλές αμαρτίες μου.  

Ταξιδεύοντας λοιπόν όπως κάθε χρόνο στην Κρήτη, οι στόχοι της άδειας ήταν συγκεκριμένοι: Χαλάρωση (με τη γυναίκα), ξύδια (με τους φίλους), φαΐ (με την οικογένεια).

Ε, το ποσοστό ευστοχίας ήταν αντίστοιχο με αυτό που θα είχε ο Ιάκωβος Τσακαλίδης σουτάροντας τρίποντα. Από τη σέντρα. Με δεμένα τα μάτια…

Και να πεις ότι δεν φάνηκε; Φάνηκε! Από τα ξημερώματα κιόλας της άφιξης στο πατρικό (και λίγο πριν βουτήξω με τα μούτρα στην αχνιστή σούπα της μάνας που ΠΑΝΤΑ με περιμένει όταν φτάσει το καράβι) μου γλίστρησε μέσα το λεμόνι.

Πριν καν γευτώ το αγίασμα, πιτσιλιές από καυτό αυγολέμονο πετάχτηκαν στο τραπέζι. Στην μπλούζα μου. Στη μάνα μου. Στο σκυλί. Σε έναν γείτονα που έφευγε από δίπλα για να πάει στη δουλειά του. Ο οιωνός ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά ήταν μπροστά μου. Ολοφάνερος. Αλλά εγώ ήμουν τυφλός…

Βέβαια, όπως συμβαίνει σε κάθε θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του, τα πράγματα έμοιαζαν ιδανικά στην αρχή. Την πρώτη μέρα πήγαν όλα βάσει σχεδίου:

Μακαρόνια με κιμά από τα χέρια της μάνας. Τρίωρος καφές με φίλους και κουτσομπολιό. Βραδινές ρακές με μεζέ και καυλάντα. Παραήταν καλό ξεκίνημα για να είναι αληθινό…

Γιατί από το επόμενο κιόλας πρωινό ξεκίνησε ο εφιάλτης… Όχι ο εφιάλτης στην κουζίνα με τον Μποτρίνι, ο εφιάλτης σε ένα άλλο δωμάτιο του σπιτιού -το μικρότερο.

Πίστευα λοιπόν ότι το συνεχόμενο «ντριιιιιν» του ξυπνητηριού είναι ο χειρότερος ήχος με τον οποίο μπορείς να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Μέχρι που ξύπνησα από τον ήχο που έκαναν τα άντερα στο στομάχι μου στο ξεκίνημα μιας βαρβάτης γαστρεντερίτιδας.

Και έπειτα η πρώτη γερή «χειροβομβίδα» στην τουαλέτα. Λες «εντάξει μωρέ, κάτι θα με πείραξε, θα μου περάσει». Λίγα λεπτά μετά δεύτερη ρουκέτα. «Μάλλον έχει ξεμάθει το στομάχι μου τις ρακές, θα ισιώσω». Ένα τεταρτάκι αργότερα κι άλλο τηλεγράφημα. Ήταν πλέον επίσημο: Με είχε πάει… σερπαντίνα.

Ακολούθησε κάθε πιθανή και απίθανη αντιμετώπιση του οδυνηρού φαινομένου που επί τρεις μέρες είχε το ίδιο αποτέλεσμα: Ένα σπριντ στο χολ του σπιτιού (κάθε φορά με πιο βελτιωμένο χρόνο) που κατέληγε σε ένα νέο μωσαϊκό στη λεκάνη (καλή όρεξη).

Τσάι με μέλι για να χαλαρώσει το άντερο; Πλυντήριο! Λαπά με λεμόνι; Πλυντήριο; Κοακόλα ξεθυμασμένη; Πλυντήριο!

Μέχρι και το υπέρτατο γιατροσόφι των κόκκων ελληνικού καφέ αλεσμένων σε χυμό λεμονιού καταδέχθηκα. Στην απελπισία όλα επιτρέπονται (και όλα καταπίνονται).

Τίποτα όμως! Η κατάθεση ψυχής -κι άλλων μερών του εσωτερικού κόσμου- στην τουαλέτα συνεχιζόταν απτόητη. Και το στούμπωμα παρέμενε όνειρο θερινής (ή μάλλον χριστουγεννιάτικης) νυχτός.

Ακόμα δε και όταν επετεύχθη για κάποιες ώρες, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι «πέρασε η μπόρα, πέρασε», πάλι για κακό ήταν…

Γιατί η φραγή εξερχομένων κλήσεων την παραμονή της Πρωτοχρονιάς δεν ήταν τελικά το δώρο που θα μου έκανε ο Άγιος Βασίλης φέτος.

Ήταν απλά μια παγίδα για να πέσω. Για να θεωρήσω ότι είμαι πλέον εντάξει. Για να πιω μερικά ουισκάκια και να επιδιώξω στο βραδινό τραπέζι την κάλυψη του χαμένου εδάφους.

Και για να τιμωρηθώ -τελικά- με πολύ σκληρό τρόπο το αμέσως επόμενο πρωί: Ξεκινώντας το 2018 στο ίδιο μέρος (και με το ίδιο ζόρι) που πέρασαν οι τελευταίες μέρες του 2017!’

Τώρα θα πει κάποιος «και τι μας νοιάζει εμάς, ρε φίλε, που σε πήγε κωλοφεράντζα»; Θα αναρωτηθεί «τι διάολο μας ενδιαφέρουν τα γεννητούρια σου»; Και μεταξύ μας θα ‘χει και δίκιο.

Είναι όμως το πρώτο μου κείμενο στο menshouse για τη νέα χρονιά. Είχα την ανάγκη να βγάλω από μέσα μου (ναι, υπάρχουν ακόμα πράγματα που έχω να βγάλω από μέσα μου) τον λόγο που μου χάλασε τις διακοπές.

Να δώσω κουράγιο στους συναγωνιστές της λεκάνης που παλεύουν αυτές τις μέρες με τη συγκεκριμένη ίωση. Και να ξαποστείλω τη φωνή καθωσπρεπισμού που φώναζε μέσα μου «χεσ’ το (κι αυτό), γράψε για κάτι άλλο…»