Μπορεί στο άκουσμα της φράσης «δολοφονίες ιερόδουλων» το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό να είναι αυτό του Τζακ του αντεροβγάλτη, στην πραγματικότητα, όμως, υπήρξε ένας ακόμα πιο αδίστακτος και… οργανωμένος serial killer εκδιδόμενων γυναικών που κατάφερε να αποτελέσει την πιο σατανική φυσιογνωμία στην ιστορία του αμερικανικού εγκλήματος.
Για εκείνον, η δολοφονία δεν είναι αρκετή. Ο βιασμός και η νεκροφιλία ήταν απαραίτητα συστατικά για να χτίσει το πορτραίτο του.
Το όνομά του είναι Γκάρι Ρίτζγουεϊ, ωστόσο έγινε γνωστός ως «ο δολοφόνος του ποταμού Γκριν», προσωνύμιο που οφείλεται στο γεγονός πως τα περισσότερα θύματα βρέθηκαν κοντά στον ποταμό Γκριν του Σιάτλ, στην Ουάσινγκτον.
Η δράση του συμπλήρωσε 19 χρόνια, από το 1982 (στα 33 του χρόνια) μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του 2001, όταν συνελήφθη έχοντας διαπράξει μερικά από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα εις βάρος γυναικών. Ομολόγησε τους φόνους 71 γυναικών και περιέγραψε στις αρχές με κάθε λεπτομέρεια το «τελετουργικό» του.
Καταδικάστηκε μόλις για 49 δολοφονίες που του εξασφάλισαν τη μεγαλύτερη ποινή στα χρονικά: 48 φορές ισόβια κάθειρξη (όταν δικάστηκε δεν είχε βρεθεί το 49ο θύμα) και 480 (!) χρόνια (10 για κάθε θύμα) για παραποίηση ή καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων.
Ο οικογενειάρχης και θεοσεβούμενος δολοφόνος
Ο αμερικανικής καταγωγής Γκάρι Ρίτζγουεϊ ουδέποτε φοβήθηκε τη δέσμευση. Παντρεύτηκε τρεις φορές, με τον πρώτο του γάμο να λαμβάνει χώρα αμέσως μόλις τελείωσε το λύκειο και να λήγει μέσα σε ένα χρόνο λόγω απιστίας της συζύγου του, Κλόντια.
Ο ίδιος δεν ήταν αθώος, αφού όχι μόνο λάτρευε να συνευρίσκεται με πόρνες, μα επιπλέον κόλλησε από κάποια εξ’ αυτών γονόρροια, κάνοντας το μίσος του για εκείνες ακόμα μεγαλύτερο.
Στην περίπτωσή του συνέβαινε το εξής παράδοξο: Θεωρούσε τις πόρνες «κατώτερες» και «σκουπίδια» -σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του- ήθελε, ωστόσο, να κάνει συνεχώς σεξ μαζί τους, πιστεύοντας πως η σεξουαλική πράξη δεν είναι τίποτα παραπάνω από ταπείνωση της γυναίκας.
Τα συναισθήματά του αυτά πιθανότατα οφείλονται στο γεγονός πως όταν ήταν μικρός αφενός αισθανόταν ερωτική έλξη προς τη μητέρα του κάθε φορά που την έβλεπε να κάνει ηλιοθεραπεία και αφετέρου πως του άρεσε να την κοιτά να «φροντίζει» τα γεννητικά του όργανα κάθε φορά που εκείνος ουρούσε στο κρεβάτι του.
Οι σχέση του με τις γυναίκες ανέκαθεν υπήρξε προβληματική. Ο πρώτος του γάμος φτάνει στο τέλος του και η πρώην σύζυγός του εξαφανίζεται από τη ζωή του. Από τότε, ποτέ δεν αναφέρθηκε σε εκείνη με το όνομά της. Όταν ήθελε να μιλήσει για εκείνη αρκούνταν στο «εκείνη η πόρνη».
Η δεύτερη σύζυγός του, Μάρσια, «άντεξε» παραπάνω. Παντρεύτηκαν το 1973 και ενώ αρχικά ο Ρίτζγουεϊ είχε υιοθετήσει το προφίλ του οικογενειάρχη και του θεοσεβούμενου, οι συνευρέσεις του με πόρνες συνεχίστηκαν, παρόλο που η Μάρσια τον υπηρετούσε σε όλα: από τις ανάγκες που είχε στο σπίτι μέχρι τις ανικανοποίητες σεξουαλικές του ορέξεις.
Η ίδια σε κατάθεσή της, υποστήριξε πως έκαναν σεξ πολλές φορές την ημέρα και πως ο ίδιος είχε εμμονή με τις δημόσιες συνευρέσεις σε κάθε πιθανό «απαγορευμένο» μέρος. Έμεινε μαζί του επτά ολόκληρα χρόνια, αναγκάστηκε όμως τελικά να δώσει έναν τέλος όταν εκείνος άρχισε να γίνεται δραματικά βίαιος απέναντί της, επιχειρώντας ακόμα και να τη στραγγαλίσει.
Ο ίδιος, όπως και αρκετοί ακόμα ντόπιοι, ανακρίθηκαν στα πλαίσια της έρευνας για τις δολοφονίες, κατάφερε, όμως, να ξεγελάσει τους πάντες ακόμα και υπό την επήρεια του ορού της αλήθειας. Δεν πίστευε άλλωστε πως είχε κάνει κάτι κακό, θεωρώντας «χρέος» του να σκοτώσει όσες περισσότερες πόρνες μπορούσε.
Ούτε αυτή τη φορά γλίτωσε την απιστία ο εκκολαπτόμενος serial killer. Η εξαφάνιση της Μάρσια –με την οποία είχαν φέρει στον κόσμο έναν γιο, τον Μάθιου- μετά το διαζύγιό τους, αποτέλεσε την αφορμή των αποτρόπαιων πράξεών του. Τόλμησε να δηλώσει, μάλιστα, πως αν είχε σκοτώσει εκείνη, δε θα ένιωθε την ανάγκη να εκδικηθεί το γυναικείο φύλο μέσω των δεκάδων εγκλημάτων του…
Η τρίτη του σύζυγος θα έπαιζε λίγο αργότερα, το δικό της καταλυτικό ρόλο στην ιστορία του «τέρατος».
8 Ιουλίου 1982: Το τέρας ξυπνά
Ο Γκάρι Ρίτζγουεϊ βιώνει δεύτερη φορά την εγκατάλειψη και το μίσος του για το γυναικείο φύλο πρέπει κάπως να εκτονωθεί.
Εκείνος ξέρει τον τρόπο. Το πρώτο του θύμα εξαφανίζεται στις 8 Ιουλίου του 1982. Πρόκειται για τη δεκαεξάχρονη Γουέντι Λι Κόφιλντ, η οποία έχει εγκαταλείψει την οικογένειά της, βγάζοντας τα προς το ζην δουλεύοντας ως πόρνη στο Σιατλ.
Το κορίτσι εντοπίζεται τυχαία μία εβδομάδα αργότερα να επιπλέει ως άψυχη κούκλα στα παγωμένα νερά του ποταμού Γκριν.
Η ιατροδικαστική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως είχε στραγγαλιστεί και βιαστεί, καθώς εκτός από τα εμφανή σημάδια βίας στο λαιμό της, το σώμα της «φιλοξενούσε» και ίχνη σπέρματος. Η εύρεση του πτώματός της, δεν προϊδέασε κανέναν για τον «σύγχρονο Τζακ» που καραδοκούσε για να σκορπίσει τον τρόμο στη γύρω περιοχή. Κανείς δεν ήταν έτοιμος για τον εφιάλτη που ξεκινούσε.
Μετά την εύρεση της Κόφιλντ, οι νεκρές πόρνες διαδέχονταν η μία την άλλη. Ήταν πλέον σαφές πως η αστυνομία καλούνταν να αντιμετωπίσει έναν στυγερό serial killer που δε θα σταματούσε τη δράση του μέχρι να συλληφθεί. Οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν, καθώς τουλάχιστον μία φορά το μήνα ένα νέο θύμα έκανε την εμφάνισή του στη γύρω περιοχή.
Όλες ήταν ιερόδουλες, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που εκτιμώνται πως ήταν γυναίκες που ο Γκάρι είδε τυχαίο στο δρόμο και αποφάσισε να βιάσει και να σκοτώσει για να κατευνάσει το θυμό και τα άγρια ένστικτά του. Όλες είχαν στραγγαλιστεί και βιαστεί πριν το θάνατό τους.
Η νέα σχέση που ξεκίνησε το 1985 και ο τρίτος γάμος του «δολοφόνου του ποταμού Γκριν», που έλαβε χώρα το 1988 τον ηρέμησαν λίγο. Το 1985 δε διέπραξε κανένα έγκλημα, καθώς η Τζούντιθ του παρείχε τη γαλήνη που ίσως χρειαζόταν.
Η σύντροφός του και μετέπειτα σύζυγός του δεχόταν συχνά στο σπίτι τους τον γιο του Γκάρι και της Μάρσια, με τους γείτονες να κάνουν λόγο για μια ευτυχισμένη οικογένεια…
Το πορτραίτο του σωστού οικογενειάρχη δεν φάνηκε να του ταιριάζει, καθώς στα τέλη του 1986 επέστρεψε δυναμικά στο εγκληματικό του παιχνίδι, πιο εκδικητικός από ποτέ. Το Σιάτλ τρέμει και πάλι. Η Τζούντιθ από τη μεριά της δήλωσε χαρακτηριστικά: «Νιώθω πως έσωσα πολλές ζωές με το να είμαι η σύζυγός του και να τον κάνω χαρούμενο».
Το μακάβριο τελετουργικό
Εκτενείς έρευνες, καταθέσεις και η ομολογία του ίδιου του δράστη, οδήγησαν σε μια ολοκληρωμένη εικόνα της φρίκης που βίωσαν οι γυναίκες που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια του. Η διαδικασία είχε ως εξής: Ο Ρίτζγουεϊ προσέγγιζε πόρνες στις κακόφημες περιοχές του Σιάτλ και τις έπειθε να τον ακολουθήσουν στο σπίτι του κάθε φορά που η γυναίκα του βρισκόταν εκτός.
Στη διαδρομή, τους έδειχνε φωτογραφίες του γιου του και τους μιλούσε για εκείνον, προκειμένου να τις κάνει να χαλαρώσουν και να νιώσουν ασφαλείς με τον «οικογενειάρχη» πελάτη τους.
Το καλοστημένο σκηνικό συνεχιζόταν και στο σπίτι, όπου ο ίδιος είχε γεμίσει τους διαδρόμους με παιχνίδια του μικρού, υποκρινόμενος τον γεμάτο τύψεις πατέρα. Μόλις τις έριχνε στο κρεβάτι, αποκαλυπτόταν και ξεκινούσε να τις κακομεταχειρίζεται χτυπώντας και βιάζοντας τες. Εκτιμάται πως καμιά τους δεν συνευρέθηκε ερωτικά μαζί του με τη θέλησή της. Κατά τη διάρκεια του βιασμού, τις έπιανε από το πίσω μέρος του λαιμού και τις έπνιγε.
Έκρυβε τα πτώματα σε κρυψώνες που μόνο εκείνος γνώριζε στην περιοχή γύρω από το ποτάμι και επέστρεφε ξανά και ξανά για να κάνει σεξ με τα πτώματα, μέχρι εκείνα να φτάσουν στο δεύτερο στάδιο της σήψης…
Εκείνος βέβαια, ουδέποτε παραδέχτηκε πως ήταν νεκρόφιλος, υποστηρίζοντας πως η πράξη του αυτή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια ευκαιρία να κάνει σεξ… χωρίς να πληρώσει! Δε δίστασε να καταθέσει πως τα θύματα των τελευταίων ετών τα έθαβε αμέσως για να «μη μπει στον πειρασμό να συνευρεθεί ξανά μαζί τους σα να είναι νεκρόφιλος».
Ήταν αρκετά έξυπνος, για να αφήνει σκόπιμα παραπλανητικά στοιχεία στον τόπο που έκρυβε τα θύματά του, προκειμένου να μπερδέψει τις αρχές και να εξασφαλίσει πως δεν θα φτάσουν ποτέ στα ίχνη του. Μερικά από αυτά ήταν γόπες τσιγάρων, τσίχλες και σημειώματα που σαφώς ανήκαν σε άλλους.
Οποιαδήποτε στοιχεία υπήρχαν στα κορμιά των θυμάτων του, εξαφανίζονταν με το πέρασμα των μηνών, αφού τα πτώματα σπανίως βρίσκονταν με υπολειπόμενη σάρκα επάνω τους.
Από το κρεβάτι του πέρασαν κατά προσέγγιση γυναίκες ηλικίας από 16 έως 38 ετών. Κάποιες άλλες δολοφονήθηκαν στο δρόμο, με χαρακτηριστική την περίπτωση μιας περαστικής την οποία προσφέρθηκε να μεταφέρει, έχοντας μάλιστα μαζί του και τον ανήλικο γιο του.
Όταν κατέβηκε μαζί της από το αυτοκίνητο και γύρισε μόνος του, ο μικρός τον ρώτησε πού είναι η κοπέλα και γιατί δεν επέστρεψε στο αυτοκίνητο μαζί του.Εεκείνος του απάντησε πως το σπίτι της ήταν κοντά και πως θα πήγαινε με τα πόδια. Η αλήθεια βέβαια ήταν πολύ διαφορετική…
Φυλακισμένος serial killer πασχίζει για τη σύλληψη του Ρίτζγουεϊ
Ο Τεντ Μπάντι –που είχε συλληφθεί για δεκάδες βιασμούς και φόνους γυναικών- ξεκινά μέσα από τη φυλακή να τρέφει τεράστιο ενδιαφέρον για τον άξιο αντικαταστάτη του. Ο ίδιος θεωρείται ένας από τους διασημότερους κατά συρροή δολοφόνους, με την προσωπικότητά του να εμπνέει τον χαρακτήρα του κινηματογραφικού Μπάφαλο Μπιλ που γνωρίσαμε μέσα από τη «Σιωπή των Αμνών».
Θέλοντας να βοηθήσει την αστυνομία, το 1983 σκιαγραφεί το προφίλ του δράστη, κάνοντας λόγο για έναν αποτυχημένο στις γυναίκες καυκάσιο άντρα, γύρω στα 30, μέσου εισοδήματος, που ένιωθε ευχαρίστηση να σκοτώνει τα θύματά του, διότι πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο τα εξουσιάζει. Τόνισε μάλιστα, πως σίγουρα υπάρχουν πολλά ακόμη θύματα που δεν έχουν βρεθεί, προτείνοντας να σκάψουν στην περιοχή για να βρουν ό,τι επέμεινε από εκείνα.
Το πρώτο θύμα οδηγεί τον Ρίτζγουεϊ στη σύλληψη
Το 2001 μια ομάδα νεαρών ερευνητών αναλαμβάνει να επανεξετάσει το γενετικό υλικό που βρέθηκε στο σώμα του πρώτου θύματος, της δεκαεξάχρονης ιερόδουλης, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, η οποία το 1982 μόνο εξελιγμένη δεν ήταν. Πράγματι, η έρευνα έχει αποτέλεσμα και όλα οδηγούν στον 52χρονο πλέον Γκάρι Ρίτζγουεϊ, ο οποίος συνελήφθη σαν σήμερα, 15 χρόνια πριν, στις 30 Νοεμβρίου.
Μπορεί να δικάστηκε και να καταδικάστηκε για 48 φόνους πρώτου βαθμού, μα τα θύματά του υπήρξαν πολύ περισσότερα. Άλλα βρέθηκαν, κάποια άλλα όχι. Αποδείχθηκε επίσης πως εκείνος ευθυνόταν και για πολλές ανεξιχνίαστες υποθέσεις.
Ομολόγησε πως σκότωσε «περίπου 71 γυναίκες» -δεν θυμόταν ακριβώς-, ενώ κατάφερε να πετύχει τον πολυπόθητο συμβιβασμό και να γλιτώσει τη θανατική ποινή, αφού αποφάσισε να συνεργαστεί με την αστυνομία και να αποκαλύψει πού βρίσκονταν θαμμένα τα θύματά του. Όσα τουλάχιστον θυμόταν…
Έτσι, γλίτωσε την εσχάτη των ποινών, γνωρίζει όμως πολύ καλά πως δεν θα περάσει την πόρτα των φυλακών ζωντανός. Για την ακρίβεια, ακόμη κι αν είχε 10 ζωές να ζήσει, πάλι δεν θα του έφταναν για να αναπνεύσει ξανά τον αέρα της ελευθερίας.
Σήμερα, στα 67 του χρόνια βρίσκεται στις φυλακές της Ουάσινγκτον, για να είναι εύκολα προσβάσιμος για ανακρίσεις και πληροφορίες στον τόπο που έδρασε. Η αστυνομία δεν αποκλείει να εμφανιστούν κι άλλα θύματά του…