Λευκοί τοίχοι. Με επένδυση, για να μην κινδυνεύουν οι ασθενείς. Το κτήριο μοιάζει να είναι ο παππούς του ίδιου του Χρόνου, καθώς μεγάλα κομμάτια σοβά αποκολλώνται από το «σώμα» του.
Ακούς τις φωνές- αργόσυρτοι ψίθυροι που κάνουν τις τρίχες στο λαιμό σου να ορθώνονται: σου δίνουν την αίσθηση ότι σε καλούν να πας κοντά τους. Ξεκινάς να προχωράς στον μεγάλο, στενό διάδρομο και
(σκέφτεσαι το Πράσινο Μίλι του Στίβεν Κινγκ)
λες στον εαυτό σου να παραμείνει ψύχραιμος. Διάολε, πρέπει να πας κοντά τους. Πρέπει να τους βοηθήσεις. Άλλωστε, είναι η δουλειά σου. Γι’ αυτό έχεις πήγες εκεί. Για Να τους βοηθήσεις προκαλώντας τους ένα τεράστιο σοκ.
Έφτασες. Εδώ είναι. Οι ακατανόητοι ψίθυροι και οι συριγμοί ακούγονται ακόμα πιο έντονα- δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς είναι τούτο το “lis” και το “ga” που επαναλαμβάνεται μετά μανίας από τα στόματα όλων, όμως αυτό δε σε απασχολεί για την ώρα.
Μπαίνεις στην αίθουσα κι αίφνης μια πληθώρα «αδηφάγων», μα καταβεβλημένων, ματιών στρέφονται προς το μέρος σου. Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Ναι, ήρθες στο σωστό μέρος.
Μειδιάς.
«Γεια σας», τους λες, «θέλω να σας πω μια ξεχωριστή ιστορία».
Όλα τα βλέμματα πάνω σου. Όλα.
«Μια ξεχωριστή μπασκετική ιστορία».
Δάκρυα καμωμένα από αίμα
Γροθιές. Ξανά και ξανά και ξανά. Στο σώμα, με γυμνά χέρια, μέχρις ότου να ματώσουν οι δύο «αντίπαλοι». Η πυγμαχία είναι το πρώτο σπορ με το οποίο έχει έρθει σ’ επαφή ο πιτσιρικάς και, σύμφωνα με τις φήμες της εποχής, η παρθενική του αγάπη που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παντοτινή.
Ο πατέρας του, ο Γιώργος, δε φαίνεται να ενοχλείται και τόσο πολύ από το «χόμπι» του μικρού, όμως η Στέλλα, η μητέρα του, κάθε φορά που τον βλέπει να γυρίζει σπίτι γεμάτος μελανιές και αίματα βάζει τα κλάματα και τον εκλιπαρεί να σταματήσει.
Έτσι, θηλυκού θεού θέλοντος, στρέφεται στο μπάσκετ. Αγωνιζόμενος με τη φανέλα του Union Hill στο λύκειο δεν αργεί να βγάλει όσα έκπληκτα μάτια βρει στο δρόμο του, με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία για το Seton Hall.
Εκεί παίζει για 4 σεζόν και την τελευταία αναδεικνύεται 3ος σκόρερ ολόκληρου του κολεγιακού, πίσω από τον Λόρενς Μπάτλερ κι έναν ξανθό κυριούλη με μουστάκι, το όνομα του οποίου ίσως και να σας λέει κάτι- ας το δοκιμάσουμε: «Λάρι Μπερντ».
Έπειτα, φτάνει η στιγμή για το επόμενο βήμα: ΝΒΑ.
Ή μήπως…
25000 δολάρια, σπίτι, αυτοκίνητο και ένα πιάτο φαΐ
Η πιο ιστορική ομάδα του κορυφαίου πρωταθλήματος στον κόσμο, οι Σέλτικς της Βοστόνης, τον επιλέγουν στο ντραφτ του 1979 (νο68), όμως ένας τραυματισμός στο πόδι σε συνδυασμό με την ολιγωρία του ατζέντη του τον οδηγούν εκτός ΝΒΑ, κάνοντας τον θρυλικό Ρεντ Άουερμπαχ (προπονητής- μύθος των Κελτών) να πει εκ των υστέρων «Το ότι δεν τον πήρα στην ομάδα ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου».
Πίσω στη μαμά πατρίδα- μπορεί να ζούσε στην Αμερική, όμως στις φλέβες του έρρεε γαλανόλευκο αίμα- ο Παναθηναϊκός τον έχει ερωτευτεί παράφορα και κινεί γη και… Ατλαντικό προκειμένου να τον δει με την πράσινη φανέλα. Δεύτερο φαβορί για την απόκτησή του είναι ο Ολυμπιακός, που παρακολουθεί κι αυτός πολύ στενά την περίπτωση του.
Ωστόσο, υπολογίζουν χωρίς τον πρωταθλητή: «Ποια ομάδα πήρε τον τίτλο πέρυσι;», ρωτάει ο κοντοπίθαρος γκαρντ και όταν πληροφορείται πως είναι ο Άρης, αποφαίνεται «Εκεί θα πάω».
Στο συμβόλαιο που υπογράφει στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1979 με την ομάδα της Θεσσαλονίκης αναφέρεται ρητώς πως θα λαμβάνει 25.000 δολάρια, ο σύλλογος θα του παρέχει επιπλωμένο σπίτι και αυτοκίνητο, ενώ υποχρεούται να του προσφέρει κι ένα γεύμα ημερησίως (μπασκετική ημιδιατροφή, δηλαδή- το βράδυ αν πεινούσε θα έπρεπε να πάρει ντελίβερι και να πληρώσει ο ίδιος).
Με τον Γιώργο Τσιλιγκαρίδη- τον αείμνηστο έφορο του Άρη- να έχει κάνει τα μαγικά του, ο παίκτης αφικνείται στην συμπρωτεύουσα και πατάει το πόδι του στο συνθετικό πλαστικό (τότε) του «Παλέ ντε Σπορ».
Τα υπόλοιπα…
Που λέτε, τα υπόλοιπα είναι υπέροχη ιστορία.
«Δες από πού έχασα τα σουτ. Τι λες; Θα τα ξαναχάσω;»
Η πρώτη κρυάδα για τους «κιτρινόμαυρους» ήρθε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Με δεδομένο πως δεν υπήρχε Facebook ή instagram το 1979 προκειμένου να τον δουν οι υπεύθυνοι του συλλόγου (και, γιατί όχι, να του κάνουν και κάνα like), άπαντες περίμεναν έναν αθλητή πάνω από 1.90- δηλαδή ένα σύγχρονο, για τα δεδομένα της εποχής, πλέι- μέικερ.
Αντ’ αυτού, είδαν έναν τύπο που μετά βίας έφτανε το 1.83 («Τι έγινε; Μάζεψε;», φημολογείται πως ήταν η μυθική ατάκα ενός εκ των παριστάμενων στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου) και πριν καν προλάβουν να κάνουν πρώτες σκέψεις για το νέο τους παίκτη, ξεκίνησαν οι δεύτερες.
Η ανησυχία επιτάθηκε στο ντεμπούτο του στο ελληνικό πρωτάθλημα, στις 2 Δεκεμβρίου του 1979: μπορεί ο Ελληνοαμερικανός να σημείωσε 30 πόντους και ο Άρης να κέρδισε μετά κόπων και βασάνων τον Ηρακλή (79-78), όμως είχε κακά ποσοστά, σε σημείο που το ρεπορτάζ της εποχής ν’ αναφέρει ότι «Έπαιξε πολύ ατομικά και έκανε πολλά άστοχα σουτ».
Λίγο μετά το τέλος του παιχνιδιού, ο αρχηγός της ομάδας Βαγγέλης Αλεξανδρής πήγε να του μιλήσει για το παιχνίδι. Εκείνος, αρκετά εκνευρισμένος, του έδειξε τα σημεία στο γήπεδο από τα οποία είχε επιχειρήσει τις προσπάθειές του.
«Βαγγέλη, δες από πού έχασα τα σουτ. Τι λες; Θα τα ξαναχάσω;», τον ρώτησε.
Και, ξέρετε κάτι;
Δεν τα ξανάχασε.
56 πόντοι στα μούτρα της Ευρώπης για «καλησπέρα»
Την πρώτη του σεζόν (1979-1980) ο Άρης έπαιζε στο κύπελλο Πρωταθλητριών ως κάτοχος του τίτλου στην Ελλάδα, όμως εκείνος δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής, καθώς δεν είχε προλάβει να δηλωθεί εγκαίρως στο ρόστερ για τα ευρωπαϊκά ματς.
Έτσι, το ντεμπούτο του στα παρκέ της Ευρώπης και η πρώτη του γνωριμία με τους αντιπάλους εκτός των συνόρων έγινε την επόμενη χρονιά (1980-1981), στο κύπελλο Κόρατς.
Η ομάδα του Ντούσαν Ίβκοβιτς (ο «Σοφός» υπήρξε για μια διετία προπονητής στον Άρη) κληρώθηκε στον πρώτο γύρο της διοργάνωσης με την ουγγρική Μάβακ. Μπορεί εν έτει 2018 όταν ακούμε «Ούγγροι», «μπάσκετ» και λαμβάνουμε υπόψη τη δυναμική των δικών μας ομάδων να μας έρχεται ασυναίσθητα μία λέξη στο νου («Γλέντι»), όμως πριν από 40 σχεδόν χρόνια οι νίκες των Ελλήνων επί των Ευρωπαίων στο μπάσκετ ήταν πιο σπάνιες κι από τους αλμπίνους αλιγάτορες.
Ευτυχώς για τον Ντούντα είχε τον τύπο με το 7 (έπρεπε να φύγει ο Μιχάλης Γιαννουζάκος για να πάρει το 6) στη φανέλα: ο σούπερ σταρ της ομάδας στο ντεμπούτο του στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις πέτυχε 56 πόντους μ’ ένα οργιώδες ξέσπασμα στο δεύτερο ημίχρονο και οδήγησε τον Άρη στην τεράστια εκτός έδρας νίκη με 90-97.
Την εκκωφαντική παρθενική του εμφάνιση στα «σαλόνια» ακολούθησαν ακόμα 41 πόντοι λίγες μέρες αργότερα στο «Αλεξάνδρειο», με τον Άρη να κερδίζει εκ νέου την Μάβακ με 90-84 και να προκρίνεται πανηγυρικά στον επόμενο γύρο.
Οι 56 πόντοι του ήταν ένα ρεκόρ που κράτησε λίγο, καθώς ο ίδιος το έσπασε μερικούς μήνες αργότερα απέναντι στην Βενέτσια, όταν και σκόρπισε στους τέσσερις αγωνιστικούς ανέμους κάθε αμυντικό πλάνο των Ιταλών, σκοράροντας 57 στο δρόμο για το αδιανόητο 44.2 π. μέσο όρο στα παιχνίδια του Κόρατς!
Στην Α1, μάλιστα, ήταν η πρώτη χρονιά από τις 11 συνεχόμενες που αναδείχτηκε κορυφαίος σκόρερ, βάζοντας μεταξύ άλλων 64, 61 και δύο φορές από 52 πόντους.
Πλέον, εκείνο που είχε ξεκινήσει ως ελεγχόμενη λεκτική χιονοστιβάδα στην Ελλάδα έφτασε να γίνει- σε λιγότερο από έναν χρόνο- ανεξέλεγκτο πορτοκαλί τσουνάμι: αυτός εδώ ήταν, πράγματι, η σπουδαιότερη καλαθομηχανή που θα γνώριζε ποτέ η Γηραιά Ήπειρος.
Αν σ’ αυτή την αναντίρρητη αλήθεια αφήσετε να τρυπώσουν κι ορισμένα ψήγματα συναισθήματος, τότε μπορείτε να δείτε κατάματα την υποκειμενικά αντικειμενική αλήθεια.
Αυτός εδώ ήταν ο σπουδαιότερος όλων.
ΓΚΑΛΗΣ
Το κοινό σου από κάτω αντιδρά. Ξύνουν μετά μανίας τα χέρια τους, χτυπάνε τους «αφράτους» τοίχους με το κεφάλι, βγάζουν άναρθρες κραυγές, ψελλίζουν ξανά και ξανά ορισμένες μερικώς ακατάληπτες εκφράσεις. Σσσς, ας ακούσουμε:
«Κάναμε τα σχέδιά μας για τους υπόλοιπους 4 παίκτες. Γι’ αυτόν, κάναμε μόνο την προσευχή μας».
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να τον σταματήσουμε: θα τον κλειδώσουμε στο ξενοδοχείο!».
«Αυτά που κάνει δεν τα κάνουν ούτε οι παίκτες των Σέλτικς ή των Λέικερς».
«Ποτέ δε φανταζόμουν ότι υπάρχει ένας παίκτης που θα μπορούσε να κερδίσει μόνος του την Σοβιετική Ένωση. Τον θαυμάζω!».
«Δεν ασχολούμαστε ποτέ μαζί του πριν τα ματς. Ξέρουμε πως ό,τι και να κάνουμε, θα μας βάλει 40 πόντους».
Έπειτα, πάλι εκείνες οι δύο συλλαβές- μια ανατριχιαστική μελωδία παγανιστικής, θαρρείς, τελετής: “lis” και “ga”.
Lis.
Ga.
Lis. Ga. Lis. Ga.
Ειπωμένο ξανά και ξανά από όλα τα στόματα:
Galis.
Η λύση του μυστηρίου σε χτυπάει εκ νέου με την ίδια δύναμη όπως κάθε φορά και νιώθεις μια αγέλη από θύμησες να σου επιτίθεται- οι αληθινοί μπασκετικοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί, σωστά;
Βλέπεις τον δύσμοιρο τον Ντακουρί να φοράει έναν ζουρλομανδία και δίπλα του τον Μαρτσουλιόνις. Τον Άζα Πέτροβιτς, τον Σαν Επιφάνιο, τον Νόρις- όλους όσους ο «Γκάνγκστερ» έστειλε σ’ αυτό το ιδιόμορφο άσυλο ανιάτων.
Κι εσύ, στο μέσον πια, να προσπαθείς να σοκάρεις κιτρινισμένες αναμνήσεις. Να τις κάνεις να συνέλθουν γιατί ξέρεις πως ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος.
Κάποιος σε πλησιάζει. Τον κοιτάς. Τα ημίτρελα μάτια του σε κοιτάζουν κι αυτά. Σε ρωτάει «Γιατί σταμάτησες στα ματς με την Μάβακ; Τι συνέβη μετά; Τι έκανε αυτός ο παίκτης στη συνέχεια;».
Ξαφνικά, σε μια ακραία έκρηξη συλλογικού μαζοχισμού, άπαντες στην αίθουσα θέλουν να μάθουν ποιο είναι το επόμενο κεφάλαιο μετά το 1981. Μετά από εκείνους τους 56 πόντους στο ντεμπούτο του στην Ευρώπη.
Λες «Εντάξει» και ανοίγεις τον προτζέκτορα που είχες φέρει μαζί σου.
Λες «Πιάστε το χέρι μου, εγώ ξέρω τον δρόμο» και μυριάδες άυλα άκρα το κάνουν.
Λες «Πάμε».
Λες το όνομά του.
Πατάς το play.
Λες: Νίκος Γκάλης.