«Το θες κι αυτό; Έλα, πάρ’ το!» : Το μεγάλο διπλό του ΠΑΟΚ που ο Ιωννίδης δεν χώνεψε ποτέ (pics)

Η σεζόν είχε ξεκινήσει πιο στραβά κι από κάδρο που το τοποθετεί στον τοίχο 9χρονο παιδί μ’ εμφανή προβλήματα ευθυγράμμισης. Μπορεί η προηγούμενη χρονιά να είχε αφήσει μια γλυκιά επίγευση στο τέλος, όμως αυτή (1992-1993) φαινόταν πως θα είναι μέρος ρούχου- και πιο συγκεκριμένα, μανίκι.

Ο Παναθηναϊκός- που δεν έπαιζε καν Ευρώπη!- είχε κάνει τη μεταγραφή του αιώνα και είχε πάρει τον Γκάλη, μαζί με τους Βράνκοβιτς, Κομαζετς, Σοκ. Ο Άρης μπορεί να είχε χάσει το ιερό του τέρας, όμως είχε κάνει ρελάνς με την απόκτηση του εξωπραγματικού Ρόι Τάρπλεϊ, που μαζί με τον Γιαννάκη συνέθεταν ένα δίδυμο-«φωτιά».

Ο πρωταθλητής ΠΑΟΚ ήταν μια από τις κορυφαίες ομάδες που είχαμε δει ποτέ στην Ελλάδα, όμως δεν αρκέστηκε στην εκκωφαντική του ποιότητα: προσέθεσε στο ρόστερ του τον πρωταθλητή του ΝΒΑ Κλιφ Λίβινγκστον κι ήταν έτοιμος να σκορπίσει απτό τρόμο σε πορτοκαλί αποχρώσεις.

Ακόμα και ο (υπέροχος τότε) Πανιώνιος έμοιαζε να είναι ένα βήμα μπροστά απ’ αυτόν, καθώς ο «φονιάς» στο μπροστά μισό του παρκέ Μπόμπαν Γιάνκοβιτς και ο, μετέπειτα ΝBAer με συμπαθέστατη καριέρα, Πι Τζέι Μπράουν είχαν φτάσει στην Πλατεία για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με το σημαντικότερο ταλέντο που έβγαλε ποτέ το ελληνικό μπάσκετ: τον Φάνη.

Όσο για τον Ολυμπιακό; Αφού κυνήγησε μέχρι τέλους τις φρούδες ελπίδες του να κάνει δικό του τον σπουδαίο Τομ Γκουλιότα (νο6 του ντραφτ στο ΝΒΑ, 13 γεμάτες σεζόν στο Μαγικό Κόσμο), κατέληξε στον Ροντ Χίγκινς- κυρίως, μάλλον, γιατί είχε υπάρξει συμπαίκτης του Τζόρνταν στους Μπουλς- για να λύσει το πρόβλημά του στο σκοράρισμα, όμως ο Αμερικανός πολύ γρήγορα αποδείχτηκε κατάλληλος μόνο για τον χειμώνα- ήταν, δυστυχώς, παλτό.

Επομένως, κάποιος άλλος έπρεπε να βγάλει το φίδι από την αγωνιστική τρύπα. Ευτυχώς για τους Ερυθρόλευκους, αυτός ο κάποιος καθόταν στην άκρη του πάγκου του.

Τον έλεγαν Γιάννη Ιωαννίδη.

Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της

Ανακατεύοντας μαεστρικά την μπασκετική τράπουλα

Τα κουκιά για τον coach δεν έβγαιναν. Ιδίως αν έβλεπε κανείς τους βασικούς ανταγωνιστές του Θρύλου στο παρκέ, θ’ αντιλαμβανόταν πως μια κοπέλα αναμενόταν να πάει στη γραμματεία και να περάσει αλλαγή στα μεγάλα παιχνίδια. Την έλεγαν «Κατάθλιψη» και η παρουσία της (φαινόταν ότι) θα σκέπαζε τα πάντα στο ερυθρόλευκο στρατόπεδο.

Κι αυτό γιατί ο Τάρλατς με τον Τόμιτς ήταν πιτσιρίκια ακόμα και ουδείς φανταζόταν την εξέλιξή τους. Το ίδιο και ο Νάκιτς, αλλά και ο Λημνιάτης. Στο ρόστερ υπήρχαν ακόμα οι Ελληνιάδης, Σταμάτης, Καμπούρης και Παπαδάκος, οι οποίοι, όσο κι αν τους συμπαθεί κανείς (για διαφορετικούς λόγους τον καθένα), ουδέποτε θα τους χαρακτήριζε superstars.

Βέβαια, υπήρχε πάντα το υπερόπλο Ζάρκο που στην καλή του μέρα σου έβαζε 40+ μέχρι να πεις “defense”, όμως ο Πάσπαλι μόνος του δεν αρκούσε- ειδικά από την στιγμή που ο Χίγκινς διατηρούσε λιγότερο ερωτική σχέση με το καλάθι απ’ όσο, λίγα χρόνια αργότερα, ο Τόργκελε με τα δίχτυα.

Γι’ αυτό, ο δαιμόνιος Ιωαννίδης έπρεπε να βγάλει τουλάχιστον δύο λαγούς από το καπέλο (ήταν μεγάλο το καπέλο και θα τους χωρούσε, μην ανησυχείτε). Και το έκανε: «ανέβασε» στην αρχική πεντάδα τον 21χρονο Γιώργο Σιγάλα προκειμένου να «πνίγει» στην άμυνα τη μεγαλύτερη απειλή του αντιπάλου και λίγο μετά την έναρξη της περιόδου έστειλε τον Χίγκινς στην ευχή της Παναγιάς- που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ήταν στο διάολο- και τον αντικατέστησε με τον τεράστιο Ουόλτερ Μπέρι.

Ορίστε, λοιπόν: ο Ολυμπιακός αίφνης έδειχνε με μια πολύ καλή ομάδα.

Αρκούσε, όμως, για να γίνει μια πρωταθλήτρια ομάδα;

Από τη Δάφνη στο Δαφνί: Ξεκίνημα με ηχηρό «χαστούκι»

Η αυλαία του πρωταθλήματος 1992-1993 σηκώνεται και στην πρεμιέρα η Δάφνη φιλοξενεί τον Ολυμπιακό. Ο αγώνας εξελίσσεται σε ανείπωτη ματσάρα, ο Ζάρκο παθαίνει παρατεταμένο Γκάλη και βάζει, βάζει, βάζει, φτάνοντας τους 54 πόντους, όμως η «άσημη» Δάφνη καταφέρνει στο τέλος να πετύχει ιστορική νίκη, επικρατώντας με 105-103!

Το πρωτάθλημα για τον Ολυμπιακό έχει ξεκινήσει με το λάθος πόδι, το αριστερό, όμως με την έλευση Μπέρι η κατάσταση βελτιώνεται. Ωστόσο, οι ήττες από Παναθηναϊκό στη Γλυφάδα, από ΠΑΟΚ στο Αλεξάνδρειο κι από τον Πανιώνιο στο «Αρτάκης» καταδεικνύουν αυτό που όλοι πίστευαν: οι… άλλοι είναι καλύτεροι από τους Ερυθρόλευκους και η πρωτιά στην κανονική περίοδο είναι πιο απατηλό όνειρο κι από το να ρίξει κάποια στιγμή στο κρεβάτι ο γράφων την Μόνικα Μπελούτσι.

Οι Πειραιώτες φιγουράρουν στη 4η θέση και δίνουν μάχη μέχρις εσχάτων με τον Άρη, προκειμένου να μην τους αρπάξει η ομάδα της Θεσσαλονίκης το πλεονέκτημα έδρας στον πρώτο γύρο των playoffs (εν τέλει οι δυο τους θα τερμάτιζαν με το ίδιο ρεκόρ, 20-6, όμως ο Ολυμπιακός έχοντας κερδίσει μέσα-έξω θα έμενε 4ος ).

Μέσα σε όλα, μάλιστα, έρχεται και το πιο σημαδιακό ματς εκείνη της χρονιάς, αυτό με τον ΠΑΟΚ στο ΣΕΦ. Εκεί, δηλαδή, που ο Γιάννης Ιωαννίδης θύμισε σε όλους πως ήταν ο απόλυτος showman των πάγκων και μπορούσε κυριολεκτικά να βγει από τα ρούχα του.

Ήταν το διαβόητο ντέρμπι με το σακάκι.

«Το θες κι αυτό; Έλα, πάρ’ το!»

Δε θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν η αντίδρασή του. Ο τύπος, μια φορά κι ένα κάποτε, όταν το γεωπονικό που έπαιζε αντιμετώπιζε στον τελικό του πανεπιστημιακού πρωταθλήματος μια ανώτερη ομάδα, πήγαινε όλη τη βδομάδα και έλεγε στους αντιπάλους «Την Κυριακή στον τελικό θα σας σκίσω! Την Κυριακή θα σας σκίσω! Την Κυριακή θα…».

Το φαβορί υπέστη πλύση εγκεφάλου και πήγε πράγματι την Κυριακή στο γήπεδο, όμως το παιχνίδι ήταν προγραμματισμένο για το Σάββατο κι έτσι ο παμπόνηρος Γιάνναρος είχε πάρει ήδη το ροζ φύλλο και την κούπα άνευ αγώνος!

Επίσης, δε δίσταζε να ρίχνει Χριστοπαναγίες στον Λυπηρίδη, να προσπαθεί να ηρεμήσει τα πλήθη στο ΣΕΦ λέγοντας «Μη βρίζετε, Βούλγαροι και τέτοια… Σταματήστε γ@μώ τον στανιό σας!», να πετάει μπουκάλια στον Σιγάλα, να καπνίζει αρειμανίως εν ώρα αγώνα (κι όχι, προφανώς, επειδή κοούτσαρε τον Άρη), να είναι μονίμως, εν ολίγοις, στην πρίζα.

Επομένως, αυτό που συνέβη στις 13 Φεβρουαρίου του 1993 ήταν περίπου αναμενόμενο- ο (λατρεμένος σε πολλούς, μισητός σε άλλους τόσους) Ιωαννίδης απλά ήταν ο… εαυτός του: ο Ολυμπιακός φιλοξενούσε στην κάτασπρη, λόγω χιονιά, Αθήνα τον ΠΑΟΚ, με μοναδικό στόχο τη νίκη, μπας και προλάβαινε τον Πανιώνιο στην 3η θέση.

Αμ δε: η αρμάδα του Ίβκοβιτς- που, για όσους παραμένουν πεισματικά μαλωμένοι με τις παρωπίδες, ήταν η καλύτερη ομάδα της χώρας- έπιασε τους γηπεδούχους από το λαιμό και τους «έπνιξε» σε βαθμό μπασκετικού κακουργήματος (71-85).

Λίγο πριν το φινάλε, ωστόσο, σημειώθηκε η φάση της χρονιάς: ο Μπέρι έκανε πασιφανές εσκεμμένο φάουλ στον Κόρφα, ο διαιτητής Σταύρος Τσανίδης το καταλογίζει και ο προπονητής του Ολυμπιακού απλά φλιπάρει.

Η κουρτίνα σηκώνεται και ο Ξανθός δίνει μια μνημειώδη παράσταση: κρατώντας προτεταμένο το θρυλικό του σακάκι απευθύνεται στον Τσανίδη και του λέει εκνευρισμένος «Μου τα πήρες όλα σήμερα, πάρε κι αυτό να ησυχάσεις!».

Ο διαιτητής του «έριξε», φυσικά, τεχνική ποινή, το παιχνίδι τελείωσε με το διπλό του ΠΑΟΚ και στη συνέχεια ακολούθησαν σκηνές ροκ, με κάτι ιπτάμενα σιφόνια να εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση και τους διαιτητές να φεύγουν με αστυνομική συνοδεία από το γήπεδο.

Το κερασάκι στην ήδη αλλόκοτη τούρτα που αποτελεί η συγκεκριμένη ιστορία μπήκε χρόνια αργότερα, όταν ο (πολιτικός, πια) Ιωαννίδης ρωτήθηκε τι θα έκανε αν ο Τσανίδης αντί για να του ρίξει «ταυ» έπαιρνε πράγματι το σακάκι του.

Η απάντηση του πανέξυπνου Γιάννη;

«Θα έλεγα ότι οι διαιτητές τα παίρνουν. Τα σακάκια…»

Ό,τι αρχίζει με πόνο τελειώνει ωραία

Γίνεται κάπως έτσι: πλησιάζεις αρκετά κοντά σ’ έναν κουβά για να είσαι σίγουρος πως δε θ’ αστοχήσεις σαν τον Πάσπαλι από τη γραμμή των βολών στα κρίσιμα. Έπειτα, παίρνεις το χαρτάκι με τις προβλέψεις που είχαν γίνει στην αρχή της περιόδου και τις πετάς μ’ επιδεικτικό τρόπο μέσα, στέλνοντας στο μεταλλικό πυρ το εσώτερον τα «Θα το πάρει ο ΠΑΟΚ ή ο Παναθηναϊκός. Μην σου πω ο Πανιώνιος ή ο Άρης…» που ακούγονταν λίγο πριν την εκκίνηση της σεζόν 1992-1993.

Κι αυτό γιατί παρά το γεγονός πως ο Ολυμπιακός τερμάτισε 4ος στην regular season, απέκλεισε τον Άρη στον πρώτο γύρο των playoffs, έπειτα, εκμεταλλευόμενος και τα πολλά προβλήματα του Δικέφαλου του Βορρά, τρύπησε τον προσωπικό του ουρανό πετώντας έξω με μειονέκτημα έδρας τον ΠΑΟΚ, και στους τελικούς αν και έχασε το πρώτο παιχνίδι από τον Παναθηναϊκό κέρδισε τα δύο επόμενα (στο ένα έκανε break) και το Τριφύλλι δεν κατέβηκε στον 4ο τελικό, διαμαρτυρόμενο για τη διαιτησία του 3ου αγώνα.

Παρά το ελαφρώς ανορθόδοξο του πράγματος στο φινάλε- με την κούπα να κατακτάται άνευ παιχνιδιού και στο ΣΕΦ την παράσταση να κλέβουν τα μπαλέτα του Διογένης-, η ιστορία έγραψε πως οι Ερυθρόλευκοι πήραν το πρώτο τους πρωτάθλημα μετά από 15 ολόκληρα χρόνια. Θ’ ακολουθούσε η εγκαθίδρυση της τότε αυτοκρατορίας τους με άλλες 4 σερί κατακτήσεις, κάτι που τους έχρισαν δικαίως ως την πιο πετυχημένη ομάδα των 90s.

Κι ολ’ αυτά, φυσικά, κυρίως χάρη στον τύπο που βρισκόταν στον πάγκο της ομάδας. Εκείνον που κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη και τον «δικό του» Άρη στον Πειραιά παρέα με την τεχνογνωσία του και τον τίτλο του κορυφαίου Έλληνα προπονητή στις αποσκευές του, αυτόν που εμφύσησε τη νοοτροπία του πρωταθλητή σ’ έναν ημιθανή αγωνιστικά σύλλογο.

Τον τεράστιο Γιάννη Ιωαννίδη που κατάφερνε να κερδίζει σχεδόν παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο: φορώντας το σακάκι του…