«Ξέχνα Ολυμπιακό και ΝΒΑ»: Το βράδυ που ο Παύλος Γιαννακόπουλος έδωσε 450 εκατ. για τον παικταρά που θωράκισε τον ΠΑΟ

Από το δικό του χέρι θα γραφόταν η μεγαλύτερη (μέχρι την επόμενη) επιτυχία του Τριφυλλιού…

Μια φορά κι ένα πορτοκαλί, αμιγώς μπασκετικό, κάποτε, ένας παράγοντας του Άρη πλησίασε τον ίδιο τον γήινο Θεό και αφήνοντας εντέχνως το δέος στην άκρη, τον ρώτησε ορθά κοφτά: «Νικ, ποιος ψηλός σε δυσκολεύει περισσότερο απ’ όλους; Να τον φέρουμε στην ομάδα να τελειώνουμε».

Τότε ο Γκάλης- ο υπερπαίκτης που είχε κάνει τον Σαμπόνις, τον Μάκαντου, τον Ράτζα και λοιπά θηρία να γονατίσουν ξανά και ξανά και ξανά στο αέρινο μπασκετικό του διάβα-, απάντησε χωρίς περιστροφές «Τόσα χρόνια δεν έχω φοβηθεί ποτέ κανέναν. Όμως, κάθε φορά που παίζω απέναντι σ’ αυτόν, όποτε μπαίνω στη ρακέτα και είναι εκείνος εκεί, το μόνο που βλέπω είναι ένα τεράστιο δέντρο ν’ απλώνεται μπροστά μου…».

Ο παράγοντας του Αυτοκράτορα μ’ ένα κράμα εντυπωσιασμού από τα λόγια του Νικ και προβληματισμού για το πώς θα φέρει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή, έφυγε από το γήπεδο και, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, άρχισε αμέσως να κινεί τα νήματα για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αρχηγού της ομάδας.

Λίγο καιρό αργότερα- και μετά από ένα υπέροχο μεταγραφικό σήριαλ με την Ζαντάρ, τον Άρη, τη Ρεάλ και τους Σέλτικς στους πρώτους ρόλους- ο θηριώδης σέντερ περνούσε την πόρτα του Παλέ και έπαιρνε τη φανέλα με το νούμερο 15.

Μπορεί, ωστόσο, τα κιτρινόμαυρα να ήταν η εμφάνιση με την οποία τον απολαύσαμε για πρώτη φορά στα μέρη μας, όμως ο ύψους 2.17 Κροάτης μεγαλούργησε με τον Παναθηναϊκό, έχοντας τεράστια συνεισφορά στο πρώτο ευρωπαϊκό του συλλόγου.

Γιατί, βλέπετε, χωρίς τον Γίγαντα της Δαλματίας το Τριφύλλι θα έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι από το Παρίσι το 1996- για την ακρίβεια, ίσως να μην πήγαινε καν στο Final 4 εκείνης της χρονιάς.

Ναι, τόσο σημαντική ήταν η παρουσία του.

Έτσι δεν είναι, Στόγιαν Βράνκοβιτς;

Από το ναδίρ στο ζενίθ ένας… Παύλος δρόμος

«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», είχε πει ο Αριστοτέλης στο «Περί Ποιητικής», δίνοντας τον ορισμό της τραγωδίας.

Βέβαια, αυτό έγινε γιατί γεννήθηκε τον 4ο αιώνα προ Χριστού. Διότι αν είχε γεννηθεί στα μέσα του 20ου μ.Χ., είχε παρατήσει τη φιλοσοφία για χάρη του μπάσκετ και ήταν αρρωστάκι με την Α1, θα περιέγραφε την τραγωδία πολύ πιο παραστατικά, δίνοντας απλά για παράδειγμα την σεζόν 1991-1992 του Παναθηναϊκού.

Οι Πράσινοι είχαν ολοκληρώσει την σεζόν με αρνητικό ρεκόρ (10 νίκες-12 ήττες), είχαν έναν μηδενισμό λόγω των επεισοδίων στο ΣΕΦ στο ματς με τον Πανιώνιο (διεκόπη εις βάρος του το παιχνίδι), στα playoffs «έγραψαν» 3-3 και τερμάτισαν 8οι στη βαθμολογία, μένοντας εκτός Ευρώπης για πρώτη φορά μετά την σεζόν 1966-1967!

Το καλοκαίρι του ’92, λοιπόν, ήταν κάτι παραπάνω από κομβικό για το Τριφύλλι, καθώς αν δεν ανέκαμπτε άμεσα κινδύνευε να φορέσει για παντοτινό αγωνιστικό του πανωφόρι την ελώδη μετριότητα. Μόνο που…

Μόνο που ο άνθρωπος που καθόταν στον προεδρικό θώκο της ομάδας δε θα άφηνε ποτέ κάτι τέτοιο να συμβεί. Γιατί, όπως όλοι γνωρίζουν, δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος.

Ήταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος.

Στον αστερισμό του Γκάνγκστερ

Ο τότε πρόεδρος του Άρη Θεόφιλος Μητρούδης- για να μείνουμε σε τραγικό πλαίσιο, μιας και το ’φερε η αριστοτέλεια κουβέντα- μάλλον ήταν μέγιστος φαν του Οιδίποδα Τυράννου. Έτσι, στις 5 Ιουλίου του 1992 έβαλε εντέχνως τα χεράκια του και έβγαλε τα ματάκια του, δείχνοντας ουσιαστικά την πόρτα της εξόδου στον Γκάλη (προσέφερε στον Νικ 100 εκατομμύρια δραχμές για να… προπονεί το εφηβικό) και τερματίζοντας επισήμως την πιο λαμπρή περίοδο του συλλόγου.

Μετά από ένα δράμα ολίγων ημερών και τους Ολυμπιακό-ΠΑΟΚ-Ηρακλή-Παναθηναϊκό να προσπαθούν να αλληλοεξοντωθούν στη μάχη της απόκτησής του, ο Γκάνγκστερ αποφάσισε να κάνει δεκτή την αστρονομική πρόταση του Γιαννακόπουλου και κατηφόρισε από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για χάρη του ΠΑΟ.

Η εκκωφαντική απόκτηση του 35χρονου Γκάλη έκανε πάταγο σε όλη την Ευρώπη και λειτούργησε σαν μαγνήτης για τους Πράσινους, οι οποίοι προέβησαν σε ακόμα δύο ποιοτικότατες προσθήκες, με τους Σοκ και Κόμαζετς να υπογράφουν συμβόλαιο.

Με την πρώτη επίσημη της ομάδας να είναι προγραμματισμένη για τις 10 Αυγούστου στο κλειστό της Γλυφάδας και με τον έμπειρο Ζέλικο Παβλίσεβιτς στον πάγκο, η αισιοδοξία ήταν ελεγχόμενα διάχυτη στο πράσινο στρατόπεδο. Υπήρχε, ωστόσο, ένα σημαντικό αγκάθι στην κατάρτιση του ρόστερ: έλειπε το βασικό πεντάρι.

Στο τραπέζι έπεσαν πολλά ονόματα και μερικά εξ αυτών (Τζέιμς Έντουαρντς- NBAer και μέλος των Πίστονς στα πρωταθλήματα του 1989 και το 1990-,  Ερλ Κάρετον, Τζο Γουλφ, Ντουέιν Σίντζιους, Άιζακ Όστιν) ήταν άκρως εντυπωσιακά, όμως ο Παβλίσεβιτς ήταν κάθετος- εν μέρει γιατί είχε πάρει την απόφασή του κι εν μέρει γιατί η οριζόντια θέση αν δεν κοιμάσαι είναι εξαιρετικά άβολη: ήθελε τον Βράνκοβιτς.

Συμβιβαζόταν, έλεγε το ρεπορτάζ της εποχής, και με τον Τίμοθι Κέμπτον που είχε συμπαθητικά νούμερα όταν έπαιζε στο ΝΒΑ και που την τελευταία διετία αγωνιζόταν στη Βερόνα, όμως ο νούμερο 1 στόχος του ήταν ο Στόικο.

«Ο προπονητής τα ξέρει αυτά. Εγώ απλά πληρώνω…», θα έλεγε, καθόλου αστειευόμενος, ο Γιαννακόπουλος για το καυτό ζήτημα και μετά πήρε την υπόθεση πάνω του, κάνοντας αυτό που ελάχιστοι παράγοντες στη Γηραιά Ήπειρο έκαναν στο δικό του παρανοϊκό βαθμό.

Πλήρωσε.

Ολυμπιακός ή ΝΒΑ ημίχρονο, Παναθηναϊκός τελικό

Η υπόθεση δεν ήταν καθόλου εύκολη- για την ακρίβεια, ήταν λίγο πιο δύσκολη από το να λύσει κανείς έναν ενισχυμένο κύβο του Ρούμπικ (42 χρώματα αντί για 6) σε 26 δευτερόλεπτα με κλειστά τα μάτια: τον Στόγιαν- που προερχόταν από δύο καλούτσικα, τηρουμένων των αναλογιών, χρόνια με τους Σέλτικς- ήθελαν τόσο οι Μιλγουόκι Μπακς όσο και ο Ολυμπιακός.

Οι Ερυθρόλευκοι είχαν το πλεονέκτημα πως στον πάγκο τους καθόταν ο Γιάννης Ιωαννίδης που τον είχε παίκτη στον Άρη, αλλά και το γεγονός πως έπαιζαν στο Πρωταθλητριών- εν αντιθέσει με τον ΠΑΟ που δεν αγωνιζόταν καν στην Ευρώπη.

Έτσι ο μάνατζερ των Πειραιωτών, ο Γιάννης Γιαννάκης, είχε ξεκινήσει επαφές μαζί του προκειμένου να κλείσει τη μεταγραφή. Οι συζητήσεις βρίσκονταν σε πάρα πολύ καλό δρόμο, μέχρι που ο Δαλματός ζήτησε 1.2 εκατομμύρια δολάρια ακατέβατα, για να κατεβάσει το σαγόνι των ανθρώπων του Ολυμπιακού στο πάτωμα και ν’ αναγκαστούν να κάνουν πίσω.

Τότε μπήκε στο κόλπο ο Παναθηναϊκός. Με την ομάδα ν’ αναχωρεί για το βασικό στάδιο προετοιμασίας στο Τσιόκο της Ιταλίας και ακόμη να μην έχει βρει ψηλό, η διοίκηση της ομάδας, κινούμενη με άκρα μυστικότητα, έκλεισε τον Βράνκοβιτς για… μόλις 900.000 δολάρια.

Στις 23/8/1992 οι δυο πλευρές συμφώνησαν προφορικά και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν, όμως αίφνης ο σέντερ ενημέρωσε την επομένη πως τελικά θα πήγαινε στους Μπακς που του έδιναν1.2 εκατ. και την ευκαιρία να μείνει στο ΝΒΑ. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, πριν λίγο καιρό είχε παίξει απέναντι στην Dream Team στους Ολυμπιακούς του 1992 και το κίνητρο να βρίσκεται και πάλι στο Μαγικό Κόσμο είχε «αναζωπυρωθεί».

Κάπου εκεί, όμως, αποφάσισε καθαρίσει την επικίνδυνη μπουγάδα ο Παύλος. Με το πράγμα να έχει στραβώσει επικίνδυνα και τον Στόικο να γίνεται σιγά-σιγά παραποιημένο ποίημα του Καβάφη («Αποχαιρέτα τον Κροάτη που χάνεις…»), ο Γιαννακόπουλος πήρε ένα υπερμέγεθες σφυρί, έσπασε, όπως συνήθιζε, τον κουμπαρά και άπλωσε 450.000.000 δραχμές στα πόδια του Δαλματού Γίγαντα- ήτοι 1.5 εκατ. δολάρια!

Ο Βράνκοβιτς πείστηκε, είπε το «ναι» και στις 25/8 ανακοινώθηκε με κάθε επισημότητα από τον Παναθηναϊκό.

Τα υπόλοιπα είναι υπέρλαμπρη ιστορία.

«…κόβει εντυπωσιακά ο Βράνκοβιτς!»

Ο Στόγιαν έμεινε, τελικά, στο Τριφύλλι για μια ολόκληρη τετραετία (1992-1996) και ψηφίστηκε από τους φίλους του Παναθηναϊκού στην κορυφαία πεντάδα του συλλόγου, αν και στο «5» έχουν περάσει από το Τριφύλλι συμπαθητικά παικτάκια όπως ο Ράτζα, ο Πέκοβιτς, ο Μπατίστ, ο Ρέμπρατσα και μερικοί άλλοι.

Λογικό: ο Βράνκοβιτς έβαλε τις χερούκλες του πρωτίστως στην άμυνα (ενδεικτικά να θυμηθούμε ένα Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός το 1994 που ανάγκασε τον Φασούλα να τελειώσει με 0/10 σουτ στο ματς) αλλά και στην επίθεση, και βοήθησε τα μέγιστα να βγει το Τριφύλλι από την αγωνιστική ανυποληψία και μετά να σκαρφαλώσει βήμα-βήμα μέχρι την ευρωπαϊκή κορυφή.

Α, ναι: η ευρωπαϊκή κορυφή. Το «περιβόητο» 1996. Ο Βράνκοβιτς προερχόταν από μυθική σεζόν το 1994-1995, όταν με τον Κιουμουρτζόγλου στον πάγκο έκανε πληθώρα θεοσεβούμενων παπάδων, για να μπει φουριόζος και την επόμενη χρονιά.

Μπορεί τα φώτα να έπεφταν στον τεράστιο Ντομινίκ Ουίλκινς- που, μεταξύ μας, δεν είχε έρθει και τόσο για πικνίκ στην Ελλάδα…-, όμως ήταν ο Στόικο εκείνος που θα οδηγούσε τον ΠΑΟ στο ευρωπαϊκό μπασκετικό Έβερεστ.

Πολύ πριν την τελευταία φάση του τελικού με την Μπαρτσελόνα που τη θυμούνται ακόμα και τα χρυσόψαρα, ο Κροάτης ήταν αυτός που είχε στείλει το Τριφύλλι (του Μάλκοβιτς πια) στο final 4 του Παρισιού.

Στον 3ο προημιτελικό απέναντι στην Μπενετόν στο Τρεβίζο έγραψε μια ολόχρυση, μα λησμονημένη, στιγμή στην καριέρα του: οι δύο ομάδες είχαν μοιραστεί τις νίκες στους πρώτους δύο αγώνες κι έψαχναν το κομβικό ροζ φύλλο στο τρίτο παιχνίδι της σειράς, το οποίο θα τους έδινε αυτομάτως το εισιτήριο για το F4.

Η Μπενετόν εξαπέλυσε αντεπίθεση στο τέλος κι έφερε το ματς στον πόντο (64-65), έχοντας και την κατοχή με 5.8 δεύτερα για το φινάλε. Η μπάλα έφτασε στον Ζέλικο Ρέμπρατσα για ένα σουτάκι από τα 4 μέτρα από αυτά που τα παστέλωνε για πλάκα, όμως ο Βράνκοβιτς τον έκοψε σχεδόν σε νεκρό χρόνο και ο Παναθηναϊκός ετοιμάστηκε για το Παρίσι.

Εκεί, φυσικά, ολοκλήρωσε την προσωπική του ραψωδία με την πασίγνωστη- για άπειρους λόγους- τάπα του στην τελευταία φάση του παιχνιδιού με την Μπαρτσελόνα και έστειλε στον 7ο ουρανό όλη την πράσινη, μα και τη γαλανόλευκη που δε φορά παρωπίδες, φυλή: ο Παναθηναϊκός στέφθηκε, εν πολλοίς χάρη στον Στόγιαν, πρωταθλητής Ευρώπης για πρώτη φορά στην ιστορία του.

Αυτή ήταν η τελευταία ευχάριστη ανάμνηση από τον Βράνκοβιτς με την πράσινη φανέλα, καθώς το καλοκαίρι του 1996 αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα και να επιστρέψει στο ΝΒΑ, πικραίνοντας αφάνταστα τον άνθρωπο που όχι και τόσο «παλιά» είχε σκορπίσει 450 εκατομμύρια δραχμές για χάρη του.

Ο Γιαννακόπουλος σεβάστηκε, ωστόσο, την απόφαση του Στόικο και τον αποχαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια και μια μεγάλη αγκαλιά. Πιο μπροστά, βέβαια, τον είχε κυνηγήσει στο ίδιο του το σπίτι και του είχε προσφέρει λευκή επιταγή προκειμένου να μείνει στον Παναθηναϊκό.

Όμως αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία που θα διηγηθούμε, αν το θελήσετε κι εσείς, μια άλλη φορά. Μέχρι τότε, ν’ αγαπάτε το μπάσκετ και να πιστεύετε στα απτά παραμύθια.

Σαν αυτά που έχουν για πρωταγωνιστές έναν Γκάνγκστερ, ένα θηρίο 217 εκατοστών, ένα Τριφύλλι κι έναν τύπο που αγαπούσε παθολογικά την ομάδα του.

Τον Παύλο.