Daisy Johnson: Συνέντευξη με μια από τις πιο ανερχόμενες συγγραφείς της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας

Το βιβλίο της "Κάτω από την Επιφάνεια" ήταν υποψήφιο για Booker 2018, με την Johnson σε ηλικία μόλις 28 ετών!

Το 2018 το βιβλίο της Κάτω Από Την Επιφάνεια (Everything Under ο πρωτότυπος τίτλος) ήταν υποψήφιο για Booker, κάτι που σπανίως συναντά κανείς σε τέτοιους θεσμούς. Μια κοπέλα μόλις 28 ετών να διεκδικεί τόσο νωρίς αυτό το σημαντικό βραβείο;

Όπως όμως ανέφερε και η ίδια σε μια συνέντευξή της στο Vanity Fair, η ηλικία της δεν θα έπρεπε να είναι τόσο μεγάλο αντικείμενο συζήτησης.

Στη δική μας συνέντευξη με την Βρετανίδα συγγραφέα Daisy Johnson, η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από πράγματα που θίγει το βιβλίο της, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, και σίγουρα είναι αρκετά διαφωτιστική για ένα βιβλίο που άπτεται βασικών ψυχολογικών δομών του κάθε ανθρώπου ως προς τη σύνδεση του με το τώρα, με τον εαυτό του, με τον τόπο του, με τους άλλους.

– Στις τελευταίες δύο σελίδες του βιβλίου Κάτω Από την Επιφάνεια, διαβάζω στις Ευχαριστίες ότι αφού ξεκινήσατε να το γράφετε, η σχέση σας κορνίζαρε μια φράση σας. Η φράση έλεγε “αυτό θα είναι και γ@μώ τα βιβλία”. Οταν το τελειώσατε, σας είχε αφήσει αυτή την αίσθηση;

Αυτή η ερώτηση δεν ξέρω αν μπορεί να απαντηθεί. Ζεις με ένα μυθιστόρημα τόσο πολύ, ώστε καταλήγει να είναι μια σχέση. Το πώς νιώθεις γι΄αυτό αλλάζει διαρκώς. Όταν το τελείωσα, νομίζω αυτό που ένιωθα κυρίως ήταν ανακούφιση, αλλά τότε, περίπου στα μισά της διαδρομής, θυμήθηκα πώς ήταν αυτό το αρχικό συναίσθημα που περιγράφετε, που ήμουν ενθουσιασμένη και αναζωογονημένη και εύχομαι αυτό το συναίσθημα να μεταγγίστηκε στο γράψιμο.

Πιστεύω ακράδαντα ότι όταν τελειώνεις ένα βιβλίο και αυτό δημοσιεύεται, ή έστω το δίνεις σε κάποιον να το διαβάσει πρώτη φορά, ξεφεύγει από τα χέρια σου, ανήκει στον κάθε αναγνώστη, όχι σε σένα. Αγάπησα να βλέπω ανθρώπους να στοχάζονται με το βιβλίο και πώς απέκτησε μια πιο ενδιαφέρουσα ζωή μαζί τους. Εύχομαι επομένως να είπαν οι αναγνώστες αυτή την κορνιζαρισμένη φράση.

– Ο τρόπος που αναπτύχθηκε η ιστορία σας ήταν δεδομένος από το ξεκίνημα ή ξεδιπλωνόταν κάθε κεφάλαιο στην πορεία της συγγραφής;

Υπήρχαν σίγουρα πολλές πλοκές και σχέδια και περιγραφές κεφαλαίων που καθώς εξελίσσονταν, άλλαζαν άρδην. Το να γράφω αυτό το μυθιστόρημα ήταν σαν να ακολουθώ πολλά διαφορετικά μονοπάτια, με κάποια να με πάνε σε αδιέξοδο και άλλα να ξεμακραίνουν τόσο ώστε να φτάνουν στο αδύνατο. Η διαδικασία της συγγραφής και μετά το σβήσιμο και το ξαναγράψιμο και το σβήσιμο ξανά έκαναν το βιβλίο, καθώς το επεξεργαζόμουν, ένα είδος λαμπερού πλάσματος που άλλαζε διαρκώς. Την ίδια στιγμή, όσο το βιβλίο προχωρούσε, τόσο πιο αληθινοί γίνονταν οι χαρακτήρες και φαίνονταν ικανοί να πάρουν δικές τους αποφάσεις, να γράψουν αυτοί τις πλοκές.

– Ένα ακόμα πολύ μύχια εξελισσόμενο στοιχείο που κράτησα, αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο, όπως παρουσιάζεται στην ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι μικρό κι όμως τόσο…δομικό που με γέμισε απορίες. Γράφει λοιπόν εκεί ότι “ο τόπος που γεννιόμαστε, μας κυνηγάει σε όλη μας τη ζωή μέσα από τις λέξεις, τις αναμνήσεις, τη λήθη, τους εφιάλτες”. Είναι αυτός ένας τρόπος με τον οποίο συνδέεστε κι εσείς με τη γενέτειρα σας, το σπίτι σας και όσα διαφυλάσσει;

Νομίζω πως ναι. Από παιδί ένιωθα πάντοτε απίστευτα συνδεδεμένη με τα σπίτια που ζούσα και επισκεπτόμουν, ιδίως τα πιο έρημα και φυσικά. Έχω την αίσθηση πως αυτό έχει βγει στη γραφή μου που μοιάζει σαν να κλωθογυρίζει τις ίδιες τοποθεσίες και περιβάλλοντα, μα και τις ίδιες ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Έχω πολύ ισχυρές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια και γι΄αυτό δεν τις ένιωσα ποτέ ως εφιάλτη, όμως στο γράψιμο γίνονται όντως σκοτεινές, ένα υπόστρωμα μνήμης. 

Με συγκινούν αρκετά τα πράγματα – και οι άνθρωποι και τα μέρη – στα οποία επιστρέφουμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Αναφέρατε τη λέξη “μονοπάτια” που νομίζω ότι σχετίζεται με αυτό: όλα τα μονοπάτια οδηγούν σπίτι είτε το τωρινό μας είτε ένα σπίτι του παρελθόντος μας.

– Μιας και συζητάμε τόσο για την έννοια του οίκου, για μένα ήταν μια καταλυτική στιγμή η ανάγνωση του έργου του Μιρτσέα Ελιάντ, ιδίως το Ιερό και το Βέβηλo, όπου αναλύει αυτόν τον αρχέγονο δεσμό. Πώς θα περιγράφατε εσείς την δική σας εξελικτική πορεία από το σπάσιμο των δεσμών με το σπίτι των γονιών προς το χτίσιμο μιας ανεξάρτησης σχέσης με το σπίτι της δικής σας ζωής, της δικής σας οικογένειας;

Αυτή σας η ερώτηση έρχεται σε μια στιγμή που μόλις ολοκλήρωσα μια υπέροχη βιογραφία της Shirley Jackson με τίτλο A Rather Haunted Life, που επιμελήθηκε η Ruth Franklin. Αυτή η βιογραφία νομίζω μιλάει γι΄αυτό και την δυσκολία της Jackson να δημιουργήσει ένα σπίτι για την ίδια, τόσο ως συγγραφέα όσο και ως γυναίκα και μητέρα. Στο έργο της το σπίτι είναι πάντα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στοιχειωμένο. Το οικιακό είναι ανήσυχο και μυστηριώδες, τα σπίτια και τα κτήρια έχουν χαρακτήρα. Αυτή η ιδέα του σπιτιού σαν ένα μέρος ιερό, αλλά και απατηλό, είναι πολύ ενδιαφέρουσα για μένα και τέτοια σπίτια δεν μπορούν να περιγραφούν ως απλά, δεν είναι ποτέ…έμπιστα.

Έχω όμως την αίσθηση πως αυτή η απάντηση μου δεν θα σε καλύψει και πως αναζητάς κάτι πιο βαθύ. Θα έλεγα ότι η συγγραφική μου ιδιότητα είναι διαχωρισμένη εμφανώς από την Daisy και, παρόλο που η δεύτερη βρίσκει το σπίτι κάτι το πολύπλοκο – ιδίως από φεμινιστική σκοπιά – η άλλη διψάει γι΄αυτή τη ζεστασιά ενός τόσο οικείου μέρους.

Η κεντρική ιδέα του σπιτιού και της οικογένειας έχει αλλάξει πλέον, καθώς επικοινωνούμε με την οικογένεια μέσα από τηλέφωνα και οθόνες υπολογιστών. Είναι μακριά μας και νομίζω ότι αυτή η διασύνδεση έχει μεταλλάξει την ιδέα της έννοιας και του αισθήματος που λέγεται “σπίτι”.

– Αν έπρεπε να περιγράψω το βιβλίο σας με μια λέξη, τότε αυτή θα ήταν η λέξη “Απώλεια” αναμφίλεκτα. Η απώλεια ανθρώπων, αναμνήσεων, καταστάσεων της ζωής, είναι κάτι που θα χαρακτηρίζατε ως το πιο σημαντικό λάφυρο για να γράψει κανείς;

Πιάνω διαρκώς τον εαυτό μου να έχει μια ψύχωση με την απώλεια και πώς αυτή μας ορίζει και μας μετατρέπει σε κάτι νέο. Η ζωή μοιάζει σαν μια διαδικασία από μικρές και μετά μεγάλες απώλειες, όχι μόνο ανθρώπων, αλλά του ίδιου μας του εαυτού και του ποιοι νομίζουμε και νομίζαμε ότι ήμασταν. Υφαίνεται μια διαρκής απόρριψη ενώπιον της οποίας καλούμαστε να ατσαλώσουμε τον εαυτό μας. Με συναρπάζει που μια ανάμνηση είναι το πιο εύκολο πράγμα να απωλέσεις και που όσο βαθαίνει στο μυαλό μας, μετασχηματίζεται.

Ως προς την ερώτηση σου για το αν η απώλεια είναι βασικό συστατικό για έναν συγγραφέα, ένα βιβλίο, δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι δύο πράγματα απαιτούνται για να γράψεις: να διαβάσεις και να γράφεις συχνά και με διαρκή μανία.

– Η ελληνική απόδοση του τίτλου είναι Κάτω Από Την Επιφάνεια. Σαν ένα παιχνίδι μοίρας, το διάβασα σε μια περίοδο που άκουγα συχνά το τραγούδι του Lewis Capaldi “Before You Go”, που μιλάει για την απώλεια, την αυτοκτονία. Εκεί έχει έναν στίχο που λέει “όταν λαβώθηκες κάτω από την επιφάνεια…”. Στο βιβλίο σας η επιφάνεια έχει και την κυριολεκτική έννοια, αλλά και αυτή τη μεταφορική. Θα λέγατε ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σήμερα στο σημείο που βρίσκεται επειδή σφήνωσε κάτω από την επιφάνεια ή επειδή δεν τόλμησε ποτέ να δει κάτω απ΄αυτήν;

Εσχάτως διαβάζω πολύ τον Robert Macfarlane. Το βιβλίο του Underland είναι μια εξερεύνηση σπηλιών, τούνελ, κατακομβών και καθώς το διάβαζα, συνειδητοποίησα πόσο με ιντριγκάρουν τα πράγματα που είναι θαμμένα, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, όπως οι αναμνήσεις, οι ελπίδες, τα κατοικίδια, οι άνθρωποι. Συνειδητοποίησα επίσης πως ότι αγαπώ στο γράψιμο σχετίζεται με το θαμμένο, συνήθως ασυνείδητα, και με το να δημιουργώ έναν χαρακτήρα, αρχίζω στην ουσία την αποκάλυψη αυτού του ενταφιασμένου. Ως προς την ανθρωπότητα, νομίζω ότι ελάχιστα έχει δει κανείς κάτω από την επιφάνεια.

– Υπήρξε ποτέ περίοδος στη ζωή σας που τα βιβλία να ήταν η μόνη μορφή επικοινωνίας που επιθυμούσατε;

Όταν πρωτοπήγα στο πανεπιστήμιο, ήμουν μοναχική και θλιμμένη για πολύ καιρό. Μέχρι τότε τα βιβλία ήταν πολύ σημαντικά για μένα – μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ξεχείλιζε από βιβλία. Τότε όμως έγινα εξαρτημένη απ΄αυτά με τρόπο που δεν είχε συμβεί πριν. Έχω εξαιρετικά έντονες αναμνήσεις από τη βιβλιοθήκη που ήταν ένα τσιμεντένιο κτήριο, πολύ “σκληρό” και με ελαχιστο φως. 

Κι όμως, κάποια πουλιά έμπαιναν μέσα και πετούσαν πάνω από τα ράφια. Εργαζόμουν πάνω στη διπλωματική μου, αλλά ταυτόχρονα, πολύ συχνά τη νύχτα, έγραφα και ιστορίες που δεν σκόπευα να τις δημοσιεύσω και να διαβαστούν. Η βιβλιοθήκη είχε ανιχνευτές κίνησης και αν έμενες για αρκετή ώρα εκεί, έβγαιναν εκτός λειτουργίας με αποτέλεσμα τη νύχτα να ήταν απόλυτο σκοτάδι στα πάνω πάνω ράφια. Το σκοτάδι συνδέθηκε έτσι με πολλά από τα βιβλία που διάβασα, άρα και με όσα ένιωσα διαβάζοντας τα. Κι αυτό διαμόρφωσε τη γραφή μου τώρα. Αυτό το θυμάμαι τόσο έντονα γιατί ακριβώς, όπως λες, χρησιμοποιούσα τα βιβλία για επικοινωνία σε μια περίοδο που δεν επικοινωνούσα με ανθρώπους.

–  Η έννοια της ταυτότηας είναι εξίσου μια θεματική του βιβλίου. Ως συγγραφέας όμως έχετε τη δυνατότητα να αφήσετε πίσω κάθε σας ταυτότητα και να γίνετε ό,τι θέλετε κι ό,τι καταπιέζετε. Ποιοι χαρακτήρες θα λέγατε ότι έχουν μια σύνδεση με εσάς και απολαύσατε περισσότερο καθώς στήνατε τα χαρακτηριστικά τους;

Ισχύει αυτό που λέτε. Διαρκώς φωτίζουμε διαφορετικές ταυτότητες, είτε τις συναντάμε στη ζωή μας είτε τις φιμώνουμε. Ακόμα ακόμα και κάποιες που δεν ξέρουμε καν αν υπάρχουν ή όχι. Κάθε χαρακτήρας στο βιβλίο έχει λίγο από μένα, υποθέτω. Εγώ, όπως πολλοί συγγραφείς υποθέτω, είμαι “καρακάξα” και τίποτα δεν είναι ασφαλές γύρω μου. Κλέβω διαρκώς πράγματα από τη ζωή μου και άλλων ανθρώπων και τα ενσωματώνω στη φαντασία μου.

Ίσως γι΄αυτό ακριβώς, επειδή επενδύω πολύ σε αυτή τη μετάβαση από έναν χαρακτήρα στον άλλο, να μην έχω απόλυτη αίσθηση του εαυτού μου ή να μην είμαι η κατάλληλη για να πω με ποιον χαρακτήρα μοιάζω περισσότερο. Αν έπρεπε να πω, θα έλεγα ότι μάλλον μοιράζομαι με την Gretel την παθιασμένη προσωπικότητα σε βαθμό εμμονής, τους καταναγκασμούς της, αλλά και με τη Sarah έχουμε κοινά πράγματα για τα οποία μαχόμαστε και αγωνιούμε. Την ίδια στιγμή, μπορεί να είμαι ο σκύλος που βρίσκει η Gretel στην άκρη του δρόμου που παρατηρεί τα πάντα και προσπαθεί να βρει κάποιο νόημα σε όλα.

– Για το τέλος, μπορείτε να μας πείτε κάποια στοιχεία για το νέο σας βιβλίο με τίτλο Sisters και πώς απασχολείται η δημιουργικότητα σας αυτή την πολύ παράξενη περίοδο για την ανθρωπότητα;

Σας ευχαριστώ που ρωτάτε για το Sisters. Είναι ένα μυθιστόρημα για δύο αδερφές που έχουν μόλις μετακομίσει σε ένα σπίτι στη μέση του πουθενά με τη μητέρα τους. Καθώς διαβάζουμε, καταλαβαίνουμε πως έχει συμβεί κάτι άσχημο το οποίο δεν μπορεί να επουλωθεί από τη μητέρα τους και το οποίο οι δύο αδερφές θυμούνται σποραδικά. Είναι μια νουβέλα με μια σκοτεινή σπηλιά στο κέντρο των ζωών τους, στην οποία σπηλιά καταλήγουμε να μπούμε μέχρι βαθιά.

Αναμφίβολα είναι περίεργο να γράφεις σήμερα και να μένει η σκέψη σου σε πράγματα αποκλειστικά φανταστικά. Κατανοώ πως κάθε συγγραφέας παλεύει με τις λέξεις για να αποτυπώσει τη στιγμή, αλλά σκέφτεται ταυτόχρονα πως είναι αδύνατο να περιγραφεί κάτι που ζούμε μέσα του. Διαβάζω πολύ αυτό τον καιρό και δουλεύω πάνω στο επερχόμενο βιβλίο που είναι για αυτή τη δημιουργικότητα που λέτε και τη σημασία ή τη μη σημασία της τέχνης.

* Το βιβλίο Κάτω Από την Επιφάνεια κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Μαρίας Βαρδοπούλου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.