Απογειώνοντας ολόκληρα στάδια: Ένα μικρό αντίο στον μεγάλο Κιθ Φλιντ

Ο Κιθ Φλιντ, πριν αφήσει αυτό τον μάταιο κόσμο, έγραψε Ιστορία με τους Prodigy. Και ταυτόχρονα, υπέγραψε πολλές μικρές ιστορίες στα live τους...

Ήταν Σεπτέμβρης του 2010. Μόλις είχε σχολάσει αλλά δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι – δεν είχε νόημα. Είχε αράξει σε ένα πεζούλι κάπου στα Εξάρχεια και έπινε την πρώτη μπύρα της ημέρας. Ήταν μια συνήθεια που την είχε καθιερώσει όλο το καλοκαίρι που είχε προηγηθεί. Ήταν με διαφορά ένα από τα χειρότερα καλοκαίρια της ζωής του. Και το απάλευτο είναι ότι μάλλον θα ακολουθούσαν και άλλα τέτοια.

Δεν είχε πάει ούτε μια μέρα διακοπές. Δούλευε μέσα στην ζέστη σαν παλαβός και την μοναδική μέρα της εβδομάδας που είχε ρεπο βαριόταν τη ζωή του να τρέχει σε παραλίες – και κάπως έτσι δεν είχε κάνει ούτε ένα μπάνιο όλο το καλοκαίρι. Η μεσημεριανή μπύρα σε κάποιο πεζουλάκι του κέντρου της Αθήνας ήταν από τις λίγες μικρές χαρές αυτών των τριών μηνών. Το άλλο μεγάλο στήριγμα ήταν η προσμονή για το live των Prodigy στο κλειστό του Τάε-Κβο-Ντο στο Φάληρο. Η μέρα για αυτό το live είχε ήδη φτάσει, απέμεναν λίγες ώρες πλέον.

Το εισιτήριο το είχε πάρει από τις αρχές του καλοκαιριού. Είχε σκάσει περίπου 50 ευρώ αλλά ήθελε να είναι σίγουρος πως ότι και αν γίνει θα μπει στον χώρο του live. Η παρέα του τον κορόιδευε. Έπαιζαν οι Prodigy, είναι δυνατόν να πλήρωναν εισιτήριο; Μιλάμε για τους Prodigy, την μπάντα που μόνο και μία νότα της εξέπεμπε τσαμπουκά και αλητεία (και ας επρόκειτο για κάτι εκατομμυριούχους που τα έπαιρναν χοντρα), το συγκρότημα που προκαλούσε αδιάλλακτες εκρήξεις μπάχαλων. Η είσοδος στον συναυλιακό χώρο με την μέθοδο του «ντου» δεν ήταν απλά εφικτή. Ήταν επιβεβλημένη, αναγκαία. Ήταν μέρος του συνολικότερου πανικού που περιλάμβανε το live, κάτι σαν προθέρμανση για τον χορό που θα έπαιζε μέσα στο γήπεδο όταν θα ξεκινούσε η συναυλία.

Εκείνος, προφανώς, δεν θα το ρίσκαρε βέβαια: αν μια στο εκατομμύριο το «ντου» δεν πετύχαινε και έμενε εκτός συναυλίας, δεν θα την πάλευε. Την τρέλα του δεν μπορούσαν να την καταλάβουν οι υπόλοιποι. Μπορεί εκείνο το καλοκαίρι να χτυπιόντουσαν σαν τρελοί και παλαβοί κάθε φορά που στα πάρτυ του Στρέφη έμπαινε το «Invaders must die» (το πιο πρόσφατο χιτάκι τους) αλλά τη σχέση που είχε ο ίδιος με τους Prodigy δεν την είχε κανένας εξ’ αυτών – και συν τοις άλλοις, αυτοί είχαν πάει και διακοπές. Τους είχε χάσει και το 2004, δεν έπαιζε να το ρίσκαρε ξανά.

https://www.youtube.com/watch?v=gTw2YvutJRA

Γύρω στις 6, μια ευρύτερη παρέα από καμιά 20αριά άτομα είχε μαζευτεί στα πέριξ του πάρκου. Σιγά-σιγά, χωρισμένοι σε μικρότερες υποπαρέες, ξεκίνησαν για το Φάληρο. Άλλοι με μηχανάκια, άλλοι με τα Μέσα, μερικοί μοιράστηκαν ταξί. Όλοι όμως με διάθεση να μπουν στον χώρο με «ντου». Εκτός από τον ίδιο: το «μαγικό χαρτάκι» ήταν στην τσέπη του και ας μην το χρειαζόταν ποτέ. Τελικά, όντως δεν το χρειάστηκε ποτέ: η ευρύτερη παρέα μπούκαρε με χαρακτηριστική ευκολία στο κλειστό.

Όταν μπήκαν μέσα, η αρένα ήταν ήδη φίσκα. Θα έπρεπε να σπρώξει και να σπρωχτεί πολύ για να φτάσει στο κάγκελο, ακριβώς μπροστά από τη σκηνή αλλά θα το έκανε. Ξεκίνησε την πορεία αυτή μόνος του: ας έβλεπε το live χωρίς παρέα. Έτσι κι αλλιώς, το απωθημένο να δει την μπαντάρα με την οποία είχε μεγαλώσει ήταν μια τόσο προσωπική επιθυμία που η αλληεπίδραση με την παρέα του θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη κάτα τη διάρκεια της συναυλίας.

Όταν έφτασε σχετικά κοντά στην σκηνή -δεν έπιασε κάγκελο αλλά έφτασε αρκετά κοντά- ήταν και η στιγμή που την πρόσεξε. Ήταν μελαχρινή, κοντοκουρεμένη, με ένα σκουλαρίκι κρίκο στην μύτη (πολύ φτωχή «διακόσμηση» σε σχέση με τα σκουλαρίκια που έπαιζαν τριγύρω του σε εκείνο το live) και μια μπλε μπλούζα με το σήμα του Σούπερμαν στη μέση. Σκάλωσε για λίγο μαζί της αλλά δεν πρόλαβε να το συνειδητοποιήσει καν: τα φώτα έπεσαν, οι Prodigy βγήκαν στη σκηνή, ο πανζουρλισμός παρήγαγε ήχους που θα μπορούσαν να σπάσουν τζάμια.

Breathe, Omen (ω θεοί, τι άρρωστη κομματάρα ήταν εκείνη), Poison: οι Prodigy τους έπιασαν από τα μούτρα για τα καλά με το που βγήκαν στη σκηνή. Ο ίδιος ήταν τόσο μπροστά που μπορούσε να τους δει καθαρά. Ήταν λίγο απομυθοποίηση η εικόνα τους, ο επαγγελματικός τρόπος που έπαιζαν και κινούνταν πάνω στη σκηνή έβγαζε μια ψυχρότητα και μια διεκπαιρέωση που ήταν παντελώς αναντίστοιχη της κ@υλας που προκαλούσε η μουσική τους. Αλλά δεν είχε και πολύ σημασία: χιλιάδες σώματα πήγαιναν πάνω-κάτω ταυτόχρονα με τέτοιο τρόπο που δεν υπήρχε επιλογή για τα μενονωμένα άτομα.

Κάποια στιγμή, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Σπρώχτηκε αυτός, σπρώχτηκε και εκείνη, βρέθηκαν να χορεύουν μαζί πριν καν το καταλάβουν. Τελικά, είδαν ολόκληρη τη συναυλία μαζί. Ενδιάμεσα ενός τραγουδιού φώναξε στο αυτί του: «Πως σε λένε;». Της απάντησε, του είπε και εκείνη το όνομά της, δεν είπαν τίποτα άλλο, οι Prodigy ήταν στην σκηνή, ο Κιθ ούρλιαζε και χτυπιόταν (λίγο επιτηδευμένα όπως μπορούσαν να επιβεβαιώσουν όσοι ήταν μπροστά-μπροστά), το κλειστό του Φαλήρου πήγαινε πάνω-κάτω: δεν ήταν ώρα για παραπάνω κουβέντες.

Ανάμεσα στη μίνι διακοπή και το encore φασώθηκαν. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η ένταση των Prodigy άλλωστε δημιουργούσε μια ανάγκη και ταυτόχρονα το μέσο της επίλυσής της: ήταν μια εσωτερική ανάγκη για ξέσπασμα και η λύση της ήταν η ίδια η μουσική τους. Η μίνι διακοπή αφαιρούσε τη μουσική και άφηνε την ανάγκη για ξέσπαμα να αιωρείται. Οι δυο τους έπρεπε να την διοχετεύσουν κάπου αλλού και έτσι αντάλλαξαν μερικά φιλιά. Σε άλλη συνθήκη η αμοιβαία τους έλξη δεν θα εκφραζόταν τόσο γρήγορα αλλά εν μέσω ενός live των Prodigy διαφοροποιείται η πραγματικότητα.

Οι Prodigy βγήκαν ξανά με «Take me to the hospital» και με «No Good». Έχουν τόσα χιτ οι καταραμένοι που αναρωτιέσαι αν ο Κιθ έχει κάποιο μεταφυσικό χάρισμα να παράγει τη μια επιτυχία μετά την άλλη. Η τελευταία νότα του τελευταίου κομματιού έμοιαζε σαν να άφησε αιωρούμενο στον αέρα τον κόσμο που χοροπηδούσε. Τα φώτα άνοιξαν ξανά, ο κόσμος άρχισε να ξαποσταίνει πριν πάρει την απόφαση να την κάνει προς την έξοδο. Του έπιασε το χέρι και του είπε: «Τα λέμε». Την χαιρέτησε και εκείνος. Το κορίτσι με τα κοντά μαλλιά και την μπλε μπλούζα κατεύθυνθηκε προς την έξοδο μαζί με την παρέα της – μόλις εκείνη τη στιγμή πρόσεξε ότι δεν ήταν μόνη της.

Εκείνος έκατσε με την πλάτη στα κάγκελα. Ένιωσε έναν γλυκό πόνο κούρασης να εκτονώνεται σε όλο του το σώμα. Και καθώς την κοιτούσε να απομακρύνεται, ένα πράγμα στριφογυρνούσε στο μυαλό του: «Μα τι live ήταν αυτό…».