Υπάρχει ένα σημείο στην Καινή Διαθήκη, που αναφέρεται στην ομoφυλοφιλία και ειδικότερα, στην πράξη ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου φύλου. Η χαρακτηριστική έννοια που χρησιμοποιείται στο εν λόγω σημείο προκειμένου να περιγράψει συνοπτικά τη συγκεκριμένη πράξη είναι η λέξη «βδέλυγμα». Πρόκειται για μια πράξη δηλαδή -κατά την Καινή Διαθήκη- που προξενεί αποστροφή, είναι σκέτη αηδία, ένα αληθινό σίχαμα.
Κάπως έτσι διάλεξε το καλλιτεχνικό του όνομα ο ράπερ Αντώνης Μανουσάκης: υπήρξε το Βδέλυγμα. Δηλωμένος oμoφυλόφιλος, οικειοποιήθηκε για τον εαυτό του με περηφάνια τον χαρακτηρισμό, που ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας θα χρησιμοποιούσε προκειμένου να τον περιγράψει με βάση τις προτιμήσεις του.
Το Βδέλυγμα έφυγε από ανάμεσά μας εν μέσω της πρωτόγνωρης απομόνωσης στα σπίτια μας, που γνωρίζουμε τις τελευταίες μέρες λόγω κορωνοϊού. Μόλις στα 28 του, κουβαλώντας πολλούς «δαίμονες» μέσα του, έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Η είδηση της αυτοκτονίας του Βδελύγματος δεν κατέλαβε ιδιαίτερα μεγάλο χώρο στην ειδησεογραφία της ημέρας, έγιναν απλά μερικές ξερές αναφορές στο γεγονός – ούτε τρελά αφιερώματα, ούτε τίποτα. Και αυτό όχι τόσο λόγω κορωνοϊού, που άλλωστε απόλυτα λογικά αποτελεί το νούμερο ένα θέμα ενασχόλησης των ΜΜΕ, αλλά κατά βάση διότι το Βδέλυγμα δεν υπήρξε ποτέ μια mainstream φιγούρα.
Ούτε καν στα ίδια τα στενά πλαίσια του hip hop: το κοινό του ήταν συγκεκριμένο και ειδικό (πλην ιδιαιτέρως φανατικό…). Η ίδια η μουσική του άλλωστε, οι στίχοι του, οι μελωδίες του είχαν παραχθεί λες και προοριζόντουσαν για τους λίγους που μπορούσαν να εναρμονιστούν με τη ψυχοσύνθεσή του. Υπό μια έννοια, αυτό γινόταν συνειδητά.
Στις ελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει, είχε ξεκαθαρίσει πως ο μεγάλος του στόχος είναι να ζει από την μουσική που ο ίδιος παράγει. Αυτό ωστόσο δεν σήμαινε πως αυτόματα θα δεχθεί να βάλει τη παραμικρή σταγόνα νερού στο καλλιτεχνικό του κρασί. Οι στίχοι του ήταν άβολοι, ιερόσυλοι, ενοχλητικοί, απόλυτα γοητευτικοί σε ορισμένα σημεία τους και ταυτόχρονα, απόλυτα underground, φτιαγμένοι για μια πόλη που υπάρχει, ζει και αναπνέει κάτω από την κυρίαρχη πραγματικότητα της υπόλοιπης πόλης.
Ο όρος underground, πολλές φορές χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να περιγράψει τα έργα τέχνης που δεν είναι δημοφιλή. Στην πραγματικότητα, underground είναι οι τάσεις που δεν χωράνε στα εμπορικά καλούπια, που είναι εξαιρετικά ανειρήνευτες με την κοινοτοπία της επιφάνειας του κόσμου.
Το Βδέλυγμα υπήρξε περήφανος εκπρόσωπος της underground αισθητικής και αντίληψης των πραγμάτων. Πορεύθηκε, αγαπήθηκε και σε πολλές περιπτώσεις, μισήθηκε με γνώμονα την αρχή πως είναι η σκληρή πραγματικότητα και οι ακατέργαστες σκέψεις, που αξίζουν να γίνουν τέχνη – διαφορετικά δεν έχει νόημα…
Η ρομαντικοποίηση καλλιτεχνών που παλεύουν κόντρα στους προσωπικούς του δαίμονες και μετασχηματίζουν σε τέχνη αυτή τους την πάλη είναι μια πολύ συχνή τάση του κοινού – όχι τυχαία, πολλοί από αυτούς τους καλλιτέχνες γίνονται γνωστοί μετά τον θάνατό τους. Παρά την γοητεία που ασκεί ωστόσο ο ανθρωπότυπος του «καταραμένου καλλιτέχνη», πολλές φορές είναι και η απόδειξη πως η έμπνευση μπορεί και να συνοδεύεται όχι από ένα αίσθημα ευλογίας αλλά από ένα άσχημο εσωτερικό σκοτάδι. Το Βδέλυγμα είναι μια τέτοια περίπτωση.
Όπως και να έχει, η κυνική του, ακατέργαστη ευαισθησία θα γοητεύει πάντα όσους γούσταραν τη μουσική του. Και ίσως, πλέον να την ανακαλύψουν και άλλοι…