Ο θρήνος που σηματοδοτεί ο θάνατος ενός διάσημου για τους οπαδούς του, δεν είναι ποτέ ένας θρήνος για εκείνον. Είναι ένας θρήνος για τις αναμνήσεις μας, για την περίοδο της ζωής μας που τον ανακαλύψαμε, είναι ένας θρήνος για ένα δικό μας κομμάτι που χάνεται μαζί του. Άπειροι άνθρωποι ανά τον κόσμο νιώθουν ακριβώς έτσι από τη στιγμή που έγινε γνωστό πως ο Μαρκ Λάνεγκαν, ο θρυλικός ρόκερ από το Σιάτλ, πέθανε σε ηλικία 58 χρονών.
Στην Ελλάδα ο Μαρκ Λάνεγκαν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, με τον ειδικό τρόπο που συνήθως το ελληνικό κοινό αγαπάει φωνές σαν την δική του: βαθιές και βραχνές, λυρικές και μελαγχολικές. Όπως ο Νικ Κέιβ ή ο Σίβερτ Χόγιεμ, τραγουδιστές που όσες φορές και αν έρθουν στα μέρη μας πάντα το κοινό τους θα είναι πιστό κάτω από την σκηνή, έτσι και ο Λάνεγκαν υπήρξε για την Ελλάδα μια πολύ αγαπημένη περίπτωση.
Το πραγματικά σπουδαίο με αυτόν είναι πως κάθε δισκογραφική δουλειά του ήταν αντικατόπτριζε και ένα προχώρημα στην ίδια του την ψυχοσύνθεση. Είναι πραγματικά συναρπαστικό όταν συμβαίνει αυτό με καλλιτέχνες που παράγουν έργα επί δεκαετίες: το να μπορείς να «βλέπεις» ποιος ήταν στα 20 και στο ποιος έχει μεταξελιχθεί στα 50 του και όλα αυτά ακούγοντας τα τραγούδια που έχει γράψει στις αντίστοιχες ηλικίες, αποτελεί μια πραγματική κατάθεση ψυχής προς το κοινό. Ο Λάνεγκαν ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός ως προς αυτό.
Με τη φυγή του μειώνεται ακόμα παραπάνω η θρυλική σκηνή του Σιάτλ, εκείνη που στα 90s επαναπροσδιόρισε το αμερικάνικο ροκ, διαμόρφωσε μια ολόκληρη γενιά και έμεινε στην ιστορία ως Grunge. Εμβληματικός τραγουδιστής των Screaming Trees, της μπάντας που μαζί με τους Νirvana, τους Pearl Jam, τους Soundgarden και τους Alice in Chains συναποτέλεσαν την «Αγία Πεντάδα» της μεγάλης σκηνής του Σιάτλ, μετά τον δικό του θάνατο, μόνο ο Έντι Βέντερ, ο τραγουδιστής των Pearl Jam παραμένει στη ζωή. Οι υπόλοιποι frontmen εκείνης της παρέας μας έχουν πλέον αφήσει.
Το πιθανότερο είναι πως οι Screaming Trees έχουν την τιμητική τους την επόμενη του θανάτου του Μαρκ Λάνεγκαν: δεν πρέπει να υπάρχει οπαδός του grunge που να μην ξαναλιώνει τις δουλειές τους, να μην ακούει ξανά τις ερμηνείες της βαθιάς φωνής του frontman τους συνοδευόμενες από αυτόν τον σκληρό, κιθαριστικό ήχο που ήρθε με τον πληθωρισμό του στα 90s να πάρει την άτυπη ηγεμονία από το metal, προτού «σβήσει» σαν άγριο, εφηβικό πνεύμα που ενηλικιώνεται.
Τι ειρωνία: ο Λάνεγκαν κατάφερε να επιβιώσει από εκείνη την εποχής των μεγάλων καταχρήσεων και κρεπάλης, έμεινε όρθιος τις επόμενες δεκαετίες αρνούμενος να έχει τον στεροτυπικό θάνατο των εδραιωμένων ροκ σταρ που οδεύουν στη μέση ηλικία, έκοψε τα ναρκωτικά και το αλκοόλ για δέκα περίπου χρόνια αλλά η ζημιά που του άφησε ο κορωνοϊός αποδείχθηκε καθοριστική για την υγεία του. Είχε κάνει το λάθος να μην εμβολιαστεί αλλά όταν προσβλήθηκε από τον κορωνοϊό και έμεινε σε κώμα για κάποιες μέρες και όταν επανήλθε ήταν πλέον φανατικός υπέρμαχος του εμβολιασμού. Όπως φάνηκε, ήταν πλέον αργά για αυτόν.
Είναι κρίμα γιατί λίγο πριν τα 60 του έμοιαζε να βρίσκεται στην πιο «σοφή» φάση της ροκ πλευράς του, χάριζε το ένα διαμάντι μετά το άλλο, έδειχνε πως οι μεγάλοι ροκάδες δεν πεθαίνουν ποτέ. Μουσικά τουλάχιστον.
RIP μεγάλε Μαρκ Λάνεγκαν.