Νοσταλγία για το παρόν

Με τα πόδια στο κενό, την ψυχή στο στόμα…

…μάρμαρο… αυλία…χρόνια.

Δεν την καταλαβαίνω.

Πρέπει να πλησιάσω περισσότερο, μα δε θέλω.

Μη με αδικείτε: ποιος θα πλησίαζε μία γριά με καμπούρα που κάνει αυτήν του Κουασιμόδου να μοιάζει με σύσπαση μυός, που είναι ξυπόλυτη, βρόμικη και που μυρίζει έντονα- κι όχι ακριβώς Chanel No5;

Και το χειρότερο όλων είναι πως η γριά «πλέκει» λέξεις μ’ έναν εξαιρετικά ιδιόμορφο τρόπο σ’ έναν απρόσμενα αποκρουστικό χώρο: σε μια σπηλιά καμωμένη από προϊστορική λάσπη, που με οδηγεί στο να αισθάνομαι λάσπη. Τουλάχιστον ψυχικά.

Η φωτιά που καίει στο κέντρο κάνει την σκιά της να φαίνεται αληθινά μακριά, φέρνοντας στο νου τον Νοσφεράτου, ενώ οι αργές κινήσεις των γεμάτων αρθρίτιδα χεριών της δε βοηθούν στο να πέσουν οι παλμοί μου σε τριψήφιο, έστω, νούμερο.

Όταν όμως γυρίζει το κεφάλι της αφύσικα γρήγορα για γυναίκα της (προχωρημένης) ηλικίας της και καρφώνει τα μάτια της στα δικά μου, το βλέμμα της με μαγνητίζει. Δε μιλάει, μα γεννάει λέξεις. Τα χέρια της πλέκουν-πλέκουν-πλέκουν. Η γυναίκα εκφράζεται χωρίς να κινεί τα χείλη της.

Κάτσε μαζί μου.

Δε… Δεν ξέρω.

Θα σου δείξω μία θάλασσα.

Όχι, όχι σε παρακαλώ. Όχι μετά τα όσα έγιναν στην Πύλο.

Εννοούσα μια λαοθάλασσα.

Ίσως μια άλλη φορ…

Εσύ ήρθες να με βρεις. Ξέρεις τι κάνω: πλάθω ιστορίες, τους εμφυσώ ζωή, τις πασπαλίζω με χρυσόσκονη και τις αφήνω να βρουν τον δρόμο τους. Στην ψυχή σου.

Δείξε μου.

Τα χέρια της κινούνται μανιωδώς, το έδαφος από κάτω μας μετατρέπεται σε διάφανο και βλέπω, αίφνης, το Καλλιμάρμαρο. Με κόσμο. Λάθος, επαναδιατυπώνω: με πολύ, πάρα πολύ κόσμο. Αν η αστική μου ευγένεια και η ανατροφή μου (γαλλικά για 4 μήνες στην 3η δημοτικού και πιάνο για 43 εβδομάδες, πριν η δασκάλα μου πάθει έμφραγμα όταν διαπίστωσε ότι δολοφόνησα, σε συνέχειες, τον Μπαχ) μού το επέτρεπαν, θα έλεγα ότι γίνεται της πουτ@νας. Αν, όμως.

Σε μια κίνηση ταιριαστής λυρικότητας, 50.000 κόσμου περιμένουν τον καλλιτέχνη να βγει επί σκηνής για να γιορτάσουν μαζί τα 50 του χρόνια στο τραγούδι. Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για τη μεγαλύτερη συναυλία των τελευταίων πολλών ετών. Μπροστά της, η αντίστοιχη του ΛΕΞ στην Αθήνα μοιάζει με σκόρπια διαδήλωση.

Να ’τος. Ευσταλής, παρά τα 73 του χρόνια, με τα ίδια μακριά μαλλιά όπως τότε, με την ίδια γαμψή μύτη, η οποία θα έπρεπε να φυλάσσεται στο Μ.Σ.Ε. (Μουσείο Σπάνιων Ευρημάτων). Με την ίδια, σχεδόν, «αρραγή» φωνή.

Ο τραγουδιστής εύχεται χρόνια πολλά σε μένα, σε σένα, στα παιδιά που τα θέλουνε όλα, μας εκλιπαρεί να τον αφήσουμε να κάνει λάθος εν μέσω τρίτου Παγκόσμιου, φοράει μία άσπρη καμπαρντίνα και ενημερώνει το αλαλάζον πλήθος ότι φοβάται γι’ αυτά που θα γίνουν γι’ αυτόν χωρίς αυτόν, ακουλουθεί την αγαπημένη του και πάνω της κολλάει σαν φανελάκι καλοκαιρινό, αναφωνεί «ΕΛΛΑΣ!» και το στάδιο σείεται, μιλάει για τον Γουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.

Το κοινό, εμείς, τον πληροφορεί πως μοναδικός λόγος της ύπαρξής του είναι για να τον ακούει, έπειτα τον ενημερώνει ότι- παρά το γεγονός πως δύσκολα θα τον μπέρδευε κανείς με τον Μπραντ Πιτ αν τον έβλεπε στον δρόμο- είναι καύλα και δε χωράει αμφισβήτηση επ’ αυτού (τελεία και παύλα) και αδημονεί για την συνέχεια.

Η αναφορά στο ξεκίνημά του πίσω στο μακρινό 1973 και την Γερμανία, η Αριστερά που πλανάται στον αέρα (τι περίεργο, αλήθεια, που μια χώρα που αμφιρρέπει ολοένα και περισσότερο μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς αποθεώνει αριστερούς καλλιτέχνες για τα πιστεύω τους…), οι φακοί των κινητών που, ως δια μαγείας, ανάβουν όλοι μαζί- τα πάντα σχηματίζουν ένα σκηνικό που φέρνει στο νου εκείνον τον στίχο: αν η μουσική είναι η τροφή της αγάπης, τότε παίξε κι άλλο.

Και παίζει.

Όχι με την ίδια ένταση του αεικίνητου ροκά των περασμένων δεκαετιών, όχι χωρίς κάποια λάθη, μα με μια πρωτοφανή γλυκύτητα, με μια ηρεμία που η ανεπανάληπτη φωνή του αγκαλιάζει νοητά, έναν-έναν, και τους 50.000 ανθρώπους που ήθελαν να ζήσουν την ιστορία σε ενεστώτα χρόνο.

Όταν, μετά από 2.5 ώρες συλλογικής μυσταγωγίας, ξεστομίστηκε από μικροφώνου το «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη» ήταν σαφές ότι το παιχνίδι παίζεται, παίζεται ακόμα.

Παιζόταν τότε.

Παίζεται τώρα.

Θα παίζεται για πάντα.

Επανέρχομαι απότομα στην πραγματικότητα. Θέλω ν’ αναφωνήσω εκστασιασμένος «Τι βραδιά!», όμως τα σπινθηροβόλα, ημίτυφλα μάτια της ηλικιωμένης κυρίας (που, τώρα το πρόσεξα, φοράει έναν γαλανόλευκο μανδύα αντί για το σύνηθες μαύρο) μου κόβουν τη φόρα.

Με κοιτάζει. Τα χέρια της κινούνται. Για λίγο. Γράφει κάτι ακόμα. Μία λέξη που θα κάνει όλη αυτή την περίεργη ιστορία ν’ αποκτήσει νόημα. Θα τη βοηθήσει να σταματήσει να τρεκλίζει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ασάφειας- ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, της μερικούς κατανόησης- και θα την αναγκάσει να πέσει στην αγκαλιά της συναυλιακής αθανασίας.

50.000 κόσμος. 14 του Ιούνη, στο Καλλιμάρμαρο. Για τα 50 χρόνια.

Η λέξη είναι έτοιμη. Πέφτει στα χέρια μου την στιγμή που αναλογίζομαι πως πράγματι αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.

Σκύβω το κεφάλι. Διαβάζω.

Ναι, τώρα εξηγούνται όλα.

Λέει: Βασίλης.