Γενιές και γενιές έχουν τραγουδήσει τ’ όνομά του.
Αναφέρονται σ’ αυτόν σαν να ‘ναι δικός τους άνθρωπος.
Και πάνω στο τσακίρ κέφι (ου μην και πάνω σε κάποιο τραπέζι) έχουν συμμεριστεί τον καημό του καλλιτέχνη:
«Δεν ξανακάνω φυλακή,
με τον Καπετανάκη
που ‘χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε»…
Πέραν λοιπόν του ότι αποτελεί σήμα κατατεθέν του… μερακλώματος, το συγκεκριμένο τραγούδι είναι μνημειώδες και για δυο διαχρονικές απορίες:
Ποιος είναι τελοσπάντων αυτός ο Καπετανάκης;
Και τι είναι η… ντούγκλα που έχει στο μουστάκι;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα βασίζεται σε μια κυρίαρχη θεωρία:
Παρόλο που ηλικιακά δεν προκύπτει βιωματική σχέση του στιχουργού και ερμηνευτή, Παναγιώτη Μιχαλόπουλου μαζί του, πρόκειται πιθανότατα για διευθυντή των φυλακών της Παλαιάς Στρατώνας στο Μοναστηράκι.
Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και επιβλητικός, ενώ το μουστάκι του ήταν περιβόητο.
Θεωρείται, δε, ότι το περιποιούταν και το πρόσεχε σε τέτοιο βαθμό, που όταν κοιμόταν το έβαζε σε… μυστακοθήκη!
Και αυτή η εκδοχή ενισχύει την επικρατούσα άποψη και για τη δεύτερη απορία…
Ανέκαθεν λοιπόν ο συγκεκριμένος στίχος συμπεριλαμβανόταν σε αυτούς που μπέρδευαν πολλοί.
Αντί για «ντούγκλα» στο μουστάκι τραγουδούσαν «μπούκλα».
Ακόμα και ο σωστός στίχος ωστόσο, από ένα… λάθος προέκυψε!
Διότι την εποχή που ο τσιγκελωτός μύστακας ήταν μόδα, πολλοί άνδρες επεδίωκαν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Χρησιμοποιούσαν κερί ή κρέμες για να πετύχουν και να διατηρήσουν το ιδανικό σχήμα.
Και μια από τις πιο διαδεδομένες κρέμες ήταν αυτή με την ονομασία «Douglas».
Μιλάμε ωστόσο για μια εποχή όπου η γνώση των αγγλικών δεν ήταν ακριβώς διαδεδομένη.
Θυμίζεται η χαρακτηριστική ατάκα του «Ζήκου» ότι δεν μπορούσε να διαβάσει το κουτί (η ετικέτα του οποίου είχε πολλά μασκαριλίκια πάνω) επειδή τα γράμματα ήταν… «τ’ ανάσκελα».
Οπότε η έλλειψη προφοράς και το διάβασμα της λέξης ακριβώς όπως την έβλεπαν γραμμένη είχε ως αποτέλεσμα να μείνει ως «ντούγκλας».
Και να επικρατήσει τελικά το «ντούγκλα»!
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εκδοχή (πάλι βασισμένη σε λάθος διάβασμα της λέξης).
Σύμφωνα με αυτήν, ο όρος οφείλεται στον Douglas Fairbanks.
Έναν γνωστό Αμερικανό ηθοποιό, που έζησε από το 1883 ως το 1939 και μεσουρανούσε την εποχή που γράφτηκε ο στίχος.
Είχε παίξει σε ταινίες όπως ο Ζορό (1920), ο Κλέφτης της Βαγδάτης (1924) και ο Ρομπέν των Δασών (1922) και υπήρξε παγκόσμιο είδωλο.
Έχοντας κάνει μόδα λοιπόν το λεπτό μουστάκι του, πολλοί επιχειρούσαν να το αντιγράψουν.
Και όταν κάποιος ήθελε ν’ αναφερθεί σε κάτι αντίστοιχο, έλεγε:
«Αυτός έχει μουστάκι (α λα) Ντούγκλας».