Ένας νέος ακούγοντας τραγούδια του Κηλαηδόνη πιθανότατα να μην πιάσει με τη μία την έκταση και τη σημασία της ύπαρξης και της παρουσίας του στην ελληνική μουσική σκηνή. Οι ήχοι και οι στίχοι του Λουκιανού έτσι κι αλλιώς έμοιαζαν παράξενοι κι έξω από το τετριμμένο και συνηθισμένο, ακόμη και στην εποχή του.
Τώρα που έκλεισε τους λογαριασμούς του με τα εγκόσμια, αυτός ο ιδιαίτερος καλλιτέχνης θα συνεχίσει να αναμετράται με την ιστορία και τη θέση που εκείνη θα του δώσει στις σελίδες της, αν και για ορισμένες από τις δουλειές του έχει αποφανθεί οριστικά και τον έχει κατατάξει σε εκείνο το ξεχωριστό κεφάλαιο στο οποίο μπαίνουν οι καινοτόμοι. Αυτοί που άνοιξαν νέους δρόμους σε συνήθειες και συνειδήσεις.
Το Πάρτι στη Βουλιαγμένη ως γεγονός ξεπέρασε ακόμη και τις προσδοκίες του ίδιου του δημιουργού, που συνέλαβε την ιδέα, δούλεψε μέρα-νύχτα για έναν ολόκληρο χρόνο και στο τέλος προσπαθούσε μέχρι κι αυτός να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ. Ήταν 25 Ιουλίου 1983 μια Δευτέρα με πανσέληνο και ο τρόπος που αντιλαμβανόταν ο κόσμος την έννοια της συναυλίας θα άλλαζε για πάντα.
Είχαν προβλεφθεί 25.000 θεατές και ανάλογος ήταν ο αριθμός των εισιτηρίων. Σε κάποιους το νούμερο ακούστηκε υπερβολικά αισιόδοξο. Πώς θα μπορούσε μέσα στο κατακαλόκαιρο να μαζευτεί τόσος λαός στην Αθήνα; Οι μαρτυρίες για το πόσοι τελικά βρέθηκαν εκεί, στο πάρτι της ζωής τους, ποικίλουν. Όσοι το έζησαν, μιλάνε για 50.000. Άλλοι φτάνουν στο σημείο να κάνουν λόγο για 80.000. Κάπου ανάμεσα ίσως να βρίσκεται η αλήθεια, η ουσία όμως δεν κρύβεται στους αριθμούς, αλλά στο συναίσθημα.
Πάντα υπάρχει η τάση όταν κοιτάς τα πράγματα από χρονική απόσταση να τα κάνεις να φαίνονται λίγο μεγαλύτερα ή σπουδαιότερα από ό,τι ρεαλιστικά ήταν, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον έχει συμβεί το αντίθετο. Μόνο όσοι το έζησαν από πρώτο χέρι μπορούν να περιγράψουν τον γενικό ξεσηκωμό που είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας επανάστασης. Ευτυχώς, μουσικής. Ατέλειωτες ουρές από αυτοκίνητα είχαν φρακάρει στην παραλιακή. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, κατέφταναν με οποιονδήποτε τρόπο εκεί, ακόμη και κολυμπώντας από τις γειτονικές παραλίες. Πήδηξαν φράχτες και προσπέρασαν τους λιγοστούς αστυνομικούς σε αυτό που μπορεί εύκολα να βαφτιστεί το μεγαλύτερο «ντου» που είχε καταγραφεί ως τότε.
Η ραδιοφωνική κάλυψη από την ΕΡΤ με παρουσιαστή τον Γιάννη Πετρίδη συνέβαλε ώστε το πάρτι να μεταβληθεί σε… κίνημα και να ωθήσει ακόμη πιο πολλούς στο να θέλουν να συμμετάσχουν σε αυτήν την εκδήλωση που έμοιαζε με δήλωση ελευθερίας και μαρτυρούσε μια Ελλάδα που πάλευε να αφήσει πίσω της την πολιτική και κοινωνική καταπίεση των περασμένων δεκαετιών.
Από τη σκηνή πέρασαν η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ο Βαγγέλης Γερμανός κι ακολούθησε ο Διονύσης Σαββόπουλος που έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν αντίκρισε το πλήθος που βρισκόταν εκεί και απλά περνούσε καλά. Όπως θα έκανε οποιαδήποτε παρέα μαζευόταν το βραδάκι σε μια παραλία. Απλά η συγκεκριμένη αποτελούνταν από δεκάδες χιλιάδες φίλους, χωρίς η αίσθηση ή το κλίμα να χαλάει από τους αριθμούς.
Μετά τα μεσάνυχτα -και με το ολόγιομο φεγγάρι να αποτελεί τον καλύτερο φωτισμό- η συναυλία ή πάρτι ή όπως αλλιώς μπορεί να το περιγράψει κανείς, συνεχίστηκε με την πλωτή σκηνή να τη μοιράζονται (εκτός από τους προαναφερθέντες) η Μαντώ, η Αφροδίτη Μάνου και ο Γιώργος Νταλάρας, ενώ νωρίτερα οι ρυθμοί τζαζ και σουίνγκ από την πιανίστα Νέλλη Σεμιτέκολο είχαν παντρευτεί με τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπωρου που έσκασε μύτη με ένα τρεχαντήρι…
Το τυπικό μέρος του… event έκλεισε γύρω στις 2 τα ξημερώματα όταν ο Κηλαηδόνης με τον Νταλάρα τραγούδησαν το μελαγχολικό «Θερινά Σινεμά». Ένα κομμάτι που μιλά για «νύχτες που περνούν και δεν θα ξαναρθούν», όπως εκείνη του καλοκαιριού του ’83.
Ο «φτωχός και μόνος καουμπόι» έφυγε από τη σκηνή έχοντας αλλάξει μια για πάντα τα μουσικά δρώμενα, αλλά άφησε πίσω του χιλιάδες που έμειναν εκεί ευτυχισμένοι από αυτήν την αποποινικοποίηση της χαράς που ουσιαστικά αποτέλεσε το Πάρτι της Βουλιαγμένης. Κι αν το σκεφτείς καλύτερα, θα αντιληφθείς πως ακριβώς αυτό το τελευταίο είναι και η μεγαλύτερη κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο Λουκιανός και μπορείς να το διαπιστώσεις ακούγοντας τις μουσικές του. Αν δεν το έχεις κάνει ήδη, ο θάνατός του είναι -δυστυχώς- μια… κακή αφορμή για να το κάνεις. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη.