Δεν άντεξε την παγωνιά, πέθανε στο δρόμο: Όταν ο Ζαμπέτας τραγούδησε τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου

Μια ωδή στην μοναξιά και την αποξένωση

Σχεδόν συνώνυμος με την λαϊκή διασκέδαση και ο ορισμός του «γλεντζέ», κυρίως λόγω των κομματιών του που ακούστηκαν σε αναρίθμητες ελληνικές ταινίες, ο Γιώργος Ζαμπέτας έγραψε και τραγούδια εντελώς διαφορετικού ύφους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει και ένα το οποίο βασίζεται σε μια πραγματική και θλιβερή ιστορία.

Ένα από τα πρόσωπα που κυριάρχησαν στο μουσικό στερέωμα της Ελλάδας την δεκαετία του ’60 ήταν αναμφίβολα ο Γιώργος Ζαμπέτας. Ήταν η εποχή που έγραψε αναρίθμητες επιτυχίες ως συνθέτης, σε κάποια από τα κομμάτια του με την φωνή του έχοντας πάντα στο πλευρό του την Μανταλένα, ενώ ανέδειξε και μεγάλες φωνές, με κορυφαίο παράδειγμα αυτό της τεράστιας Βίκυς Μοσχολιού.

 

Εκείνη την εποχή σε δεκάδες ταινίες η παρέα των ηρώων κάποια στιγμή κατέληγε να διασκεδάζει σε ένα κοσμικό κέντρο, που συνήθως δεν ήταν άλλο από αυτό του Ζαμπέτα. Του ανθρώπου για τον οποίο ο μεγάλος στιχουργός, Λευτέρης Παπαδόπουλος, είχε πει: «Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή»!

Μπορεί, λοιπόν, να μην πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για να κάνει καριέρα, αλλά πολύ συχνά περνούσε τον Ατλαντικό για περιοδείες σε πόλεις με έντονο ελληνικό στοιχείο. Έτσι ανέπτυξε και προσωπικές σχέσεις με πολλούς ομογενείς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο δημοσιογράφος Θεοδόσης Άθας, που στις αρχές της δεκαετίας του 1970 διατηρούσε κι ένα ραδιοφωνικό σταθμό στη Νέα Υόρκη.

Μεταξύ άλλων, ο Άθας έγραφε και στίχους και λόγω της γνωριμίας του με τον Ζαμπέτα, του παρουσίασε την δουλειά του και συγκεκριμένα τρία κομμάτια, ζητώντας την γνώμη του. Ο μεγάλος συνθέτης ήρθε τότε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτά και αμέσως αποφάσισε να τα μελοποιήσει. Ένα εξ αυτών ήταν και το γνωστό –πια- σε όλους «Ο Τζακ Ο’ Χάρα», αλλά και τα «Ο Λουκάς» και «Η ξανθιά κυρία», που επίσης έγιναν αργότερα μεγάλες επιτυχίες.

Οι στίχοι περιγράφουν την τραγική μοίρα του πρωταγωνιστή, όπως βίωσε την ιστορία του ο Θεοδόσης Άθας. Ο Έλληνας ομογενής, όπως και πολλοί άλλοι στην γειτονιά, γνώριζε την περίπτωσή του. Ήταν ένας άπορος άνδρας ο οποίος συχνά κοιμόταν στα παγκάκια, έχοντας χάσει δουλειά και οικογένεια. Επιβίωνε ουσιαστικά από την ελεημοσύνη των περίοικων, ενώ τα λίγα χρήματα που μπορεί να κέρδιζε από την επαιτεία κατέληγαν σε αλκοόλ.

Μοιραία, μια παγωμένη βραδιά στην πόλη της Αμερικής, ο Τζακ δεν σηκώθηκε ποτέ από το παγκάκι όταν ξημέρωσε. Κι επειδή η κατάστασή του ήταν αυτή που ήταν, δεν τον αναζήτησε κανείς… Επιπλέον, όταν οι περίοικοι ανακάλυψαν την σορό του, για ένα διάστημα έμεινε εκεί εκτεθειμένη στον χιονιά, χωρίς κανένας να παίρνει την απόφαση για το τι θα συμβεί με αυτήν. Όπως έλεγαν και οι στίχοι:

«Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ

και βγήκαν οι γειτόνοι

για να φτυαρίσουν το πρωί

και βρήκαν μες το χιόνι

της γειτονιάς το φρόκαλο

τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»…

 

Για τον Θεοδόση Άθα είχε μιλήσει ο ίδιος ο Ζαμπέτας στην Ιωάννα Κλειάσιου η οποία δημοσίευσε τη συνομιλία στο βιβλίο της με τίτλο «Γιώργος Ζαμπέτας-Βίος και Πολιτεία- Και η βρόχα έπιπτε ….στρέιτ θρου», από τις εκδόσεις «Ντέφι», καταθέτοντας τα εξής: «Οι στίχοι του είναι πολύ στενάχωροι, πολύ θλιβεροί, όλο για τον Χάρο μιλάνε. Ίσως αυτός ο άνθρωπος είχε προβλέψει πως θα πέθαινε νωρίς και πέθανε μετά από δύο χρόνια, το Μάρτη του 1973. Υπήρξε ένας μεγιστάνας της προώθησης του ελληνικού στοιχείου στην Αμερική. Ήτανε από την Καστοριά κι είχε πάει στην Αμερική 25 χρονών. Ήταν φοβερό μυαλό και είχε δημιουργηθεί καλά. Πέθανε από καρκίνο στο συκώτι»…