Μια κατηγορία μόνος του, ο Στράτος Διονυσίου δεν θα μπορούσε απλά να χαρακτηριστεί λαϊκός τραγουδιστής (ακόμα και τεράστιος) γιατί στην πραγματικότητα ήταν πολλά περισσότερα. Κυρίως, όμως, αυτό που μένει από την αύρα που έμεινε πίσω του μετά τον πρόωρο θάνατό του, είναι η αίσθηση ενός αρχοντικού ερμηνευτή που υπήρξε ο απόλυτος επαγγελματίας, παρά τα «κουσούρια» που όπως κάθε άνθρωπος κουβάλαγε στην προσωπική του ζωή.
Δύσκολα θα βρεις κάποιον που να συνεργάστηκε μαζί του πίσω στις δεκαετίες του ’60, του ’70 ή του ’80, όταν και μεσουράνησε, που θα σου πει για αυτόν κάτι κακό σχετικά με την συμπεριφορά του στα στούντιο όπου ηχογραφούσε το ένα σουξέ πίσω από το άλλο ή στην πίστα, εκεί όπου η παρουσία του δημιουργούσε μια ξεχωριστή μυσταγωγία.
Ειδικά την περίοδο που είχε φτιάξει τον δικό του χώρο κοντά στο Σύνταγμα –που έφερε το όνομά του, το «Στράτος»- η Αθήνα ένιωσε να επιστρέφει πίσω σε μια πιο αθώα (από κάποιες πλευρές) εποχή, όταν η διασκέδαση αποτελούσε διαφορετική εμπειρία. Εκεί ο Διονυσίου επανέφερε ουσιαστικά τον σεβασμό, προτιμώντας να ερμηνεύει σχεδόν σαν σε συναυλία, χωρίς σπασίματα πιάτων και με τους θαμώνες να ανεβαίνουν στην πίστα μόνο όταν ήταν απαραίτητο.
Φυσικά η φωνή του ήταν εκείνη που τον ξεχώριζε. Δεν έκανε φάλτσα ποτέ και διέθετε εκείνο το ηχόχρωμα που ήταν απόλυτα συνυφασμένο με την λαϊκότητα του ψυχισμού του, την ίδια ώρα που το παρουσιαστικό του προσομοίωνε έναν γνήσιο άρχοντα σε τρόπους και συμπεριφορές.
«Ατσαλάκωτο» συνήθιζαν να τον λένε αφού εμφανιζόταν πάντα με κοστούμι σιδερωμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια (πολύ συχνά λευκό, που όπως είπε κάποιος μόνο γαμπροί, ο Ωνάσης και ο Διονυσίου μπορούσαν να φοράνε αυτό το χρώμα χωρίς να είναι γελοίοι) και απέφευγε μέχρι και τσιγάρο να ανάψει για να μην τσακίσει ο… αγκώνας!
Εκείνα τα χρόνια είδηση αποτελούσε το να βγάλει δίσκο και να μην γίνει ανάρπαστος. Οι περισσότεροι πλατινένιοι και κάποιοι χρυσοί, στηριζόμενοι φυσικά σε εξαιρετικά ταλαντούχους συνθέτες και στιχουργούς με τους οποίους συνεργαζόταν, αλλά και στην βυζαντινή δωρικότητα της ξεχωριστής φωνής του, η οποία ήταν πάντα σε… φόρμα. Ακόμη κι αν εμφανιζόταν στο στούντιο ξενυχτισμένος και κατάκοπος, παρέμενε άψογος και δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειαζόταν μόνο ένα πρωί ή ένα απόγευμα για να ηχογραφήσει ολόκληρο δίσκο!
Αυτό ακριβώς συνέβη και με το άλμπουμ «Σαλονικιός» το οποίο προκάλεσε χαμό καθώς οι πωλήσεις ξεπέρασαν τα 100.000 αντίτυπα. Έφερε την υπογραφή του Χρήστου Νικολόπουλου στη σύνθεση και του Λευτέρη Παπαδόπουλου στους στίχους, μια συνταγή δεδομένης επιτυχίας, ειδικά σε συνδυασμό με την φωνή του Στράτου. Ο σπουδαίος Έλληνας στιχουργός, πάντως, θυμάται έντονα την ημέρα που ο Διονυσίου έφτασε στο στούντιο για την ηχογράφηση.
Μάλιστα έχει χαρακτηρίσει πρωτόγνωρη εκείνη την εμπειρία, καθώς το ραντεβού των τριών είχε οριστεί για τις 12 και ο Στράτος έφτασε αργοπορημένος κατά ένα τέταρτο, με εμφανή τα σημάδια της ταλαιπωρίας πάνω του. «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τραγουδήσω, είμαι κουρασμένος» είπε και όπως διηγείται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Έπειτα, άναψε τσιγάρο, πήρε θέση μπρος στο μικρόφωνο και άρχισε να τραγουδάει. Στις 4.30 είχε τελειώσει –13 τραγούδια– όλο τον δίσκο! Κάθε τραγούδι μια κι έξω! Και χωρίς ψεγάδι!»…