«Μη μ’ αφήσεις να πάρω ταξί…»: Το κρυμμένο διαμάντι των Ημισκούμπριων αποδομεί τον Νεοέλληνα 25 χρόνια μετά

Οδηγώ και πίνω - πίνω κι οδηγώ, γι’ αυτό μπαμπά μην τρέχεις, θα τρέχω μόνο εγώ…

Όσο μεγαλώνεις, όλο και περισσότερο το παρατηρείς.

Θέλεις-δεν θέλεις, είναι σχεδόν ακατανίκητος ο πειρασμός να μπεις στο κλασικό τριπάκι του μεσήλικα:

Τα πάντα ήταν καλύτερα στη δική σου εποχή!

Δεν ξαναβγαίνουν τέτοιοι παιχταράδες στο ποδόσφαιρο, δεν υπήρξαν ηθοποιοί σαν τα «ιερά τέρατα» των περασμένων χρόνων, δεν υπάρχει σύγκριση της μουσικής τότε και σήμερα.

Εδώ που τα λέμε όμως σε αυτό το τελευταίο ίσως να μην έχεις και τόσο άδικο.

Και μια χαρακτηριστική απόδειξη του πόσο μελαγχολική είναι αυτή η σύγκριση αποτελεί ένα ιστορικό κομμάτι των «Ημισκουμπρίων».

Ένας επικός συνδυασμός χιούμορ, σάτιρας, και δυνατών κοινωνικών μηνυμάτων.

Ένα hit πολύ μπροστά από την εποχή του, που μιλά ακόμα στις καρδιές όσων το λάτρεψαν και  μοιάζει ακόμα και σήμερα διαχρονικό:

Το «ΜΕΘ στο βολάν»!

Σε μια εποχή όπου οι νέοι βομβαρδίζονται με τραπ κομμάτια που μιλούν για… γκάνια, πόρνες και ξύλο, λάμπει ακόμα περισσότερο αυτό το κρυμμένο «διαμάντι».

Το πιο σπουδαίο, κατά πολλούς, απ’ όλα όσα εμπνεύστηκε και ερμήνευσε το συγκρότημα χιπ-χοπ που σημάδεψε τα 90s.

Με καυστικό και εύστοχο στίχο, το κομμάτι αποτέλεσε (και αποτελεί ακόμα και σήμερα) μια πραγματική γροθιά στο στομάχι.

Και ντυμένο μουσικά με μια φοβερή διασκευή του «Αγάπη μου επικίνδυνη» (το οποίο ερμήνευσε ο τεράστιος Στράτος Διονυσίου) κατάφερε κάτι σπουδαίο:

Ν’ αποδομήσει ταυτόχρονα διαφορετικές πτυχές της προβληματικής (έως αρρωστημένης) νοοτροπίας που ανέπτυξε ο νεοέλληνας στο πέρασμα των χρόνων:

Από την επίδειξη πλούτου, τη λεζάντα και τη δήθεν μαγκιά ως την εγκληματική ανευθυνότητα της οδήγησης έπειτα από κατανάλωση αλκοόλ.

Με στίχους ενδεικτικούς της έλλειψης παιδείας, όπως «το αλκοόλ από μικρό μ’ έκανε παλικάρι και βλέπω πάντα πράσινο το κόκκινο φανάρι»…

Χαρακτηριστικούς της εγωιστικής νοοτροπίας, όπως το «αν κάτι σκάσει στο φτερό τι είναι μη ρωτήσεις, άνθρωπος αν είναι, θα το πούνε στις ειδήσεις»…

Και ωμά περιγραφικούς (ώστε να σταλεί πιο άμεσα και δυνατά το μήνυμα) όπως το φινάλε του κομματιού:

«Πιάνω τα 200 σαν να ‘μαι ο Alain Prost, μα πού βρέθηκε μπροστά η καντίνα με τα τοστ.

Έντερα λουκάνικα, ένα γύρο με διπλή, χέρια-πόδια στη γραμμή όλα κείτονται στη γη.

Ξυπνάω από κώμα και κλαίει η Μάρθα Βούρτση. Δε θα ξαναβάλω ποτέ μου πια παπούτσι. 

Παρ’ όλα αυτά αν ξαναπιώ και οδηγώ καλή ώρα, αντί για την “μπεμπέκα” θα πάρω νεκροφόρα»…