Την ώρα που διαστέλλονται οι κόρες

Ο ΛΕΞ φαίνεται να γνωρίζει πάντα την απάντηση. Η ερώτηση, τις περισσότερες φορές, δεν έχει σημασία. Ή μήπως όχι;

Ένα παράδοξο, φρικωδώς θελκτικό πάντρεμα. Ο Πίκος Απίκος με τσιγάρο στο στόμα; Ο Αιμίλιος το μήλο κάτω από τις κεραίες μιας πολυκατοικίας, δαγκωμένος από τα βάσανα της καθημερινότητας; Η Μαρουλίτα το μαρούλι να σιδερώνει μέσα σ’ ένα σύννεφο δύσοσμου καπνού;

Μα, αλήθεια, πού ακούστηκε οι λατρεμένοι μας ήρωες από την «Φρουτοπία» ν’ αναγκάζονται να κάνουν μερικές τζούρες ρεαλισμού, ν’ απεκδύονται το μανδύα της παιδικής (μας) αθωότητας και να προσγειώνονται απότομα στο μισερό γαλανόλευκο σήμερα, καταδικασμένοι να μοχθούν για να τσουλήσουν τους δείκτες του ρολογιού μέχρι να περάσει η ώρα, η μέρα, ο μήνας, τα χρόνια;

Το εκπληκτικής αισθητικής βίντεο που σκηνοθέτησε ο «διαβόητος» The Boy και ήρθε στο ηλεκτρονικό φως 20 μέρες πριν, συνοδεύτηκε από ψιθύρους που άρχισαν να στοιβάζονται πάνω σε άλλους, όμοιούς τους, μέχρι που έγιναν μία χιονοστιβάδα εκπεφρασμένης αδημονίας.

Τα πάντα προμήνυαν πως ο ΛΕΞ θα «έβγαζε» καινούργιο δίσκο, όμως αυτός ραπάρει σε κάθε Παγκόσμιο. Ή μήπως…

Εν τέλει, μήπως: το T.G.K. χτυπήθηκε από δημιουργικό τυφώνα με αποτέλεσμα ν’ αντιστραφεί, έγινε G.T.K. και η Τέχνη Για Κολλημένους άνοιξε την εύηχη αγκαλιά της για να υποδεχτεί όλους όσους το φτύνουν στα μικρόφωνα Για Την Κουλτούρα.

Το 4ο προσωπικό άλμπουμ του «ποιητή του περιθωρίου» ήρθε μόλις μία διετία μετά το προηγούμενο, στη διάρκεια της οποίας μεσολάβησαν ορισμένες ιστορικής «υφής» συναυλίες, κατά τις οποίες είδαμε εικόνες που παρέπεμπαν σε Γούντστοκ.

Το “G.T.K.” είναι μια εκκωφαντική επιβεβαίωση πως από τον Χρόνο, και τις χαρακιές που καταφέρνει πάνω στο άλλοτε άσπιλο κορμί μας, δεν ξεφεύγει κανείς: ο ΛΕΞ παραμένει ο ίδιος, μα ταυτόχρονα, μ’ έναν μαγικό τρόπο, έχει αλλάξει δραματικά.

Μην προσδοκάτε, πλέον, να πηδήξει πάνω από κάποιο φράχτη με την ορμή ενός 25άρη. Ούτε να γαμήσει την εικόνα τους, παρακινούμενος από το αίμα που βράζει στις φλέβες του. Οι αντίπαλοί του δεν πρόκειται να χρειαστούν παυσίπονα για τους πονοκεφάλους που τους «χάρισε».

Ο Θεσσαλονικιός ράπερ κινείται, πια, σε πολύ πιο μελωδικούς ρυθμούς, φλερτάροντας, θα μπορούσε να πει κανείς, με «Τον ήχο του Μπρίστολ». Οι κλεφτές ματιές προς την πλευρά του trip-hop είχαν γίνει αντιληπτές και στο «Μετρό», όμως εδώ είναι πολύ πιο εμφανείς.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: το ηχόχρωμα της φωνής- αυτό το μεθυστικό ταξίδι από γκρίζα συλλαβή σε κάθε επόμενη- είναι πάντα εδώ και το εξασκημένο αυτί δε χρειάζεται πάνω από λίγα δευτερόλεπτα για να αισθανθεί πως κολυμπάει και πάλι σε γνώριμα νερά. Η οπτική του δεν έχει αλλάξει, όμως έχει αποκτήσει ένα ξεχωριστό βάθος– πράγμα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς το τι έχει καταφέρει σ’ αυτή την πυρετώδη δημιουργική του δεκαετία των προσωπικών άλμπουμ και της καθολικής (και πέρα για πέρα δίκαιης) αναγνώρισης.

Ο ΛΕΞ δίνει την αίσθηση πως έχει ωριμάσει δύο δεκαετίες μέσα σε ένα σκάρτο διάστημα έξι ετών, κι αυτό είναι προς όφελός του. Παρά το γεγονός πως ειδικά τα πρώτα του δύο άλμπουμ («Ταπεινοί και Πεινασμένοι», «2ΧΧΧ») έβριθαν από «σκληρά» τραγούδια, δεν έχει την άγρια- πάντα σε μουσικό πλαίσιο- φωνή ενός Αρτέμη, ενός Ευθύμη, ενός 12ου Πιθήκου ή του Anser.

Οι χαμηλοί, γλυκόηχοι τόνοι τού ταιριάζουν πολύ περισσότερο και ο καταγγελτικός του λόγος, πιο ακονισμένος από ποτέ και απαλλαγμένος από περιττά φτιασίδια, κουμπώνουν τέλεια, σαν δυο κομμάτια ενός πρώην ημιτελούς παζλ.

Ο ΛΕΞ άλλαξε και αυτό είναι ίδιον των σπουδαίων καλλιτεχνών- συγκρίνετε, για να παραμείνουμε εντός των κόλπων του hip hop, τον Eminem του 2000 κι αυτόν του σήμερα και θα έχετε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «μεταστροφής».

Κι αν για την παραγωγή του Dof Twogee και του Ortiz τα λόγια είναι περιττά (spoiler alert: αν επιδιδόμασταν σε λογοδιάρροια θα έβγαιναν μόνο λέξεις με θετικό πρόσημο μπροστά και για τους δυο τους), εκείνο το οποίο διαφοροποιεί αυτό το άλμπουμ από τα προηγούμενα είναι οι στίχοι του.

Ο ΛΕΞ πλέον μοιάζει να βαδίζει στην ατραπό που χάραξε ο B.D. Foxmoor στο low bap διάβα του. Φυσικά όχι προς το ύφος των στίχων αυτών καθαυτών, αλλά από άποψη αναντίρρητης ποιότητας. Το εκπληκτικά γραμμένο και αποδομένο «Νυχτερίδες» είναι ένας ύμνος στην καλή γραφή και τη λεκτική λιτότητα. Είναι, κατά την ταπεινή (και πεινασμένη) άποψή μας, το καλύτερο κομμάτι που έχει γράψει.

Ενδεχομένως να έχετε ακούσει κι εσείς τις κατά καιρούς κατηγορίες που βαραίνουν τον Χρόνο: σπουδαίος γιατρός, απαράδεκτος αισθητικός. Ο ΛΕΞ μοιάζει να βρίσκεται στο μεταίχμιο: δεν είναι γέρος, οι ρυτίδες δεν κατέβηκαν ακόμη σωρηδόν στο πρόσωπό του.

Ωστόσο, έχει γκριζάρει κι αυτό είναι το χρώμα που ταιριάζει περισσότερο από κάθε άλλο στις, ενίοτε «ακατάστατες», ρίμες του. Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο συνεχίζει να καίει σαν τηλαυγής φλόγα, που όμως, στα τέλη του 2024, φιλτράρεται μέσα από το βλέμμα ενός 40χρονου που ορκίστηκε να τα καταφέρει και κράτησε τον όρκο του.

Αντί επιλόγου, μία βόλτα στη Σαλούγκα: τα πρώιμα, τρόπον τινά, άλμπουμ του ακούγονται στον περιφερειακό, ενόσω το Flyover ανασυντάσσει τις δυνάμεις του για να ταλαιπωρήσει εκ νέου τους κατοίκους της. Στη διαπασών, κατά προτίμηση, με στόχο να δοκιμαστούν οι αντοχές των φωνητικών μας χορδών.

Το “G.T.K” μοιάζει να είναι η καλύτερη παρέα όταν οδηγείς, τις ώρες που αισθανόμαστε όλοι μας μεγάλοι, στα Κάστρα και η Θεσσαλονίκη ξαπλώνει κουρασμένη στις άκρες των ποδιών σου. Η μία στροφή να διαδέχεται την άλλη και η μουσική του ΛΕΞ, σε «μετρημένη» ένταση, να σε καλωσορίζει στη νέα εποχή.

Δεν έχει και τόση σημασία αν είναι καλύτερη από την προηγούμενη ή όχι. Εκείνο που μετράει, τις μικρές ώρες, είναι να σηκώσεις το βλέμμα στον ουρανό.

Και ν’ αντικρίσεις τις υπόλοιπες Νυχτερίδες.